ψευδοκλητεία: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
(13) |
mNo edit summary |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psevdokliteia | |Transliteration C=psevdokliteia | ||
|Beta Code=yeudoklhtei/a | |Beta Code=yeudoklhtei/a | ||
|Definition=ἡ, (κλητεύω) | |Definition=ἡ, ([[κλητεύω]]) [[false testimony]], the [[offence of falsely subscribing one's name as witness to a summons]] ([[κλητήρ]]) , [[γραφὴ ψευδοκλητείας]] = [[legal action for false testimony]], a [[prosecution]] for such false [[subscription]], D.53.17, Arist.''Ath.''59.3; βαδίζειν ἐπί τινα τῆς ψευδοκλητείας D.53.15; ψευδοκλητείας τρὶς ὀφλεῖν And. 1.74.—This is the form found in Arist. [[l.c.]] (Pap.), in the best codd. of D. and in Poll.8.40, 44; ψευδοκλητία is found in codd. of And. and as [[varia lectio|v.l.]] in D.; ψευδοκλησία in Harp. (with vv.ll. [[ψευδοκλητία]], [[ψευδοκληστία]], [[ψευδόκλησις]]), Suid. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1394.png Seite 1394]] ἡ, falsche Vorladung vor Gericht, falsche Unterschrift eines Zeugen bei einer Klage; Andoc. 1, 44; Dem. 53, 15 γραφὴ ψευδοκλητείας, Klage wegen falscher Vorladung. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />ψευδοκλητείας [[γραφή]] <i>ou</i> [[δίκη]], action pour fausse assignation, <i>càd</i> contre celui qui déclare faussement avoir assigné qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδοκλητεύω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψευδοκλητεία -ας, ἡ [[[ψευδής]], [[κλητεύω]]] [[valse getuigenverklaring]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψευδοκλητεία:''' ἡ ложное засвидетельствование судебного иска, письменное лжесвидетельство в пользу истца: γραφὴ ψευδοκλητείας Dem., Arst. привлечение к суду за лжесвидетельство. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ψευδοκλητία]], ἡ, Α [[ψευδοκλητεύω]]<br /><b>φρ.</b> «ψευδοκλητείας [[γραφή]]»<br />(αττ. δίκ.) [[αγωγή]] την οποία είχε [[δικαίωμα]] να εγείρει ο [[εναγόμενος]] [[εναντίον]] του ενάγοντος και τών μαρτύρων του, τών <i>κλητήρων</i>, [[επειδή]] δεν έγινε [[καθόλου]] ή δεν έγινε κανονικά η κλήτευσή του για την [[ημέρα]] της δίκης. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψευδοκλητεία:''' ή -ία, ἡ ([[κλητήρ]]), [[αγωγή]] [[εναντίον]] κάποιου, ο [[οποίος]] [[ψευδώς]] υπέγραψε το όνομά του σαν [[μάρτυρας]]· <i>γραφὴ ψευδοκλητείας</i>, [[αγωγή]] για τέτοιου είδους ψεύτικη [[υπογραφή]], σε Δημ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψευδοκλητεία''': ἡ, ἀρωγὴ κατά τινος [[ὅστις]] ψευδῶς ὑπέγραψε τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[ὄνομα]] ὡς [[μάρτυρος]] ἔν τινι κλήσει, γραφὴ ψευδοκλητείας, [[κατηγορία]] ἢ ἀγωγὴ κατὰ τοιαύτης ὑπογραφῆς, Δημ. 1252. 6· κλητεύειν τινὰ τῆς ψευδοκλητείας [[αὐτόθι]] 1251. 21· ψευδοκλητείας τρὶς [[ὀφλεῖν]] Ἀνδοκ. 10. 22. - Ἡ γραφὴ αὕτη ὑπάρχει ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφων τοῦ Δημ. καὶ παρὰ Πολυδ. Η΄, 40, 44· ψευδοκλητία φέρεται παρ’ Ἀνδοκ. καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Δημ., ψευδοκλησία παρὰ Σουΐδ. