εὐπόριστος: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(2b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efporistos | |Transliteration C=efporistos | ||
|Beta Code=eu)po/ristos | |Beta Code=eu)po/ristos | ||
|Definition= | |Definition=εὐπόριστον, ([[πορίζω]])<br><span class="bld">A</span> [[easy to procure]] or [[secure]], Id.''Ep.''3p.63U., ''Sent.''21, ''Fr.''469, Dsc.''Eup. Praef.'': Sup., [[ἀμπεχόνη]], [[οἰκία]], Ph.2.424, cf. Phld.''D.''1.15; [[feasible]], Cic.''Att.''7.1.7; [[εὐπόριστα]] (''[[sc.]]'' [[φάρμακα]]), τά, [[common]], [[family medicines]]: title of work by Dsc., Orib.''Eup.Praef.'' (called <b class="b3">περὶ ἁπλῶν φαρμάκων</b> in codd. of Dsc.''Eup.''); also, [[ordinary food]], opp. [[game out of season]], Plu.''Luc.''40, ''Pomp.''2.<br><span class="bld">II</span> Act., [[providing one's subsistence with ease]], Ptol.''Tetr.''155. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1090.png Seite 1090]] leicht herbeizuschaffen, was leicht, ohne großen Aufwand zu haben ist, Cic. ad Att. 7, 1, 7; D. L. 10, 144; Plut. u. a. Sp.; τὰ εὐπ., sc. φάρμακα, sind Hausmittel, Plut. Lucull. 40; Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1090.png Seite 1090]] leicht herbeizuschaffen, was leicht, ohne großen Aufwand zu haben ist, Cic. ad Att. 7, 1, 7; D. L. 10, 144; Plut. u. a. Sp.; τὰ εὐπ., ''[[sc.]]'' φάρμακα, sind Hausmittel, Plut. Lucull. 40; Diosc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à se procurer ; τὰ εὐπόριστα (φάρμακα) remèdes usuels.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πορίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπόριστος:''' [[легко добываемый]], [[доступный]] (ὁ τῆς φύσεως [[πλοῦτος]] Epicur. ap. Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπόριστος''': -ον, ([[πορίζω]]) εὐκόλως ποριζόμενος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 144, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 1, 7· - εὐπόριστα (δηλ. φάρμακα), τά, κοινὰ καὶ πρόχειρα οἰκογενειακὰ φάρμακα, Πλουτ. Λούκουλλ. 40. - Περὶ Εὐπορίστων, [[ὄνομα]] συγγράμματος τοῦ Διοσκορίδου. | |lstext='''εὐπόριστος''': -ον, ([[πορίζω]]) εὐκόλως ποριζόμενος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 144, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 1, 7· - εὐπόριστα (δηλ. φάρμακα), τά, κοινὰ καὶ πρόχειρα οἰκογενειακὰ φάρμακα, Πλουτ. Λούκουλλ. 40. - Περὶ Εὐπορίστων, [[ὄνομα]] συγγράμματος τοῦ Διοσκορίδου. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπόριστος]], -ον)<br />αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφικτός]], [[κατορθωτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα [[μέσα]] της ζωής<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐπόριστα</i><br />α) [[συνήθης]] και πρόχειρη [[τροφή]]<br />β) τα κοινά και [[πρόχειρα]] οικογενειακά φάρμακα<br />γ) [[τίτλος]] συγγράμματος του Διοσκουρίδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πορίζομαι</i> ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπόριστος]], -ον)<br />αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφικτός]], [[κατορθωτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα [[μέσα]] της ζωής<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐπόριστα</i><br />α) [[συνήθης]] και πρόχειρη [[τροφή]]<br />β) τα κοινά και [[πρόχειρα]] οικογενειακά φάρμακα<br />γ) [[τίτλος]] συγγράμματος του Διοσκουρίδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πορίζομαι</i> ([[πρβλ]]. [[δυσπόριστος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπόριστος:''' -ον ([[πορίζω]]), εύκολα προμηθεύσιμος· <i>εὐπόριστα</i> (ενν. <i>φάρμακα</i>), <i>τά</i>, κοινά και [[πρόχειρα]] οικογενειακά φάρμακα, σε Πλούτ. | |lsmtext='''εὐπόριστος:''' -ον ([[πορίζω]]), εύκολα προμηθεύσιμος· <i>εὐπόριστα</i> (ενν. <i>φάρμακα</i>), <i>τά</i>, κοινά και [[πρόχειρα]] οικογενειακά φάρμακα, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=εὐ-πόριστος, ον [[πορίζω]]<br />[[easy]] to [[procure]];— εὐπόριστα (''[[sc.]]'' φάρμακἀ, τά, [[common]] medicines, Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐπόριστον, (πορίζω)
A easy to procure or secure, Id.Ep.3p.63U., Sent.21, Fr.469, Dsc.Eup. Praef.: Sup., ἀμπεχόνη, οἰκία, Ph.2.424, cf. Phld.D.1.15; feasible, Cic.Att.7.1.7; εὐπόριστα (sc. φάρμακα), τά, common, family medicines: title of work by Dsc., Orib.Eup.Praef. (called περὶ ἁπλῶν φαρμάκων in codd. of Dsc.Eup.); also, ordinary food, opp. game out of season, Plu.Luc.40, Pomp.2.
II Act., providing one's subsistence with ease, Ptol.Tetr.155.
German (Pape)
[Seite 1090] leicht herbeizuschaffen, was leicht, ohne großen Aufwand zu haben ist, Cic. ad Att. 7, 1, 7; D. L. 10, 144; Plut. u. a. Sp.; τὰ εὐπ., sc. φάρμακα, sind Hausmittel, Plut. Lucull. 40; Diosc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à se procurer ; τὰ εὐπόριστα (φάρμακα) remèdes usuels.
Étymologie: εὖ, πορίζω.
Russian (Dvoretsky)
εὐπόριστος: легко добываемый, доступный (ὁ τῆς φύσεως πλοῦτος Epicur. ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπόριστος: -ον, (πορίζω) εὐκόλως ποριζόμενος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 144, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 1, 7· - εὐπόριστα (δηλ. φάρμακα), τά, κοινὰ καὶ πρόχειρα οἰκογενειακὰ φάρμακα, Πλουτ. Λούκουλλ. 40. - Περὶ Εὐπορίστων, ὄνομα συγγράμματος τοῦ Διοσκορίδου.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐπόριστος, -ον)
αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά κάποιος
αρχ.
1. εφικτός, κατορθωτός
2. αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα μέσα της ζωής
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐπόριστα
α) συνήθης και πρόχειρη τροφή
β) τα κοινά και πρόχειρα οικογενειακά φάρμακα
γ) τίτλος συγγράμματος του Διοσκουρίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορίζομαι (πρβλ. δυσπόριστος)].
Greek Monotonic
εὐπόριστος: -ον (πορίζω), εύκολα προμηθεύσιμος· εὐπόριστα (ενν. φάρμακα), τά, κοινά και πρόχειρα οικογενειακά φάρμακα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
εὐ-πόριστος, ον πορίζω
easy to procure;— εὐπόριστα (sc. φάρμακἀ, τά, common medicines, Plut.