ἀνθοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anthokomos
|Transliteration C=anthokomos
|Beta Code=a)nqoko/mos
|Beta Code=a)nqoko/mos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">decked with flowers, flowery</b>, <b class="b3">λειμῶνες</b> ib. 10.6 (Satyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">parti-coloured</b>, οἰωνοί <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.190</span>.</span>
|Definition=ἀνθοκόμον,<br><span class="bld">A</span> [[decked with flowers]], [[flowery]], [[λειμῶνες]] ib. 10.6 (Satyr.).<br><span class="bld">2</span> [[parti-coloured]], οἰωνοί Opp.''C.''2.190.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[cubierto de flores]] λειμῶνες <i>AP</i> 10.6 (Satyr.), μάστιξ Nonn.<i>D</i>.17.20, χθών Apoll.<i>Met.Ps</i>.76.19, πρέμνος Chrys.M.61.763.<br /><b class="num">2</b> [[polícromo]] οἰωνοί Opp.<i>C</i>.2.190.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0232.png Seite 232]] Blumen hegend, tragend, λειμῶνες Satyr. 6 (X, 6); doch άνθοκόμοις οἰωνοῖς, mit bunten Federn, Opp. Cyn. 2, 190, also von ἀνθόκομος ([[κόμη]]).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0232.png Seite 232]] Blumen hegend, tragend, λειμῶνες Satyr. 6 (X, 6); doch άνθοκόμοις οἰωνοῖς, mit bunten Federn, Opp. Cyn. 2, 190, also von ἀνθόκομος ([[κόμη]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[couvert de fleurs]];<br /><b>2</b> [[aux couleurs variées]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[κόμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθοκόμος:''' [[покрытый цветами]] (λειμῶνες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθοκόμος''': -ον, ὁ, [[ἀνθοφόρος]], [[εὐανθής]], λειμῶνες Ἀνθ. Π. 1. 6. 2) ὁ ποικιλόχρους ἢ ὁ ἔχων [[χρῶμα]] ἀνθηρόν, οἰωνοὶ Ὀππ. Κ. 2 190.
|lstext='''ἀνθοκόμος''': -ον, ὁ, [[ἀνθοφόρος]], [[εὐανθής]], λειμῶνες Ἀνθ. Π. 1. 6. 2) ὁ ποικιλόχρους ἢ ὁ ἔχων [[χρῶμα]] ἀνθηρόν, οἰωνοὶ Ὀππ. Κ. 2 190.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> couvert de fleurs;<br /><b>2</b> aux couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[κόμη]].
|mltxt=ο (Α [[ἀνθοκόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με την [[ανθοκομία]], με την [[καλλιέργεια]] καλλωπιστικών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επίθ.</b><br /><b>1.</b> στολισμένος με [[άνθη]]<br /><b>2.</b> [[πολύχρωμος]], [[ποικιλόχρωμος]].
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[cubierto de flores]] λειμῶνες <i>AP</i> 10.6 (Satyr.), μάστιξ Nonn.<i>D</i>.17.20, χθών Apoll.<i>Met.Ps</i>.76.19, πρέμνος Chrys.M.61.763.<br /><b class="num">2</b> [[polícromo]] οἰωνοί Opp.<i>C</i>.2.190.
|lsmtext='''ἀνθοκόμος:''' -ον ([[κόμη]]), στολισμένος με λουλούδια, [[ποικιλόχρωμος]], [[ευανθής]], σε Ανθ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=ο (Α [[ἀνθοκόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με την [[ανθοκομία]], με την [[καλλιέργεια]] καλλωπιστικών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επίθ.</b><br /><b>1.</b> στολισμένος με [[άνθη]]<br /><b>2.</b> [[πολύχρωμος]], [[ποικιλόχρωμος]].
|mdlsjtxt=[[κόμη]]<br />[[decked]] with flowers, [[flowery]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοκόμος Medium diacritics: ἀνθοκόμος Low diacritics: ανθοκόμος Capitals: ΑΝΘΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: anthokómos Transliteration B: anthokomos Transliteration C: anthokomos Beta Code: a)nqoko/mos

English (LSJ)

ἀνθοκόμον,
A decked with flowers, flowery, λειμῶνες ib. 10.6 (Satyr.).
2 parti-coloured, οἰωνοί Opp.C.2.190.

Spanish (DGE)

-ον
1 cubierto de flores λειμῶνες AP 10.6 (Satyr.), μάστιξ Nonn.D.17.20, χθών Apoll.Met.Ps.76.19, πρέμνος Chrys.M.61.763.
2 polícromo οἰωνοί Opp.C.2.190.

German (Pape)

[Seite 232] Blumen hegend, tragend, λειμῶνες Satyr. 6 (X, 6); doch άνθοκόμοις οἰωνοῖς, mit bunten Federn, Opp. Cyn. 2, 190, also von ἀνθόκομος (κόμη).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert de fleurs;
2 aux couleurs variées.
Étymologie: ἄνθος, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοκόμος: покрытый цветами (λειμῶνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοκόμος: -ον, ὁ, ἀνθοφόρος, εὐανθής, λειμῶνες Ἀνθ. Π. 1. 6. 2) ὁ ποικιλόχρους ἢ ὁ ἔχων χρῶμα ἀνθηρόν, οἰωνοὶ Ὀππ. Κ. 2 190.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθοκόμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία, με την καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών
αρχ.
επίθ.
1. στολισμένος με άνθη
2. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος.

Greek Monotonic

ἀνθοκόμος: -ον (κόμη), στολισμένος με λουλούδια, ποικιλόχρωμος, ευανθής, σε Ανθ.

Middle Liddell

κόμη
decked with flowers, flowery, Anth.