φάρμακος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=farmakos | |Transliteration C=farmakos | ||
|Beta Code=fa/rmakos | |Beta Code=fa/rmakos | ||
|Definition=(on the accent v. Hdn.Gr.1.150), ὁ, ἡ, | |Definition=(on the accent v. Hdn.Gr.1.150), ὁ, ἡ, [[poisoner]], [[sorcerer]], [[magician]], [[LXX]] ''Ex.''7.11 (masc.), ''Ma.''3.5 (fem.), ''Apoc.''21.8, 22.15. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=the [[same]] as [[φαρμακεύς]]: [[sorcerer]]. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=φαρμακη, [[φάρμακον]] ([[φαρμάσσω]] (to [[use]] a [[φάρμακον]])) (from [[Aristophanes]] down);<br /><b class="num">1.</b> pertaining to magical arts.<br /><b class="num">2.</b> ὁ [[φάρμακος]], a [[substantive]], i. e. [[φαρμακεύς]], [[which]] [[see]]: G L T Tr WH; Sept. [[several]] times for מְכַשֵּׁף.) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />[[δηλητηριαστής]] ή [[μάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμακός]], με αναβιβασμό του τόνου. Η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του [[φάρμακον]] «[[δηλητήριο]], [[φαρμάκι]]» και «[[μαγεία]], [[μαγγανεία]]» (για σημ. <b>βλ. λ.</b> [[φάρμακο]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φάρμᾰκος:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[δηλητηριαστής]], [[γόης]], [[μάγος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> αυτός που θυσιάζεται για την [[εξιλέωση]] των άλλων, εξιλαστήριο [[θύμα]] ([[αποδιοπομπαίος]] [[τράγος]]), σε Αριστοφ.· και από [[τότε]] που η [[λέξη]] εξέπεσε της σημασίας της και χρησιμοποιείται για αρνητικά· [[φαρμακός]] δηλώνει γενικά ονειδισμό, σε Αριστοφ., Δημ. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':farmakÒj 法而馬可士<br />'''詞類次數''':形,名(1)<br />'''原文字根''':麻醉(者)<br />'''字義溯源''':麻醉師,巫師,魔術師,行邪術的;源自([[φαρμακεύς]])X*=麻醉品)<br />'''出現次數''':總共(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 行邪術的(1) 啓22:15 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.150), ὁ, ἡ, poisoner, sorcerer, magician, LXX Ex.7.11 (masc.), Ma.3.5 (fem.), Apoc.21.8, 22.15.
English (Strong)
the same as φαρμακεύς: sorcerer.
English (Thayer)
φαρμακη, φάρμακον (φαρμάσσω (to use a φάρμακον)) (from Aristophanes down);
1. pertaining to magical arts.
2. ὁ φάρμακος, a substantive, i. e. φαρμακεύς, which see: G L T Tr WH; Sept. several times for מְכַשֵּׁף.)
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
δηλητηριαστής ή μάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακός, με αναβιβασμό του τόνου. Η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του φάρμακον «δηλητήριο, φαρμάκι» και «μαγεία, μαγγανεία» (για σημ. βλ. λ. φάρμακο)].
Greek Monotonic
φάρμᾰκος: ὁ, ἡ,
I. δηλητηριαστής, γόης, μάγος, σε Καινή Διαθήκη
II. αυτός που θυσιάζεται για την εξιλέωση των άλλων, εξιλαστήριο θύμα (αποδιοπομπαίος τράγος), σε Αριστοφ.· και από τότε που η λέξη εξέπεσε της σημασίας της και χρησιμοποιείται για αρνητικά· φαρμακός δηλώνει γενικά ονειδισμό, σε Αριστοφ., Δημ.
Chinese
原文音譯:farmakÒj 法而馬可士
詞類次數:形,名(1)
原文字根:麻醉(者)
字義溯源:麻醉師,巫師,魔術師,行邪術的;源自(φαρμακεύς)X*=麻醉品)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 行邪術的(1) 啓22:15