έδαφος: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(10) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἔδαφος]])<br /><b>1.</b> το ανώτατο [[στρώμα]] του φλοιού της γης, η [[επιφάνεια]] της γης<br /><b>2.</b> [[τόπος]], γη, [[περιοχή]] («[[προσάρτηση]] εδαφών»)<br /><b>3.</b> γη, [[χώμα]] (από ποιοτική [[άποψη]]) («[[έδαφος]] παχύ, εύφορο»)<br /><b>4.</b> [[αγρός]], [[χωράφι]], [[οικόπεδο]] («ιδιωτικά εδάφη»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το μονόχρωμο ή πολύχρωμο [[πεδίο]] μιας εικόνας όπου ζωγραφίζονται οι διάφορες παραστάσεις, [[φόντο]], [[βάθος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κερδίζω]] [[έδαφος]]» — [[αποκτώ]] [[υπεροχή]] ή πλεονεκτήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πυθμένας]], [[βάση]]<br /><b>2.</b> (για [[σπίτι]]) [[δάπεδο]]<br /><b>3.</b> αρχικό [[κείμενο]], πρωτότυπο<br /><b>4.</b> [[χειρόγραφο]]<br /><b>5.</b> [[εδάφιο]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (AM [[ἔδαφος]])<br /><b>1.</b> το ανώτατο [[στρώμα]] του φλοιού της γης, η [[επιφάνεια]] της γης<br /><b>2.</b> [[τόπος]], γη, [[περιοχή]] («[[προσάρτηση]] εδαφών»)<br /><b>3.</b> γη, [[χώμα]] (από ποιοτική [[άποψη]]) («[[έδαφος]] παχύ, εύφορο»)<br /><b>4.</b> [[αγρός]], [[χωράφι]], [[οικόπεδο]] («ιδιωτικά εδάφη»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το μονόχρωμο ή πολύχρωμο [[πεδίο]] μιας εικόνας όπου ζωγραφίζονται οι διάφορες παραστάσεις, [[φόντο]], [[βάθος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κερδίζω]] [[έδαφος]]» — [[αποκτώ]] [[υπεροχή]] ή πλεονεκτήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πυθμένας]], [[βάση]]<br /><b>2.</b> (για [[σπίτι]]) [[δάπεδο]]<br /><b>3.</b> αρχικό [[κείμενο]], πρωτότυπο<br /><b>4.</b> [[χειρόγραφο]]<br /><b>5.</b> [[εδάφιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεμονωμένος [[σχηματισμός]] σε -(<i>α</i>)<i>φος</i>. Συνδέεται πιθ. με τά [[έδος]], [[έζομαι]], ενώ η [[ψίλωση]] της λ. προήλθε από [[ανομοίωση]] [[προς]] το δασύ -<i>φ</i>. Το ουδ. [[γένος]] της λέξης οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του [[έδος]]. Η υποτεθείσα [[σχέση]] με το [[ούδας]] δεν έχει ισχυρή [[βάση]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (AM ἔδαφος)
1. το ανώτατο στρώμα του φλοιού της γης, η επιφάνεια της γης
2. τόπος, γη, περιοχή («προσάρτηση εδαφών»)
3. γη, χώμα (από ποιοτική άποψη) («έδαφος παχύ, εύφορο»)
4. αγρός, χωράφι, οικόπεδο («ιδιωτικά εδάφη»)
νεοελλ.
1. το μονόχρωμο ή πολύχρωμο πεδίο μιας εικόνας όπου ζωγραφίζονται οι διάφορες παραστάσεις, φόντο, βάθος
2. φρ. «κερδίζω έδαφος» — αποκτώ υπεροχή ή πλεονεκτήματα
αρχ.
1. πυθμένας, βάση
2. (για σπίτι) δάπεδο
3. αρχικό κείμενο, πρωτότυπο
4. χειρόγραφο
5. εδάφιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεμονωμένος σχηματισμός σε -(α)φος. Συνδέεται πιθ. με τά έδος, έζομαι, ενώ η ψίλωση της λ. προήλθε από ανομοίωση προς το δασύ -φ. Το ουδ. γένος της λέξης οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του έδος. Η υποτεθείσα σχέση με το ούδας δεν έχει ισχυρή βάση].