κενεών: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
(5)
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=keneon
|Transliteration C=keneon
|Beta Code=kenew/n
|Beta Code=kenew/n
|Definition=ῶνος, ὁ, (κενός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hollow between ribs and hip, flank</b>, <span class="bibl">Od.22.295</span>, <span class="bibl">Poll.2.166</span>, etc.; νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρῃ <span class="bibl">Il.5.857</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>8</span> (pl.); of horses, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>12.8</span>; of dogs, <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyn.</span> 4.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">οἱ κ. τοῦ περιτοναίου</b> the <b class="b2">hollows</b> of the peritonaeum, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.50.48.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> any <b class="b2">hollow</b>, hence periphr. οὐράνιοι <span class="title">AP</span>9.207; <b class="b3">αἰθέριος, χθόνιος κ</b>., <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>13.453</span>, <span class="bibl">9.82</span>; <b class="b3">κενεὼν ἀρούρης</b> ib.<span class="bibl">41.3</span>; <b class="b2">vacant space</b> in a crowd, <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>14.44</span>.</span>
|Definition=ῶνος, ὁ, ([[κενός]])<br><span class="bld">A</span> [[hollow between ribs and hip]], [[flank]], Od.22.295, Poll.2.166, etc.; νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρῃ Il.5.857, cf. Hp.''Prog.''8 (pl.); of horses, X.''Eq.''12.8; of dogs, Id.''Cyn.'' 4.1.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">οἱ κ. τοῦ περιτοναίου</b> the [[hollows]] of the peritonaeum, Heliod. ap. Orib.50.48.4.<br><span class="bld">II</span> any [[hollow]], hence [[periphrasis]] οὐράνιοι ''AP''9.207; <b class="b3">αἰθέριος, χθόνιος κ.</b>, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 13.453, 9.82; <b class="b3">κενεὼν ἀρούρης</b> ib.41.3; [[vacant space]] in a crowd, [[LXX]] ''2 Ma.''14.44.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1416.png Seite 1416]] ῶνος, ὁ, der leere Raum, bes. die Seiten des Unterleibes zwischen den Rippen u. den Hüften, die Weichen; οὖτα δουρὶ μέσσν κενεῶνα Od. 22, 295; ἐπέρεισε νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Il. 5, 856; von Thieren, Xen. de re equ. 12, 8; Poll. 5, 59. – Sp. übh. die Leere, der leere Raum, οὐράνιοι κενεῶνες Ep. ad. 574 (IX, 207) u. Nonn. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1416.png Seite 1416]] ῶνος, ὁ, der leere Raum, bes. die Seiten des Unterleibes zwischen den Rippen u. den Hüften, die Weichen; οὖτα δουρὶ μέσσν κενεῶνα Od. 22, 295; ἐπέρεισε νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Il. 5, 856; von Tieren, Xen. de re equ. 12, 8; Poll. 5, 59. – Sp. übh. die Leere, der leere Raum, οὐράνιοι κενεῶνες Ep. ad. 574 (IX, 207) u. Nonn. oft.
}}
{{ls
|lstext='''κενεών''': -ῶνος, ὁ, ([[κενός]]), τὸ μεταξὺ τῶν πλευρῶν καὶ τοῦ ἰσχίου [[κοίλωμα]], τὸ [[μέρος]] τὸ κενὸν ὀστῶν, λαγόνες, Ὀδ. Χ. 295, κτλ.· νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Ἰλ. Ε. 857, πρβλ. Ἱππ. Προγν. 39· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 12. 8· ἐπὶ κυνῶν, [[Πολυδ]]. Ε΄, 59· ἴδε ἐν λ. [[λαπάρα]]. ΙΙ. πᾶσα [[κοιλότης]] ἢ ὀπή, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 20. 8·- [[ὡσαύτως]] περιφραστ., οὐράνιοι, χθόνιοι κ., κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ πτυχαί, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 207, Νόνν. Δ. 13. 453 ἢ 9. 82· κενεὼν ἀρούρης, κελεύθου ὁ αὐτ. Δ. 41. 3, κ. Ἰω. 13. 37· κ. τάφου, [[κενοτάφιον]], Ἑλλ. Ἐπιγρ. 234.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />creux des flancs entre les côtes et le bas-ventre ; ceinture, taille.<br />'''Étymologie:''' [[κενεός]].
