κατάρδω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katardo
|Transliteration C=katardo
|Beta Code=kata/rdw
|Beta Code=kata/rdw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">water</b>, <b class="b3">Θρῄκην</b> (<b class="b3">-ης</b> codd. Ath.) <span class="bibl">Antiph.105</span>, cf. <span class="bibl">D.H.2.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">besprinkle</b>, πολυτελείᾳ τῶν ἀλειμμάτων <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.6.2</span> (Pass.): metaph., <b class="b2">besprinkle with praise</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>658</span>; also, <b class="b2">to be swept along</b>, <b class="b3">Χειμάρρῳ οἷα -αρδόμενα</b>, of the poetry of Aeschylus, <span class="title">AP</span>7.411 (Diosc.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[water]], [[Θρῄκην]] (-ης codd. Ath.) Antiph.105, cf. D.H.2.2.<br><span class="bld">2</span> [[besprinkle]], πολυτελείᾳ τῶν ἀλειμμάτων J.''AJ''11.6.2 (Pass.): metaph., [[besprinkle with praise]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''658; also, to [[be swept along]], <b class="b3">Χειμάρρῳ οἷα -αρδόμενα</b>, of the poetry of Aeschylus, ''AP''7.411 (Diosc.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] benetzen; vom Flusse, der ein Land bewässert, τινός Antiphan. bei Ath. VII, 300 c; τοὺς κατάρδοντας τὴν γῆν ποταμούς D. Hal. 2, 2; übertr., χειμάῤῥῳ οἷα καταρδόμενα γράμματα Diosc. 17 (VII, 411); mit Lob überschütten, Ar. Ach. 658, nach Schol. καταβρέχων ὑμᾶς τοῖς ἐπαίνοις.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] benetzen; vom Flusse, der ein Land bewässert, τινός Antiphan. bei Ath. VII, 300 c; τοὺς κατάρδοντας τὴν γῆν ποταμούς D. Hal. 2, 2; übertr., χειμάῤῥῳ οἷα καταρδόμενα γράμματα Diosc. 17 (VII, 411); mit Lob überschütten, Ar. Ach. 658, nach Schol. καταβρέχων ὑμᾶς τοῖς ἐπαίνοις.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κατάρδω''': [[ποτίζω]], ἰδίως ἐπὶ ποταμῶν, Στρυμὼν κατάρδων Θρῄκην Ἀντιφάν. ἐν «Θαμύρ.» 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 2˙- μεταφορ., [[ῥαντίζω]] μὲ ἔπαινον ἐπαινῶ, [[οὔτε]] πανουργῶν, [[οὔτε]] κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων (Σχολ. «καταχέων ὑποσχέσεις καὶ καταβρέχων ἐπαίνοις ὑμᾶς ὡς φυτά») Ἀριστοφ. Ἀχ. 658, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 411˙ «κατάρδειν˙ οὐ μόνον ποτίζειν ἀλλὰ καὶ εὐφραίνειν ὡς τὸ ἰαίνειν» Ἡσύχ.
|btext=arroser ; <i>fig.</i> [[inonder]], [[saturer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄρδω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-άρδω besprenkelen; overdr. met vleiende woorden overladen, vleien.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=arroser ; <i>fig.</i> inonder, saturer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄρδω]].
|elrutext='''κατάρδω:'''<br /><b class="num">1</b> [[увлажнять]], [[орошать]] (τὸ [[χωρίον]] Plut. - [[varia lectio|v.l.]] τὴν γῆν): γράμματα, χειμάρρῳ δ᾽ [[οἷα]] καταρδόμενα Anth. произведения (Эсхила) текучие словно поток, т. е. полные жизни;<br /><b class="num">2</b> перен. (тж. κ. τῷ λόγῳ Plut.) осыпать похвалами (οὑ κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατάρδω:''' μέλ. <i>-άρσω</i>, [[ποτίζω]]· μεταφ., [[ραντίζω]] ως έπαινο, [[επαινώ]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κατάρδω:''' μέλ. <i>-άρσω</i>, [[ποτίζω]]· μεταφ., [[ραντίζω]] ως έπαινο, [[επαινώ]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάρδω:''' <b class="num">1)</b> увлажнять, орошать (τὸ [[χωρίον]] Plut. - v. l. τὴν γῆν): γράμματα, χειμάρρῳ δ᾽ [[οἷα]] καταρδόμενα Anth. произведения (Эсхила) текучие словно поток, т. е. полные жизни;<br /><b class="num">2)</b> перен. (тж. κ. τῷ λόγῳ Plut.) осыпать похвалами (οὑ κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων Arph.).
|lstext='''κατάρδω''': [[ποτίζω]], ἰδίως ἐπὶ ποταμῶν, Στρυμὼν κατάρδων Θρῄκην Ἀντιφάν. ἐν «Θαμύρ.» 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 2·- μεταφορ., [[ῥαντίζω]] μὲ ἔπαινον ἐπαινῶ, [[οὔτε]] πανουργῶν, [[οὔτε]] κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων (Σχολ. «καταχέων ὑποσχέσεις καὶ καταβρέχων ἐπαίνοις ὑμᾶς ὡς φυτά») Ἀριστοφ. Ἀχ. 658, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 411· «κατάρδειν· οὐ μόνον ποτίζειν ἀλλὰ καὶ εὐφραίνειν ὡς τὸ ἰαίνειν» Ἡσύχ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κατ-άρδω besprenkelen; overdr. met vleiende woorden overladen, vleien.
|mdlsjtxt=fut. -άρσω<br />to [[water]]:—metaph. to [[besprinkle]] with [[praise]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρδω Medium diacritics: κατάρδω Low diacritics: κατάρδω Capitals: ΚΑΤΑΡΔΩ
Transliteration A: katárdō Transliteration B: katardō Transliteration C: katardo Beta Code: kata/rdw

