περιήκω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(32)
mNo edit summary
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periiko
|Transliteration C=periiko
|Beta Code=perih/kw
|Beta Code=perih/kw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to have come round to one</b>, <b class="b3">εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ π</b>. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span> 4.6.6</span>, cf. <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>4.13.4</span>: metaph., [<b class="b3">κεφαλαὶ] εἰς κρανία π</b>. <b class="b2">are turned</b> into... <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.19</span> : c. acc., <b class="b3">τὰ σὲ περιήκοντα</b> <b class="b2">that which has fallen to</b> thy <b class="b2">lot</b>, <span class="bibl">Hdt.7.16</span>.<b class="b3">ά; τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα</b> we say that the greatest luck <b class="b2">came round to, befel</b>, this man, <span class="bibl">Id.6.86</span>.ά; ἔμελλε . . δίκη περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα <span class="bibl">Paus.8.51.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of Time, <b class="b2">to have come round</b>, καιρῷ περιήκοντι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ages.</span>35</span>; ἔτει δεκάτῳ περιήκοντι <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>50(26).1</span>, cf. <span class="bibl">Parth.30.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">surround</b>, πέτραν [τὸν ὄχθον] περιήκουσαν <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>3.13</span>; κύκλῳ περὶ τὸ σπήλαιον π. ἄμπελος <span class="bibl">D.Chr.2.41</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> to [[have come round to one]], <b class="b3">εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ π.</b> [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 4.6.6, cf. Arr.''An.''4.13.4: metaph., [κεφαλαὶ] εἰς κρανία π. are turned into... Philostr.''Im.''2.19: c. acc., <b class="b3">τὰ σὲ περιήκοντα</b> [[that which has fallen to thy lot]], [[Herodotus|Hdt.]]7.16.<b class="b3">ά; τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα</b> we say that the greatest luck [[came round to]], [[befel]], this man, Id.6.86.ά; ἔμελλε… δίκη περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα Paus.8.51.5.<br><span class="bld">2</span> of [[time]], to [[have come round]], καιρῷ περιήκοντι Plu.''Ages.''35; ἔτει δεκάτῳ περιήκοντι Aristid.''Or.''50(26).1, cf. Parth.30.2.<br><span class="bld">3</span> [[surround]], πέτραν [τὸν ὄχθον] περιήκουσαν Philostr.''VA''3.13; κύκλῳ περὶ τὸ σπήλαιον π. ἄμπελος D.Chr.2.41.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] herumkommen, in der Reihe, im Kreislauf an Einen kommen (vgl. [[περιέρχομαι]]), endlich an Einen kommen, ihn treffen; τὰ σὲ περιήκοντα, was dich getroffen hat, was dir zu Theil geworden ist, Her. 7, 16, 1, wie 6, 86, 1, τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν τά τε ἄλλα πάντα περιήκειν τὰ [[πρῶτα]] καὶ δὴ καὶ ἀκούειν ἄριστα, wo es wenigstens einfacher ist, ἄνδρα auch in dem ersten Satzgliede als Subject zu betrachten: dieser Mann soll sowohl im Uebrigen das höchste Glück erlangt haben, als auch in dem besten Rufe stehen; περιήκει ἡ ἀρχὴ εἰς αὐτόν, die Herrschaft, Regierung gelangt an ihn, Xen. Cyr. 4, 6, 6; Folgde; auch περιήκει ὁ καιρὸς εἴς τι, Plut. Agesil. 35.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] herumkommen, in der Reihe, im Kreislauf an Einen kommen (vgl. [[περιέρχομαι]]), endlich an Einen kommen, ihn treffen; τὰ σὲ περιήκοντα, was dich getroffen hat, was dir zu Teil geworden ist, Her. 7, 16, 1, wie 6, 86, 1, τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν τά τε ἄλλα πάντα περιήκειν τὰ [[πρῶτα]] καὶ δὴ καὶ ἀκούειν ἄριστα, wo es wenigstens einfacher ist, ἄνδρα auch in dem ersten Satzgliede als Subject zu betrachten: dieser Mann soll sowohl im Übrigen das höchste Glück erlangt haben, als auch in dem besten Rufe stehen; περιήκει ἡ ἀρχὴ εἰς αὐτόν, die Herrschaft, Regierung gelangt an ihn, Xen. Cyr. 4, 6, 6; Folgde; auch περιήκει ὁ καιρὸς εἴς τι, Plut. Agesil. 35.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περιήκω''': ἔχω περιέλθει εἴς τινα, [[ἐπεὶ]] δὲ εἰς τὸν τοῦ ἐμοῦ παιδὸς φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει Ξεν. Κύρ. 4. 6, 6, πρβλ. Ἀρρ. Ἀνάβ. 4. 13· μεταφορ., κεφαλαὶ εἰς [[κρανία]] π., μεταβάλλονται εἰς …, Φιλόστρ. 842· - μετ’ αἰτ., ἔχω ἐπέλθει ἐπὶ τέλους εἴς τινα, τὰ σὲ περιήκοντα, ὅσα σοι ἐπῆλθον, Ἡρόδ. 7.16, 1· τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα, λέγομεν ὅτι ἡ μεγίστη [[εὐτυχία]] ἔχει πέσει εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦτον, ὁ αὐτ. 6.86, 1· ἔμελλε ... [[δίκη]] περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα Παυσ. 8. 51, 5· (παρ’ Ἡροδ.· ὁ Schweigh. λαμβάνει τὸ [[περιήκω]] ὡς = περιβάλλομαι (ἴδε [[περιβάλλω]] IV), ἀλλὰ πρβλ. [[περιέρχομαι]] ΙΙ, [[περίειμι]] ([[εἶμι]]) ΙΙ, καὶ τὸ ἐκ τοῦ Παυσ. μνημονευθὲν [[χωρίον]]). 2) ἐπὶ χρόνου, ἔχω ἐλθεῖ, φθάσει, Πλούτ. Ἀγησ. 35, Ἀριστείδ. 1. 301.