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ψευδοκλητείας [[ὄνομα]] δίκης ἐστίν, ἣν εἰσίασιν οἱ ἐγγεγραμμένοι ὀφείλειν τῷ δημοσίῳ, [[ἐπειδὰν]] αἰτιῶνταί τινας ψευδῶς κατεσκευάσθαι κλητῆρας καθ’ ἑαυτῶν πρὸς δίκην ἀφ’ ἧς [[ὦφλον]], ἔστι δὲ παρὰ τε ἄλλοις ῥήτορσι καὶ Ἰσαίῳ ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα περὶ χωρίου». - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τομ. Α΄, σ. 439, 897. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ψευδοκλητεία]], ορ -ία, ἡ, [[κλητήρ]]<br />a [[prosecution]] [[against]] one who has [[falsely]] subscribed his [[name]] as [[witness]], γραφὴ ψευδοκλητείας a [[prosecution]] for [[such]] false [[subscription]], Dem. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[perjury]]=== | |||
Arabic: شَهَادَة زُور zūr); Belarusian: ілжэсведчанне, лжэсведчанне, клятвапарушэнне; Bulgarian: лъжесвидетелство; Catalan: perjuri; Chinese Mandarin: [[偽證]], [[伪证]], [[偽證罪]], [[伪证罪]]; Czech: křivé svědectví; Danish: mened, falsk forklaring; Dutch: [[meineed]]; English: [[false testimony]], [[oathbreach]], [[perjury]], [[testilying]]; Esperanto: ĵurrompo; Finnish: väärä vala, perätön lausuma; French: [[faux témoignage]]; Georgian: ცრუმოწმეობა; German: [[Meineid]]; Greek: [[ψευδορκία]]; Ancient Greek: [[ἐπιορκία]], [[ψευδοκλητεία]], [[ψευδομαρτυρία]], [[ψευδορκία]]; Hungarian: hamis tanúzás; Icelandic: meinsæri; Irish: mionn bréige, mionn éithigh; Italian: [[falsa testimonianza]]; Japanese: 偽誓, 偽証, 偽証罪; Korean: 위증(僞證); Latin: [[periurium]]; Macedonian: кривоклетство; Maori: oati teka; Norwegian: falsk forklaring, mened; Old English: mānāþ; Polish: krzywoprzysięstwo; Portuguese: [[perjúrio]]; Romanian: mărturie mincinoasă; Russian: [[лжесвидетельство]], [[клятвопреступление]]; Serbo-Croatian Roman: krivokletstvo, krivorečstvo; Spanish: [[perjurio]]; Swedish: mened; Tagalog: pagbubulaan, sambampanday; Turkish: yalancı şahitlik, yalancı tanıklık; Ukrainian: лжесві́дчення, кривосві́дчення | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 26 September 2024
English (LSJ)
ἡ, (κλητεύω) false testimony, the offence of falsely subscribing one's name as witness to a summons (κλητήρ) , γραφὴ ψευδοκλητείας = legal action for false testimony, a prosecution for such false subscription, D.53.17, Arist.Ath.59.3; βαδίζειν ἐπί τινα τῆς ψευδοκλητείας D.53.15; ψευδοκλητείας τρὶς ὀφλεῖν And. 1.74.—This is the form found in Arist. l.c. (Pap.), in the best codd. of D. and in Poll.8.40, 44; ψευδοκλητία is found in codd. of And. and as v.l. in D.; ψευδοκλησία in Harp. (with vv.ll. ψευδοκλητία, ψευδοκληστία, ψευδόκλησις), Suid.
German (Pape)
[Seite 1394] ἡ, falsche Vorladung vor Gericht, falsche Unterschrift eines Zeugen bei einer Klage; Andoc. 1, 44; Dem. 53, 15 γραφὴ ψευδοκλητείας, Klage wegen falscher Vorladung.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ψευδοκλητείας γραφή ou δίκη, action pour fausse assignation, càd contre celui qui déclare faussement avoir assigné qqn.
Étymologie: ψευδοκλητεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδοκλητεία -ας, ἡ [ψευδής, κλητεύω] valse getuigenverklaring.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοκλητεία: ἡ ложное засвидетельствование судебного иска, письменное лжесвидетельство в пользу истца: γραφὴ ψευδοκλητείας Dem., Arst. привлечение к суду за лжесвидетельство.
