χοινικίς: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(13) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choinikis | |Transliteration C=choinikis | ||
|Beta Code=xoiniki/s | |Beta Code=xoiniki/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, < | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[nave]] of a wheel, Id.18(2).479, Sch.E.''Hipp.''1234, Sch.Il.2.104.<br><span class="bld">II</span> a kind of [[trepan]], Cels.8.3.1 (acc. written -εικίδα), Gal. 10.448, 19.126.<br><span class="bld">III</span> [[ring]] forming the stand for a crown, D.22.72, 24.180.<br><span class="bld">IV</span> = [[χοῖνιξ]] II, App.''BC''4.30.<br><span class="bld">V</span> [[cave in a rocky shore]], Str.12.3.11.<br><span class="bld">VI</span> [[box]] or [[socket for the hinge of a door]], IG22.1672.201, 11(2).165.11, 287''A''102, al. (Delos, iii B. C.).<br><span class="bld">VII</span> [[axle-box]], Hero ''Aut.''11.2, Wilcken ''Chr.''176.8 (i A. D.), cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[χνόαι]].<br><span class="bld">VIII</span> in torsion-engines, [[box]] or [[hub]] containing strands of gut, Ph.''Bel.''63.7, 60.3, Hero ''Bel.''96.5.<br><span class="bld">IX</span> = [[χνόη]] 2, ''Hippiatr.'' 96.2, 117. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1362.png Seite 1362]] ίδος, ἡ, = [[χοινίκη]]; χοινικίδες sind eiserne Reisen, auf welchen die Krone ruht, Dem. 22, 72, wie 24, 180 ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσι [[κάτωθεν]] γεγραμμένα. – Bei Strab. 12, 3,11 Höhlen im felsigen Ufer. – Bei App. B. C. 4, 30 eine Art Fußeisen. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> [[écrou du moyeu]];<br /><b>2</b> morceau de bois percé, sorte d'entrave pour les esclaves;<br /><b>3</b> [[cavité d'un rocher]];<br /><b>4</b> cercle de fer, formant le corps d'une couronne et enveloppant la tête d'une statue;<br /><b>5</b> [[trépan de chirurgien]].<br />'''Étymologie:''' [[χοῖνιξ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χοινῐκίς:''' ίδος ἡ [[χοῖνιξ]] 2] ободок, обруч (αἱ τῶν στεφάνων χοινικίδες Dem.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χοινῐκίς''': -ίδος, ής = [[χοινίκη]], [[χνόη]], Γαλην. ΙΙ. χειρουργικόν τι [[ἐργαλεῖον]], Παῦλ. Αἰγ. 6. 91· πρβλ. [[ὀρθοπρίων]]. ΙΙΙ. ὁ [[γῦρος]] τοῦ στεφάνου, Δημ. 616, 1., 756. 8. IV. = [[χοῖνιξ]] ΙΙ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 30. V. [[σπήλαιον]] ἐν πετρώδει ἀκτῇ, Στράβ. 542. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σχοινικίς]], -ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[μεταλλικός]] [[σωληνίσκος]] στο [[κέντρο]] της πλήμνης τροχού άμαξας, η [[χοινίκη]]<br /><b>2.</b> ο [[γύρος]] του στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσιν [[κάτωθεν]] γεγραμμένα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] ποδοκάκκης<br /><b>4.</b> [[κοίλωμα]] ή [[θήκη]] για τη [[στρόφιγγα]] θύρας<br /><b>5.</b> (στους καταπέλτες) το [[τμήμα]] του άξονα στο οποίο περιελίσσονταν οι χορδές<br /><b>6.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου («ἡ δὲ διὰ τῶν πριόνων τε καὶ χοινικίδων [[χειρουργία]] τοῖς νεωτέροις ώς μοχθηρὰ διαβέβληται», Παύλ. Αιγ.)<br /><b>7.</b> [[σπήλαιο]] σε βραχώδη [[ακτή]] («ῥαχιώδεις ἀκτάς, ἐχουσας καὶ κοιλάδας [[τινάς]] [[ὡσανεὶ]] βόθρους πετρίνους, οὕς καλοῦσι χοινικίδας», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χοινικίδες</i><br />οι αρθρώσεις τών ποδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖνιξ]], <i>χοίνικος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i><br />([[πρβλ]]. [[πινακίς]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χοινῐκίς:''' -ίδος, ἡ ([[χοῖνιξ]])·<br /><b class="num">I.</b> ο [[κύκλος]] του στεφανιού, σε Δημ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χοινῐκίς, ίδος, ἡ, [[χοῖνιξ]]<br />the [[circle]] of a [[crown]], Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A nave of a wheel, Id.18(2).479, Sch.E.Hipp.1234, Sch.Il.2.104.