|btext=<b>1</b> [[échoir]], [[arriver]] : τὰ περιήκοντα HDT les choses qui sont arrivées ; échoir par un tour de succession : εἰς αὐτόν XÉN (le pouvoir) lui est échu;<br /><b>2</b> [[aboutir à]] : εἰς [[τοῦτο]] PLUT à ce concours de circonstances.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἥκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-ήκω terechtkomen bij; met acc..; τοῦτον τὸν ἄνδρα... π. τὰ πρῶτα dat de beste dingen die man ten deel vielen Hdt. 6.86α.2; met prep. bep..; ἐπεὶ εἰς τὸν... φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει nu de heerschappij bij de moordenaar terecht is gekomen Xen. Cyr. 4.6.6; van tijd. εἰς τοῦτο περιήκει ὁ καιρός het is zover gekomen Plut. Ages. 35.4.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<b>1</b> échoir, arriver : τὰ περιήκοντα HDT les choses qui sont arrivées ; échoir par un tour de succession : [[εἰς]] αὐτόν XÉN (le pouvoir) lui est échu;<br /><b>2</b> aboutir à : [[εἰς]] [[τοῦτο]] PLUT à ce concours de circonstances.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἥκω]].
|elrutext='''περιήκω:'''<br /><b class="num">1</b> [[доставаться]]: τὰ σὲ περιήκοντα Her. то, что выпало тебе на долю; ἡ ἀρχὴ περιήκει εἴς τινα Xen. власть переходит к кому-л.;<br /><b class="num">2</b> [[достигать]], [[доходить]]: π. τὰ [[πρῶτα]] Her. достигать высших ступеней (благополучия).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> έχω περιέλθει σε κάποιον («εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] σε κάποιον, [[βρίσκω]] κάποιον («ἔμελλε δίκης περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα» — επρόκειτο η [[τιμωρία]] να φτάσει πια και στον Φιλοποίμενα, <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) έχω φτάσει («περιήκοντι τῷ καιρῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[περιβάλλω]] («πέτραν τὸν όχθον περιήκουσαν», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἥκω</i> «έχω έλθει»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> έχω περιέλθει σε κάποιον («εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] σε κάποιον, [[βρίσκω]] κάποιον («ἔμελλε δίκης περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα» — επρόκειτο η [[τιμωρία]] να φτάσει πια και στον Φιλοποίμενα, <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) έχω φτάσει («περιήκοντι τῷ καιρῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[περιβάλλω]] («πέτραν τὸν όχθον περιήκουσαν», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἥκω</i> «έχω έλθει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> έχω περικυκλώσει κάποιον, <i>τὰ σὲ περιήκοντα</i>, αυτά που περιήλθαν στον κλήρο [[σου]], σε Ηρόδ.· τοῦτον τὸνἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ [[πρῶτα]], λέμε ότι η καλύτερη [[τύχη]] έχει πέσει σ' αυτόν τον άνθρωπο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, έχω έλθει, σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''περιήκω''': ἔχω περιέλθει εἴς τινα, [[ἐπεὶ]] δὲ εἰς τὸν τοῦ ἐμοῦ παιδὸς φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει Ξεν. Κύρ. 4. 6, 6, πρβλ. Ἀρρ. Ἀνάβ. 4. 13· μεταφορ., κεφαλαὶ εἰς [[κρανία]] π., μεταβάλλονται εἰς …, Φιλόστρ. 842· - μετ’ αἰτ., ἔχω ἐπέλθει ἐπὶ τέλους εἴς τινα, τὰ σὲ περιήκοντα, ὅσα σοι ἐπῆλθον, Ἡρόδ. 7.16, 1· τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα, λέγομεν ὅτι ἡ μεγίστη [[εὐτυχία]] ἔχει πέσει εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦτον, ὁ αὐτ. 6.86, 1· ἔμελλε ... [[δίκη]] περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα Παυσ. 8. 51, 5· (παρ’ Ἡροδ.· ὁ Schweigh. λαμβάνει τὸ [[περιήκω]] ὡς = περιβάλλομαι (ἴδε [[περιβάλλω]] IV), ἀλλὰ πρβλ. [[περιέρχομαι]] ΙΙ, [[περίειμι]] ([[εἶμι]]) ΙΙ, καὶ τὸ ἐκ τοῦ Παυσ. μνημονευθὲν [[χωρίον]]). 2) ἐπὶ χρόνου, ἔχω ἐλθεῖ, φθάσει, Πλούτ. Ἀγησ. 35, Ἀριστείδ. 1. 301.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">1.</b> to [[have]] [[come]] [[round]] to one, τὰ σὲ περιήκοντα that [[which]] has [[fallen]] to thy lot, Hdt.; τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ [[πρῶτα]] we say that the greatest [[luck]] befel [[this]] man, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> of [[time]], to [[have]] [[come]] [[round]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 17:34, 9 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιήκω Medium diacritics: περιήκω Low diacritics: περιήκω Capitals: ΠΕΡΙΗΚΩ
Transliteration A: periḗkō Transliteration B: periēkō Transliteration C: periiko Beta Code: perih/kw