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />creux des flancs entre les côtes et le bas-ventre ; ceinture, taille.<br />'''Étymologie:''' [[κενεός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κενεών -ῶνος, ὁ [κενός] lichaamsruimte zonder bot (‘leeg’), buik:. οὖτα δουρὶ μέσον κενεῶνα met zijn speer stootte hij in zijn buik Od. 22.295.
}}
{{elru
|elrutext='''κενεών:''' ῶνος ὁ<br /><b class="num">1</b> [[пустота]], [[полость]]: οὐράνιοι κενεῶνες Anth. небесные пространства;<br /><b class="num">2</b> [[пах]] (οὐτάμεναί τινα δουρὶ [[μέσον]] κενεῶνα Hom.; τὸν τοῦ ἵππου κενεῶνα σκεπάζειν Xen.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κενεών]], -ῶνος, ὁ (ΑΜ)<br />[[κοιλότητα]] ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κοίλωμα]] [[μεταξύ]] τών πλευρών και του ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες<br /><b>2.</b> [[κενό]] [[διάστημα]] [[μέσα]] σε [[πλήθος]] («γενομένου διαστήματος ἦλθε [[κατά]] [[μέσον]] τον κενεῶνα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «οἱ κενεῶνες τοῡ περιτοναίου» — οι κοιλότητες του περιτοναίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κενός]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>εών</i> που απαντά συν. σε ονόματα τόπου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφν</i>-<i>εών</i> [[αλλά]] και σε ονόματα που έχουν [[σχέση]] με μέρη του σώματος (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ποδ</i>-<i>εώ</i>)].
|mltxt=[[κενεών]], -ῶνος, ὁ (ΑΜ)<br />[[κοιλότητα]] ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κοίλωμα]] [[μεταξύ]] τών πλευρών και του ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες<br /><b>2.</b> [[κενό]] [[διάστημα]] [[μέσα]] σε [[πλήθος]] («γενομένου διαστήματος ἦλθε [[κατά]] [[μέσον]] τον κενεῶνα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «οἱ κενεῶνες τοῦ περιτοναίου» — οι κοιλότητες του περιτοναίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κενός]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>εών</i> που απαντά συν. σε ονόματα τόπου ([[πρβλ]]. <i>δαφν</i>-<i>εών</i> [[αλλά]] και σε ονόματα που έχουν [[σχέση]] με μέρη του σώματος ([[πρβλ]]. [[ποδεώ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κενεών:''' -ῶνος, ὁ ([[κενός]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κοίλωμα]] [[μεταξύ]] των πλευρών και του ισχίου, λαγόνια, σε Όμηρ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κάθε]] [[κοιλότητα]] ή οπή, σε Ανθ.
|lsmtext='''κενεών:''' -ῶνος, ὁ ([[κενός]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κοίλωμα]] [[μεταξύ]] των πλευρών και του ισχίου, λαγόνια, σε Όμηρ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κάθε]] [[κοιλότητα]] ή οπή, σε Ανθ.
}}
{{ls
|lstext='''κενεών''': -ῶνος, ὁ, ([[κενός]]), τὸ μεταξὺ τῶν πλευρῶν καὶ τοῦ ἰσχίου [[κοίλωμα]], τὸ [[μέρος]] τὸ κενὸν ὀστῶν, λαγόνες, Ὀδ. Χ. 295, κτλ.· νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Ἰλ. Ε. 857, πρβλ. Ἱππ. Προγν. 39· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 12. 8· ἐπὶ κυνῶν, Πολυδ. Ε΄, 59· ἴδε ἐν λ. [[λαπάρα]]. ΙΙ. πᾶσα [[κοιλότης]] ἢ ὀπή, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 20. 8·- [[ὡσαύτως]] περιφραστ., οὐράνιοι, χθόνιοι κ., κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ πτυχαί, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 207, Νόνν. Δ. 13. 453 ἢ 9. 82· κενεὼν ἀρούρης, κελεύθου ὁ αὐτ. Δ. 41. 3, κ. Ἰω. 13. 37· κ. τάφου, [[κενοτάφιον]], Ἑλλ. Ἐπιγρ. 234.
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: [[hollow between ribs and hip]], [[flank]]<br />See also: s. [[κενός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κενεών]], ῶνος, [[κενός]]<br /><b class="num">I.</b> the [[hollow]] [[below]] the ribs, the [[flank]], Hom., Xen.<br /><b class="num">II.</b> any [[hollow]], a [[glen]], Anth.
}}
{{FriskDe
|ftr='''κενεών''': {keneṓn}<br />'''Meaning''': [[die Weichen]]<br />'''See also''': s. [[κενός]].<br />'''Page''' 1,819
}}
}}

