σφάραγος: Difference between revisions
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=σφᾰ́ρᾰγος | ||
|Medium diacritics=σφάραγος | |Medium diacritics=σφάραγος | ||
|Low diacritics=σφάραγος | |Low diacritics=σφάραγος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfaragos | |Transliteration C=sfaragos | ||
|Beta Code=sfa/ragos | |Beta Code=sfa/ragos | ||
|Definition | |Definition=[[βρόγχος]], [[τράχηλος]], [[λαιμός]], [[ψόφος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: = [[φάρυγξ]], Apion ap.Phot. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[λαιμός]], [[βρόχος]], [[τράχηλος]] EUST.<br />'''Étymologie:''' R. Σφαργ, faire du bruit. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[λαιμός]], [[βρόχος]], [[τράχηλος]] EUST.<br />'''Étymologie:''' R. Σφαργ, faire du bruit. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σφάραγος''': ὁ, ἡ μετὰ ψόφου [[ἔκρηξις]]. - Ἡ [[λέξις]] αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις [[σφαραγέομαι]], [[σφαραγίζω]], καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις [[βαρυσφάραγος]], [[ἐρισφάραγος]]. (Ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g, sphur΄g âmi (tono), vis' pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ [[σπαργάω]], [[σφριγάω]] δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. [[σφαραγέομαι]] ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σφάραγος]]˙ [[βρόγχος]]. [[τράχηλος]]. λαιμός. [[ψόφος]]». | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σφάραγος:''' ὁ, [[θορυβώδης]] [[έκρηξη]], [[έκρηξη]] που παράγει εκκωφαντικό θόρυβο. | |lsmtext='''σφάραγος:''' ὁ, [[θορυβώδης]] [[έκρηξη]], [[έκρηξη]] που παράγει εκκωφαντικό θόρυβο. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[βρόγχος]], [[τράχηλος]], [[λοιμός]], [[ψόφος]] H., = [[φάρυγξ]] (Apion ap. Phot.).<br />Etymology: See on 1. [[ἀσφάραγος]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σφάραγος]], ὁ,<br />a bursting with a [[noise]]. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''σφάραγ[γ]ος''': {sphárag[g]os}<br />'''Meaning''': [[βρόγχος]], [[τράχηλος]], [[λοιμός]], [[ψόφος]] H., = [[φάρυγξ]] (Apion ap. Phot.).<br />'''Etymology''': Vgl. zu 1. [[ἀσφάραγος]].<br />'''Page''' 2,828 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ἔκρηξη μέ θόρυβο, [[κρότος]]). Εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Σχετίζεται μέ τό σπαργῶ (=εἶμαι γεμάτος [[μέχρι]] σκασμοῦ, φουσκώνω), καί τό σφριγῶ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφαραγοῦμαι (=εἶμαι γεμάτος), [[σφαραγίζω]] (=ἀντηχῶ μέ θόρυβο). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[jedes]] [[Rauschen]], [[Lärmen]], [[Geräusch]], [[Gebraus]], [[Gezisch]], [[Geprassel]]</i>, scheint mit [[σμαραγέω]] zusammenzuhangen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος, Hsch.: = φάρυγξ, Apion ap.Phot.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
λαιμός, βρόχος, τράχηλος EUST.
Étymologie: R. Σφαργ, faire du bruit.
Greek (Liddell-Scott)
σφάραγος: ὁ, ἡ μετὰ ψόφου ἔκρηξις. - Ἡ λέξις αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις σφαραγέομαι, σφαραγίζω, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις βαρυσφάραγος, ἐρισφάραγος. (Ἡ ῥίζα εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g, sphur΄g âmi (tono), vis' pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ σπαργάω, σφριγάω δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. σφαραγέομαι ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφάραγος˙ βρόγχος. τράχηλος. λαιμός. ψόφος».
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος»
2. φάρυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάραγος με σημ. «ψόφος» συνδέεται με το ρ. σφαραγοῦμαι και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε -σφάραγος (πρβλ. ασφάραγος (II), ἐρισφάραγος), κατά το σχήμα σμαραγῶ: σμάραγος. Η ερμηνεία, τέλος, που έχει αποδοθεί στον τ. από τον Ησύχιο «τράχηλος, λαιμός, φάρυγγας» οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση του με τη λ. ἀσφάραγος (Ι) «φάρυγγας, λαιμός»].
Greek Monotonic
σφάραγος: ὁ, θορυβώδης έκρηξη, έκρηξη που παράγει εκκωφαντικό θόρυβο.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: βρόγχος, τράχηλος, λοιμός, ψόφος H., = φάρυγξ (Apion ap. Phot.).
Etymology: See on 1. ἀσφάραγος.
Middle Liddell
σφάραγος, ὁ,
a bursting with a noise.
Frisk Etymology German
σφάραγ[γ]ος: {sphárag[g]os}
Meaning: βρόγχος, τράχηλος, λοιμός, ψόφος H., = φάρυγξ (Apion ap. Phot.).
Etymology: Vgl. zu 1. ἀσφάραγος.
Page 2,828
Mantoulidis Etymological
(=ἔκρηξη μέ θόρυβο, κρότος). Εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Σχετίζεται μέ τό σπαργῶ (=εἶμαι γεμάτος μέχρι σκασμοῦ, φουσκώνω), καί τό σφριγῶ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφαραγοῦμαι (=εἶμαι γεμάτος), σφαραγίζω (=ἀντηχῶ μέ θόρυβο).
German (Pape)
ὁ, jedes Rauschen, Lärmen, Geräusch, Gebraus, Gezisch, Geprassel, scheint mit σμαραγέω zusammenzuhangen.