English (LSJ)

A to have come round to one, εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ π. X.Cyr. 4.6.6, cf. Arr.An.4.13.4: metaph., [κεφαλαὶ] εἰς κρανία π. are turned into... Philostr.Im.2.19: c. acc., τὰ σὲ περιήκοντα that which has fallen to thy lot, Hdt.7.16.ά; τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα we say that the greatest luck came round to, befel, this man, Id.6.86.ά; ἔμελλε… δίκη περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα Paus.8.51.5.
2 of time, to have come round, καιρῷ περιήκοντι Plu.Ages.35; ἔτει δεκάτῳ περιήκοντι Aristid.Or.50(26).1, cf. Parth.30.2.
3 surround, πέτραν [τὸν ὄχθον] περιήκουσαν Philostr.VA3.13; κύκλῳ περὶ τὸ σπήλαιον π. ἄμπελος D.Chr.2.41.

German (Pape)

[Seite 576] herumkommen, in der Reihe, im Kreislauf an Einen kommen (vgl. περιέρχομαι), endlich an Einen kommen, ihn treffen; τὰ σὲ περιήκοντα, was dich getroffen hat, was dir zu Teil geworden ist, Her. 7, 16, 1, wie 6, 86, 1, τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν τά τε ἄλλα πάντα περιήκειν τὰ πρῶτα καὶ δὴ καὶ ἀκούειν ἄριστα, wo es wenigstens einfacher ist, ἄνδρα auch in dem ersten Satzgliede als Subject zu betrachten: dieser Mann soll sowohl im Übrigen das höchste Glück erlangt haben, als auch in dem besten Rufe stehen; περιήκει ἡ ἀρχὴ εἰς αὐτόν, die Herrschaft, Regierung gelangt an ihn, Xen. Cyr. 4, 6, 6; Folgde; auch περιήκει ὁ καιρὸς εἴς τι, Plut. Agesil. 35.

