εὔπλοος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyploos
|Transliteration C=eyploos
|Beta Code=eu)/ploos
|Beta Code=eu)/ploos
|Definition=ον, contr. εὔπλους, ουν, (πλέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">good for sailing, fair, seaworthy</b>, <b class="b3">εὔ. πλόος</b>, = [[εὔπλοια]], <span class="bibl">Erinn.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of a person, <b class="b2">having a fair voyage</b>, εὔπλοος ὅρμον ἵκοιτο <span class="bibl">Theoc.7.62</span> (-πλοον codd.), cf. <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>665 ii 7</span> (i A. D.).</span>
|Definition=εὔπλοον, contr. [[εὔπλους]], εὔπλουν, ([[πλέω]])<br><span class="bld">A</span> [[good for sailing]], [[fair]], [[seaworthy]], <b class="b3">εὔπλοος πλόος</b>, = [[εὔπλοια]], Erinn.1.<br><span class="bld">II</span> of a person, [[having a fair voyage]], εὔπλοος ὅρμον ἵκοιτο Theoc.7.62 (-πλοον codd.), cf. ''BGU''665 ii 7 (i A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1089.png Seite 1089]] zsgzgn, -πλους, glücklich schiffend, [[πλόος]] Corinna Ath. VII, 283 c; εὔπλουν ὅρμον ἵκοιτο Theocr. 7, 62.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1089.png Seite 1089]] zsgzgn, -πλους, glücklich schiffend, [[πλόος]] Corinna Ath. VII, 283 c; εὔπλουν ὅρμον ἵκοιτο Theocr. 7, 62.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />[[qui navigue heureusement]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπλοος:''' стяж. [[εὔπλους]] 2 благоприятный для мореходов ([[ὅρμος]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ([[πλέω]]) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. [[πλόος]], = [[εὔπλοια]], Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, [[εἴθε]] νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[εὔπλοος]]), Θεόκρ. 7. 62.
|lstext='''εὔπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ([[πλέω]]) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. [[πλόος]], = [[εὔπλοια]], Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, [[εἴθε]] νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[εὔπλοος]]), Θεόκρ. 7. 62.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=οος, οον;<br />qui navigue heureusement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλέω]].
|lsmtext='''εὔπλοος:''' -ον ([[πλέω]]), [[καλός]] για ιστιοπλοΐα, [[ευνοϊκός]] στο [[ταξίδι]], <i>εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο</i>, [[μακάρι]] να φθάσει σε φιλικό [[λιμάνι]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλοος Medium diacritics: εὔπλοος Low diacritics: εύπλοος Capitals: ΕΥΠΛΟΟΣ
Transliteration A: eúploos Transliteration B: euploos Transliteration C: eyploos Beta Code: eu)/ploos

English (LSJ)

εὔπλοον, contr. εὔπλους, εὔπλουν, (πλέω)
A good for sailing, fair, seaworthy, εὔπλοος πλόος, = εὔπλοια, Erinn.1.
II of a person, having a fair voyage, εὔπλοος ὅρμον ἵκοιτο Theoc.7.62 (-πλοον codd.), cf. BGU665 ii 7 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1089] zsgzgn, -πλους, glücklich schiffend, πλόος Corinna Ath. VII, 283 c; εὔπλουν ὅρμον ἵκοιτο Theocr. 7, 62.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui navigue heureusement.
Étymologie: εὖ, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

εὔπλοος: стяж. εὔπλους 2 благоприятный для мореходов (ὅρμος Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, (πλέω) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. πλόος, = εὔπλοια, Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, εἴθε νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ ἀναγνωστέον εὔπλοος), Θεόκρ. 7. 62.

Greek Monotonic

εὔπλοος: -ον (πλέω), καλός για ιστιοπλοΐα, ευνοϊκός στο ταξίδι, εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, μακάρι να φθάσει σε φιλικό λιμάνι, σε Θεόκρ.