II a kind of trepan, Cels.8.3.1 (acc. written -εικίδα), Gal. 10.448, 19.126.
III ring forming the stand for a crown, D.22.72, 24.180.
IV = χοῖνιξ II, App.BC4.30.
V cave in a rocky shore, Str.12.3.11.
VI box or socket for the hinge of a door, IG22.1672.201, 11(2).165.11, 287A102, al. (Delos, iii B. C.).
VII axle-box, Hero Aut.11.2, Wilcken Chr.176.8 (i A. D.), cf. Hsch. s.v. χνόαι.
VIII in torsion-engines, box or hub containing strands of gut, Ph.Bel.63.7, 60.3, Hero Bel.96.5.
IX = χνόη 2, Hippiatr. 96.2, 117.
German (Pape)
[Seite 1362] ίδος, ἡ, = χοινίκη; χοινικίδες sind eiserne Reisen, auf welchen die Krone ruht, Dem. 22, 72, wie 24, 180 ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσι κάτωθεν γεγραμμένα. – Bei Strab. 12, 3,11 Höhlen im felsigen Ufer. – Bei App. B. C. 4, 30 eine Art Fußeisen.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 écrou du moyeu;
2 morceau de bois percé, sorte d'entrave pour les esclaves;
3 cavité d'un rocher;
4 cercle de fer, formant le corps d'une couronne et enveloppant la tête d'une statue;
5 trépan de chirurgien.
Étymologie: χοῖνιξ.
Russian (Dvoretsky)
χοινῐκίς: ίδος ἡ χοῖνιξ 2] ободок, обруч (αἱ τῶν στεφάνων χοινικίδες Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
χοινῐκίς: -ίδος, ής = χοινίκη, χνόη, Γαλην. ΙΙ. χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, Παῦλ. Αἰγ. 6. 91· πρβλ. ὀρθοπρίων. ΙΙΙ. ὁ γῦρος τοῦ στεφάνου, Δημ. 616, 1., 756. 8. IV. = χοῖνιξ ΙΙ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 30. V. σπήλαιον ἐν πετρώδει ἀκτῇ, Στράβ. 542.
Greek Monolingual
και σχοινικίς, -ίδος, ἡ, Α
1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο της πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη
2. ο γύρος του στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.)
3. είδος ποδοκάκκης
4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα θύρας
5. (στους καταπέλτες) το τμήμα του άξονα στο οποίο περιελίσσονταν οι χορδές
6. είδος χειρουργικού εργαλείου («ἡ δὲ διὰ τῶν πριόνων τε καὶ χοινικίδων χειρουργία τοῖς νεωτέροις ώς μοχθηρὰ διαβέβληται», Παύλ. Αιγ.)
7. σπήλαιο σε βραχώδη ακτή («ῥαχιώδεις ἀκτάς, ἐχουσας καὶ κοιλάδας τινάς ὡσανεὶ βόθρους πετρίνους, οὕς καλοῦσι χοινικίδας», Στράβ.)
8. στον πληθ. αἱ χοινικίδες
οι αρθρώσεις τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος + κατάλ. -ις
(πρβλ. πινακίς)].
Greek Monotonic
χοινῐκίς: -ίδος, ἡ (χοῖνιξ)·
I. ο κύκλος του στεφανιού, σε Δημ.