French (Bailly abrégé)

1 échoir, arriver : τὰ περιήκοντα HDT les choses qui sont arrivées ; échoir par un tour de succession : εἰς αὐτόν XÉN (le pouvoir) lui est échu;
2 aboutir à : εἰς τοῦτο PLUT à ce concours de circonstances.
Étymologie: περί, ἥκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ήκω terechtkomen bij; met acc..; τοῦτον τὸν ἄνδρα... π. τὰ πρῶτα dat de beste dingen die man ten deel vielen Hdt. 6.86α.2; met prep. bep..; ἐπεὶ εἰς τὸν... φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει nu de heerschappij bij de moordenaar terecht is gekomen Xen. Cyr. 4.6.6; van tijd. εἰς τοῦτο περιήκει ὁ καιρός het is zover gekomen Plut. Ages. 35.4.

Russian (Dvoretsky)

περιήκω:
1 доставаться: τὰ σὲ περιήκοντα Her. то, что выпало тебе на долю; ἡ ἀρχὴ περιήκει εἴς τινα Xen. власть переходит к кому-л.;
2 достигать, доходить: π. τὰ πρῶτα Her. достигать высших ступеней (благополучия).

Greek Monolingual

Α
1. έχω περιέλθει σε κάποιον («εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει», Ξεν.)
2. φτάνω σε κάποιον, βρίσκω κάποιον («ἔμελλε δίκης περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα» — επρόκειτο η τιμωρία να φτάσει πια και στον Φιλοποίμενα, Παυσ.)
3. (για χρόνο) έχω φτάσει («περιήκοντι τῷ καιρῷ», Πλούτ.)
4. περιβάλλω («πέτραν τὸν όχθον περιήκουσαν», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἥκω «έχω έλθει»].

Greek Monotonic

περιήκω: μέλ. -ξω,
1. έχω περικυκλώσει κάποιον, τὰ σὲ περιήκοντα, αυτά που περιήλθαν στον κλήρο σου, σε Ηρόδ.· τοῦτον τὸνἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα, λέμε ότι η καλύτερη τύχη έχει πέσει σ' αυτόν τον άνθρωπο, στον ίδ.
2. λέγεται για χρόνο, έχω έλθει, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιήκω: ἔχω περιέλθει εἴς τινα, ἐπεὶ δὲ εἰς τὸν τοῦ ἐμοῦ παιδὸς φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει Ξεν. Κύρ. 4. 6, 6, πρβλ. Ἀρρ. Ἀνάβ. 4. 13· μεταφορ., κεφαλαὶ εἰς κρανία π., μεταβάλλονται εἰς …, Φιλόστρ. 842· - μετ’ αἰτ., ἔχω ἐπέλθει ἐπὶ τέλους εἴς τινα, τὰ σὲ περιήκοντα, ὅσα σοι ἐπῆλθον, Ἡρόδ. 7.16, 1· τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα, λέγομεν ὅτι ἡ μεγίστη εὐτυχία ἔχει πέσει εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦτον, ὁ αὐτ. 6.86, 1· ἔμελλε ... δίκη περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα Παυσ. 8. 51, 5· (παρ’ Ἡροδ.· ὁ Schweigh. λαμβάνει τὸ περιήκω ὡς = περιβάλλομαι (ἴδε περιβάλλω IV), ἀλλὰ πρβλ. περιέρχομαι ΙΙ, περίειμι (εἶμι) ΙΙ, καὶ τὸ ἐκ τοῦ Παυσ. μνημονευθὲν χωρίον). 2) ἐπὶ χρόνου, ἔχω ἐλθεῖ, φθάσει, Πλούτ. Ἀγησ. 35, Ἀριστείδ. 1. 301.

Middle Liddell

fut. ξω
1. to have come round to one, τὰ σὲ περιήκοντα that which has fallen to thy lot, Hdt.; τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα we say that the greatest luck befel this man, Hdt.
2. of time, to have come round, Plut.