ἀπενιαυτίζω: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
(3) |
|||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apeniaftizo | |Transliteration C=apeniaftizo | ||
|Beta Code=a)peniauti/zw | |Beta Code=a)peniauti/zw | ||
|Definition=<span class=" | |Definition=<span class="bld">A</span> [[go into banishment for a term of years]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.3.13, Nic.Dam. p.18 D., Philostr.''VA''1.13; ἐνιαυτοὺς τρεῖς ἀ. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''868d.<br><span class="bld">II</span> [[outlive the year]] after a thing, D.C.46.49. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[marchar al exilio por un año]] σοὶ ... συμβουλεύω ἀπενιαυτίσαι X.<i>Mem</i>.1.3.13, cf. Nic.Dam.13, Philostr.<i>VA</i> 1.13.<br /><b class="num">2</b> [[sobrevivir un año]] οὐδεὶς γὰρ ... συνάρχοντά τινα καταλύσας ἀπενιαύτισεν D.C.46.49.2, cf. 75.16.4. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0286.png Seite 286]] 1) = [[ἀπενιαυτέω]], Xen. Mem. 1, 3, 13; Philostr.; Suid. ἐνιαυτῷ φυγεῖν τὴν πατρίδα. – 2) ein Jahr überleben, oder noch ein Jahr leben, Dio Cass. 46, 49. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[être exilé pour un an]];<br /><b>2</b> [[survivre un an]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐνιαυτός]], -ιζω. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπενιαυτίζω:''' Xen. = [[ἀπενιαυτέω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπενιαυτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἐξορίαν ἐπὶ ἕν [[ἔτος]], «ἀπενιαυτίσαι δέ, τὸ φυγεῖν [[ἔτος]], ἤ παύσασθαί τινος ἐπὶ ἐνιαυτὸν» Πολυδ. Α΄, 58, σοὶ δέ, ω Κριτόβουλε, [[συμβουλεύω]] ἀπενιαυτίσαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13· [[οὕτως]] ἐν Πλάτ. Νόμ. 866C, ἡ Ἀλδ. ἔκδ. ἔχει ἀπενιαυτισάτω (ἀλλ’ ἕτερα χειρόγραφα -ησάτω), ἐνῷ ἐν 868C, πάντα [[συμφώνως]] ἔχουσι τὴν γραφὴν ἀπενιαυτεῖν: ἴδε Μύλλερον εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. §44. ΙΙ. ζῶ μετὰ συμβεβηκός τι [[ἄλλο]] ἕν [[ἔτος]], ἐπιζῶ, ἕν [[ἔτος]], Δίων Κ. 46. 49. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπενιαυτίζω]] κ. ἀπενιαυτῶ (Α)<br /><b>1.</b> εξορίζομαι για ένα [[έτος]]<br /><b>2.</b> [[επιζώ]] επί ένα [[έτος]], ζω [[ακόμη]] ένα [[έτος]] [[μετά]] από κάποιο [[γεγονός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ενιαυτίζω]], ενεργ. του <i>ενιαυτίζομαι</i> σε [[σύνθεση]] του <i>ενιαυτίζομαι</i> («[[διέρχομαι]] ένα [[έτος]]») <span style="color: red;"><</span> [[ενιαυτός]] «χρονική [[περίοδος]], [[έτος]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:25, 23 March 2024
English (LSJ)
A go into banishment for a term of years, X.Mem.1.3.13, Nic.Dam. p.18 D., Philostr.VA1.13; ἐνιαυτοὺς τρεῖς ἀ. Pl.Lg.868d.
II outlive the year after a thing, D.C.46.49.
Spanish (DGE)
1 marchar al exilio por un año σοὶ ... συμβουλεύω ἀπενιαυτίσαι X.Mem.1.3.13, cf. Nic.Dam.13, Philostr.VA 1.13.
2 sobrevivir un año οὐδεὶς γὰρ ... συνάρχοντά τινα καταλύσας ἀπενιαύτισεν D.C.46.49.2, cf. 75.16.4.
German (Pape)
[Seite 286] 1) = ἀπενιαυτέω, Xen. Mem. 1, 3, 13; Philostr.; Suid. ἐνιαυτῷ φυγεῖν τὴν πατρίδα. – 2) ein Jahr überleben, oder noch ein Jahr leben, Dio Cass. 46, 49.
French (Bailly abrégé)
1 être exilé pour un an;
2 survivre un an.
Étymologie: ἀπό, ἐνιαυτός, -ιζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπενιαυτίζω: Xen. = ἀπενιαυτέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπενιαυτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀπέρχομαι εἰς ἐξορίαν ἐπὶ ἕν ἔτος, «ἀπενιαυτίσαι δέ, τὸ φυγεῖν ἔτος, ἤ παύσασθαί τινος ἐπὶ ἐνιαυτὸν» Πολυδ. Α΄, 58, σοὶ δέ, ω Κριτόβουλε, συμβουλεύω ἀπενιαυτίσαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13· οὕτως ἐν Πλάτ. Νόμ. 866C, ἡ Ἀλδ. ἔκδ. ἔχει ἀπενιαυτισάτω (ἀλλ’ ἕτερα χειρόγραφα -ησάτω), ἐνῷ ἐν 868C, πάντα συμφώνως ἔχουσι τὴν γραφὴν ἀπενιαυτεῖν: ἴδε Μύλλερον εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. §44. ΙΙ. ζῶ μετὰ συμβεβηκός τι ἄλλο ἕν ἔτος, ἐπιζῶ, ἕν ἔτος, Δίων Κ. 46. 49.
Greek Monolingual
ἀπενιαυτίζω κ. ἀπενιαυτῶ (Α)
1. εξορίζομαι για ένα έτος
2. επιζώ επί ένα έτος, ζω ακόμη ένα έτος μετά από κάποιο γεγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ενιαυτίζω, ενεργ. του ενιαυτίζομαι σε σύνθεση του ενιαυτίζομαι («διέρχομαι ένα έτος») < ενιαυτός «χρονική περίοδος, έτος»].