αναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναλίσκω]] και ἀναλῶ, -όω, Ν και [[αναλώνω]])<br /><b>1.</b> [[δαπανώ]], [[ξοδεύω]], [[καταναλώνω]]<br /><b>2.</b> [[ξοδεύω]] αλόγιστα, [[κατασπαταλώ]]<br /><b>3.</b> [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] [[σιγά]] [[σιγά]] (στα αρχ. μόνο στην παθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[σκοτώνω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για πράγματα) [[εκλείπω]], μέ πετούν, μέ ξεφορτώνονται<br /><b>3.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. πρκμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τἀνηλωμένα</i><br />τα δαπανημένα χρήματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀναλίσκω]] [[ὕπνον]]», [[ξοδεύω]] την ώρα μου, τον χρόνο μου στον ύπνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀναFαλίσκω</i>, με σίγηση του <i>F</i> και [[συναίρεση]] τών δύο –<i>α</i>—σε <i>ᾱ</i>. Ο τ. [[ἀναλίσκω]] χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο [[αντί]] του <i>ἁλίσκω</i>, το οποίο [[είναι]] σπάνιο και μεταγενέστερο. Η κύρια [[σημασία]] του ρ. φαίνεται να [[είναι]] «[[καταστρέφω]], [[καταναλώνω]]», το δε προθεματικό <i>ἀνα</i>- υπογραμμίζει την [[έναρξη]] της πράξεως και δίνει στους ενεργητικούς τύπους μεταβιβαστική [[αξία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀναιρῶ</i> «[[σκοτώνω]], [[καταστρέφω]]»). Οι τύποι της παθητικής [[είναι]] αρχαίοι και πολυάριθμοι και έδωσαν [[λαβή]] στη [[δημιουργία]] της μεταβιβαστικότητας. Η γενικότερη [[σημασία]] του ρ. εμφανίζεται σε εκφράσεις όπως [[σιτία]] ἀναλίσκειν</i> <b>(Ιπποκρ.)</b>, <i>ἀναλισκομένοις</i> ([[Πλάτων]]) κλπ. για τα ζώα που έχουν καταβροχθισθεί, απ’ όπου η [[σημασία]] «[[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]» - ως [[ευφημισμός]] του «[[σκοτώνω]], [[σφάζω]]» -πέρασε στην παθητική. Στην αττική διάλεκτο ο τ. χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα για να εκφράσει το «[[ξοδεύω]], [[δαπανώ]]». Μ΄αυτή τη [[σημασία]] εμφανίζεται στα λογοτεχνικά [[κείμενα]] και στις επιγραφές. Τέλος, παράλληλα [[προς]] το [[ἀναλίσκω]] δημιουργήθηκε [[επίσης]] [[μεταβατικός]] ενεστώτας <i>ἀναλῶ</i> (-<i>όω</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανάλωμα]], [[ανάλωση]] (-<i>ις</i>), [[αναλωτής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αναλώσιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναλωτός]]].