Latest revision as of 05:35, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενεών Medium diacritics: κενεών Low diacritics: κενεών Capitals: ΚΕΝΕΩΝ
Transliteration A: keneṓn Transliteration B: keneōn Transliteration C: keneon Beta Code: kenew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (κενός)
A hollow between ribs and hip, flank, Od.22.295, Poll.2.166, etc.; νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρῃ Il.5.857, cf. Hp.Prog.8 (pl.); of horses, X.Eq.12.8; of dogs, Id.Cyn. 4.1.
2 οἱ κ. τοῦ περιτοναίου the hollows of the peritonaeum, Heliod. ap. Orib.50.48.4.
II any hollow, hence periphrasis οὐράνιοι AP9.207; αἰθέριος, χθόνιος κ., Nonn. D. 13.453, 9.82; κενεὼν ἀρούρης ib.41.3; vacant space in a crowd, LXX 2 Ma.14.44.

German (Pape)

[Seite 1416] ῶνος, ὁ, der leere Raum, bes. die Seiten des Unterleibes zwischen den Rippen u. den Hüften, die Weichen; οὖτα δουρὶ μέσσν κενεῶνα Od. 22, 295; ἐπέρεισε νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Il. 5, 856; von Tieren, Xen. de re equ. 12, 8; Poll. 5, 59. – Sp. übh. die Leere, der leere Raum, οὐράνιοι κενεῶνες Ep. ad. 574 (IX, 207) u. Nonn. oft.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
creux des flancs entre les côtes et le bas-ventre ; ceinture, taille.
Étymologie: κενεός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενεών -ῶνος, ὁ [κενός] lichaamsruimte zonder bot (‘leeg’), buik:. οὖτα δουρὶ μέσον κενεῶνα met zijn speer stootte hij in zijn buik Od. 22.295.

Russian (Dvoretsky)

κενεών: ῶνος ὁ
1 пустота, полость: οὐράνιοι κενεῶνες Anth. небесные пространства;
2 пах (οὐτάμεναί τινα δουρὶ μέσον κενεῶνα Hom.; τὸν τοῦ ἵππου κενεῶνα σκεπάζειν Xen.).

English (Autenrieth)

ῶνος (κενεός): the empty space of the body, part between the hips and ribs, waist, small of the back, Od. 22.295; acc. of specification, Il. 5.284; elsewhere w. ἐς.

Greek Monolingual

κενεών, -ῶνος, ὁ (ΑΜ)
κοιλότητα ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.)
αρχ.
1. το κοίλωμα μεταξύ τών πλευρών και του ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες
2. κενό διάστημα μέσα σε πλήθος («γενομένου διαστήματος ἦλθε κατά μέσον τον κενεῶνα», ΠΔ)
3. φρ. ιατρ. «οἱ κενεῶνες τοῦ περιτοναίου» — οι κοιλότητες του περιτοναίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενός + επίθ. -εών που απαντά συν. σε ονόματα τόπου (πρβλ. δαφν-εών αλλά και σε ονόματα που έχουν σχέση με μέρη του σώματος (πρβλ. ποδεώ)].

Greek Monotonic

κενεών: -ῶνος, ὁ (κενός),
I. κοίλωμα μεταξύ των πλευρών και του ισχίου, λαγόνια, σε Όμηρ., Ξεν.
II. κάθε κοιλότητα ή οπή, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κενεών: -ῶνος, ὁ, (κενός), τὸ μεταξὺ τῶν πλευρῶν καὶ τοῦ ἰσχίου κοίλωμα, τὸ μέρος τὸ κενὸν ὀστῶν, λαγόνες, Ὀδ. Χ. 295, κτλ.· νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Ἰλ. Ε. 857, πρβλ. Ἱππ. Προγν. 39· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 12. 8· ἐπὶ κυνῶν, Πολυδ. Ε΄, 59· ἴδε ἐν λ. λαπάρα. ΙΙ. πᾶσα κοιλότης ἢ ὀπή, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 20. 8·- ὡσαύτως περιφραστ., οὐράνιοι, χθόνιοι κ., κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ πτυχαί, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 207, Νόνν. Δ. 13. 453 ἢ 9. 82· κενεὼν ἀρούρης, κελεύθου ὁ αὐτ. Δ. 41. 3, κ. Ἰω. 13. 37· κ. τάφου, κενοτάφιον, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 234.

Frisk Etymological English

Meaning: hollow between ribs and hip, flank
See also: s. κενός.

Middle Liddell

κενεών, ῶνος, κενός
I. the hollow below the ribs, the flank, Hom., Xen.
II. any hollow, a glen, Anth.

Frisk Etymology German

κενεών: {keneṓn}
Meaning: die Weichen
See also: s. κενός.
Page 1,819