English (LSJ)

A water, Θρῄκην (-ης codd. Ath.) Antiph.105, cf. D.H.2.2.
2 besprinkle, πολυτελείᾳ τῶν ἀλειμμάτων J.AJ11.6.2 (Pass.): metaph., besprinkle with praise, Ar.Ach.658; also, to be swept along, Χειμάρρῳ οἷα -αρδόμενα, of the poetry of Aeschylus, AP7.411 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1374] benetzen; vom Flusse, der ein Land bewässert, τινός Antiphan. bei Ath. VII, 300 c; τοὺς κατάρδοντας τὴν γῆν ποταμούς D. Hal. 2, 2; übertr., χειμάῤῥῳ οἷα καταρδόμενα γράμματα Diosc. 17 (VII, 411); mit Lob überschütten, Ar. Ach. 658, nach Schol. καταβρέχων ὑμᾶς τοῖς ἐπαίνοις.

French (Bailly abrégé)

arroser ; fig. inonder, saturer.
Étymologie: κατά, ἄρδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-άρδω besprenkelen; overdr. met vleiende woorden overladen, vleien.

Russian (Dvoretsky)

κατάρδω:
1 увлажнять, орошать (τὸ χωρίον Plut. - v.l. τὴν γῆν): γράμματα, χειμάρρῳ δ᾽ οἷα καταρδόμενα Anth. произведения (Эсхила) текучие словно поток, т. е. полные жизни;
2 перен. (тж. κ. τῷ λόγῳ Plut.) осыпать похвалами (οὑ κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων Arph.).

Greek Monolingual

κατάρδω (Α)
1. βρέχω, ποτίζω («Στρυμὼν κατάρδων Θρήκην», Αντιφάν.)
2. ραντίζω
3. επαινώοὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων», Αριστοφ.)
4. (για τα ποιήματα του Αισχύλου) παρασύρω ως χείμαρρος («χειμάρρῳ οἷα καταρδόμενα», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄρδω «ποτίζω»].

Greek Monotonic

κατάρδω: μέλ. -άρσω, ποτίζω· μεταφ., ραντίζω ως έπαινο, επαινώ, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρδω: ποτίζω, ἰδίως ἐπὶ ποταμῶν, Στρυμὼν κατάρδων Θρῄκην Ἀντιφάν. ἐν «Θαμύρ.» 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 2·- μεταφορ., ῥαντίζω μὲ ἔπαινον ἐπαινῶ, οὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων (Σχολ. «καταχέων ὑποσχέσεις καὶ καταβρέχων ἐπαίνοις ὑμᾶς ὡς φυτά») Ἀριστοφ. Ἀχ. 658, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 411· «κατάρδειν· οὐ μόνον ποτίζειν ἀλλὰ καὶ εὐφραίνειν ὡς τὸ ἰαίνειν» Ἡσύχ.

Middle Liddell

fut. -άρσω
to water:—metaph. to besprinkle with praise, Ar.