|mltxt=(Α [[ἀναλίσκω]] και ἀναλῶ, -όω, Ν και [[αναλώνω]])<br /><b>1.</b> [[δαπανώ]], [[ξοδεύω]], [[καταναλώνω]]<br /><b>2.</b> [[ξοδεύω]] αλόγιστα, [[κατασπαταλώ]]<br /><b>3.</b> [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] [[σιγά]] [[σιγά]] (στα αρχ. μόνο στην παθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[σκοτώνω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για πράγματα) [[εκλείπω]], μέ πετούν, μέ ξεφορτώνονται<br /><b>3.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. πρκμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τἀνηλωμένα</i><br />τα δαπανημένα χρήματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀναλίσκω]] [[ὕπνον]]», [[ξοδεύω]] την ώρα μου, τον χρόνο μου στον ύπνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀναFαλίσκω</i>, με σίγηση του <i>F</i> και [[συναίρεση]] τών δύο –<i>α</i>—σε <i>ᾱ</i>. Ο τ. [[ἀναλίσκω]] χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο [[αντί]] του <i>ἁλίσκω</i>, το οποίο [[είναι]] σπάνιο και μεταγενέστερο. Η κύρια [[σημασία]] του ρ. φαίνεται να [[είναι]] «[[καταστρέφω]], [[καταναλώνω]]», το δε προθεματικό <i>ἀνα</i>- υπογραμμίζει την [[έναρξη]] της πράξεως και δίνει στους ενεργητικούς τύπους μεταβιβαστική [[αξία]] (πρβλ. <i>ἀναιρῶ</i> «[[σκοτώνω]], [[καταστρέφω]]»). Οι τύποι της παθητικής [[είναι]] αρχαίοι και πολυάριθμοι και έδωσαν [[λαβή]] στη [[δημιουργία]] της μεταβιβαστικότητας. Η γενικότερη [[σημασία]] του ρ. εμφανίζεται σε εκφράσεις όπως [[σιτία]] ἀναλίσκειν</i> <b>(Ιπποκρ.)</b>, <i>ἀναλισκομένοις</i> ([[Πλάτων]]) κλπ. για τα ζώα που έχουν καταβροχθισθεί, απ’ όπου η [[σημασία]] «[[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]» - ως [[ευφημισμός]] του «[[σκοτώνω]], [[σφάζω]]» -πέρασε στην παθητική. Στην αττική διάλεκτο ο τ. χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα για να εκφράσει το «[[ξοδεύω]], [[δαπανώ]]». Μ΄αυτή τη [[σημασία]] εμφανίζεται στα λογοτεχνικά [[κείμενα]] και στις επιγραφές. Τέλος, παράλληλα [[προς]] το [[ἀναλίσκω]] δημιουργήθηκε [[επίσης]] [[μεταβατικός]] ενεστώτας <i>ἀναλῶ</i> (-<i>όω</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανάλωμα]], [[ανάλωση]] (-<i>ις</i>), [[αναλωτής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αναλώσιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναλωτός]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀναλίσκω και ἀναλῶ, -όω, Ν και αναλώνω)
1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω
2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ
3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.)
αρχ.
1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω
2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν, μέ ξεφορτώνονται
3. (το ουδ. της παθ. μτχ. πρκμ. στον πληθ. ως ουσ.) τἀνηλωμένα
τα δαπανημένα χρήματα
4. φρ. «ἀναλίσκω ὕπνον», ξοδεύω την ώρα μου, τον χρόνο μου στον ύπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναFαλίσκω, με σίγηση του F και συναίρεση τών δύο –α—σε . Ο τ. ἀναλίσκω χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο αντί του ἁλίσκω, το οποίο είναι σπάνιο και μεταγενέστερο. Η κύρια σημασία του ρ. φαίνεται να είναι «καταστρέφω, καταναλώνω», το δε προθεματικό ἀνα- υπογραμμίζει την έναρξη της πράξεως και δίνει στους ενεργητικούς τύπους μεταβιβαστική αξία (πρβλ. ἀναιρῶ «σκοτώνω, καταστρέφω»). Οι τύποι της παθητικής είναι αρχαίοι και πολυάριθμοι και έδωσαν λαβή στη δημιουργία της μεταβιβαστικότητας. Η γενικότερη σημασία του ρ. εμφανίζεται σε εκφράσεις όπως σιτία ἀναλίσκειν (Ιπποκρ.), ἀναλισκομένοις (Πλάτων) κλπ. για τα ζώα που έχουν καταβροχθισθεί, απ’ όπου η σημασία «καταστρέφω, αφανίζω» - ως ευφημισμός του «σκοτώνω, σφάζω» -πέρασε στην παθητική. Στην αττική διάλεκτο ο τ. χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα για να εκφράσει το «ξοδεύω, δαπανώ». Μ΄αυτή τη σημασία εμφανίζεται στα λογοτεχνικά κείμενα και στις επιγραφές. Τέλος, παράλληλα προς το ἀναλίσκω δημιουργήθηκε επίσης μεταβατικός ενεστώτας ἀναλῶ (-όω).
ΠΑΡ. ανάλωμα, ανάλωση (-ις), αναλωτής
μσν.- νεοελλ.
αναλώσιμος
νεοελλ.
αναλωτός].