Greek Monolingual
και ψευδοκλητία, ἡ, Α ψευδοκλητεύω
φρ. «ψευδοκλητείας γραφή»
(αττ. δίκ.) αγωγή την οποία είχε δικαίωμα να εγείρει ο εναγόμενος εναντίον του ενάγοντος και τών μαρτύρων του, τών κλητήρων, επειδή δεν έγινε καθόλου ή δεν έγινε κανονικά η κλήτευσή του για την ημέρα της δίκης.
Greek Monotonic
ψευδοκλητεία: ή -ία, ἡ (κλητήρ), αγωγή εναντίον κάποιου, ο οποίος ψευδώς υπέγραψε το όνομά του σαν μάρτυρας· γραφὴ ψευδοκλητείας, αγωγή για τέτοιου είδους ψεύτικη υπογραφή, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοκλητεία: ἡ, ἀρωγὴ κατά τινος ὅστις ψευδῶς ὑπέγραψε τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα ὡς μάρτυρος ἔν τινι κλήσει, γραφὴ ψευδοκλητείας, κατηγορία ἢ ἀγωγὴ κατὰ τοιαύτης ὑπογραφῆς, Δημ. 1252. 6· κλητεύειν τινὰ τῆς ψευδοκλητείας αὐτόθι 1251. 21· ψευδοκλητείας τρὶς ὀφλεῖν Ἀνδοκ. 10. 22. - Ἡ γραφὴ αὕτη ὑπάρχει ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφων τοῦ Δημ. καὶ παρὰ Πολυδ. Η΄, 40, 44· ψευδοκλητία φέρεται παρ’ Ἀνδοκ. καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Δημ., ψευδοκλησία παρὰ Σουΐδ. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ψευδοκλητείας ὄνομα δίκης ἐστίν, ἣν εἰσίασιν οἱ ἐγγεγραμμένοι ὀφείλειν τῷ δημοσίῳ, ἐπειδὰν αἰτιῶνταί τινας ψευδῶς κατεσκευάσθαι κλητῆρας καθ’ ἑαυτῶν πρὸς δίκην ἀφ’ ἧς ὦφλον, ἔστι δὲ παρὰ τε ἄλλοις ῥήτορσι καὶ Ἰσαίῳ ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα περὶ χωρίου». - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τομ. Α΄, σ. 439, 897.
Middle Liddell
ψευδοκλητεία, ορ -ία, ἡ, κλητήρ
a prosecution against one who has falsely subscribed his name as witness, γραφὴ ψευδοκλητείας a prosecution for such false subscription, Dem.
Translations
perjury
Arabic: شَهَادَة زُور zūr); Belarusian: ілжэсведчанне, лжэсведчанне, клятвапарушэнне; Bulgarian: лъжесвидетелство; Catalan: perjuri; Chinese Mandarin: 偽證, 伪证, 偽證罪, 伪证罪; Czech: křivé svědectví; Danish: mened, falsk forklaring; Dutch: meineed; English: false testimony, oathbreach, perjury, testilying; Esperanto: ĵurrompo; Finnish: väärä vala, perätön lausuma; French: faux témoignage; Georgian: ცრუმოწმეობა; German: Meineid; Greek: ψευδορκία; Ancient Greek: ἐπιορκία, ψευδοκλητεία, ψευδομαρτυρία, ψευδορκία; Hungarian: hamis tanúzás; Icelandic: meinsæri; Irish: mionn bréige, mionn éithigh; Italian: falsa testimonianza; Japanese: 偽誓, 偽証, 偽証罪; Korean: 위증(僞證); Latin: periurium; Macedonian: кривоклетство; Maori: oati teka; Norwegian: falsk forklaring, mened; Old English: mānāþ; Polish: krzywoprzysięstwo; Portuguese: perjúrio; Romanian: mărturie mincinoasă; Russian: лжесвидетельство, клятвопреступление; Serbo-Croatian Roman: krivokletstvo, krivorečstvo; Spanish: perjurio; Swedish: mened; Tagalog: pagbubulaan, sambampanday; Turkish: yalancı şahitlik, yalancı tanıklık; Ukrainian: лжесві́дчення, кривосві́дчення