μητρυιά: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(3)
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitryia
|Transliteration C=mitryia
|Beta Code=mhtruia/
|Beta Code=mhtruia/
|Definition=Dor. ματρ-, ᾶς, Ion. μητρυιή, ῆς, ἡ, Aeol. ματροία <span class="title">IG</span> 12(2).257.6 (Lesbos):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">stepmother</b>, <span class="bibl">Il. 13.697</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.162</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>305</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>930b</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., from the proverbial unkindness of stepmothers, <span class="bibl">Is. 12.5</span>; <b class="b3">ἐδικαίευ εἶναι καὶ τῷ ἔργῳ μ</b>., i. e. not only in name, but in reality, <span class="bibl">Hdt.4.154</span>; <b class="b3">ἀλλότε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἀλλότε μήτηρ</b>, of unlucky and lucky days, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>825</span>; <b class="b3">μ. νεῶν</b>, of a dangerous coast, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>727</span>; <b class="b3">τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ' ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας</b> (sc. <b class="b3">τῆς Ἀττικῆς</b>) Pl.μχ. 237b, cf. Plu.2.201e. (Cf. Arm. <b class="b2">mauru</b> 'stepmother', OE. <b class="b2">módrie</b> 'mother's sister'.)</span>
|Definition=Dor. [[ματρυιά]], ᾶς, Ion. [[μητρυιή]], ῆς, ἡ, Aeol. [[ματροία]] ''IG'' 12(2).257.6 (Lesbos):—<br><span class="bld">A</span> [[stepmother]], Il. 13.697, Pi.''P.''4.162, [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''305, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''930b, etc.<br><span class="bld">2</span> metaph., from the proverbial unkindness of stepmothers, Is. 12.5; <b class="b3">ἐδικαίευ εἶναι καὶ τῷ ἔργῳ μ.</b>, i.e. not only in name, but in reality, [[Herodotus|Hdt.]]4.154; <b class="b3">ἀλλότε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἀλλότε μήτηρ</b>, of unlucky and lucky days, Hes.''Op.''825; <b class="b3">μ. νεῶν</b>, of a dangerous coast, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''727; <b class="b3">τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ' ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῆς Ἀττικῆς</b>) Pl.μχ. 237b, cf. Plu.2.201e. (Cf. Arm. mauru 'stepmother', OE. [[módrie]] 'mother's sister'.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ἡ, ion. u. ep. μητρυιή, die <b class="b2">Stiefmutter</b>, Hom. Il. 5, 70 u. öfter, u. Folgde; Pind. P. 4, 162 in dor. Form ματρυιά; Aesch. Prom. 729; Eur. oft; Her. 4, 154; Plat. Legg. II, 672 e u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ἡ, ion. u. ep. μητρυιή, die [[Stiefmutter]], Hom. Il. 5, 70 u. öfter, u. Folgde; Pind. P. 4, 162 in dor. Form ματρυιά; Aesch. Prom. 729; Eur. oft; Her. 4, 154; Plat. Legg. II, 672 e u. A.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>ion.</i> –ή, ῆς (ἡ) :<br />[[belle-mère]], [[marâtre]].<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητρυιά:''' эп.-ион. [[μητρυιή]], дор. [[ματρυιά|μᾱτρυιά]] ἡ [[мачеха]] Hom., Hes., Her. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μητρυιά''': Δωρ. -ματρ-, ᾶς, Ἰων. μητρυιή, ῆς, ἡ˙ - ὡς καὶ νῦν, Ἰλ., κτλ.˙ ἡ [[κακία]] καὶ [[σκληρότης]] τῶν μητρυιῶν ἦτο [[παροιμιώδης]] (πρβλ. τὸ Λατ. injusta noverca), ἐδικαίευ [[εἶναι]] καὶ τῷ ἔργῳ μ., δηλ. οὐ μόνον λόγῳ ἀλλὰ καὶ πράγματι, Ἡρόδ. 4. 154˙ [[ὡσαύτως]], [[ἄλλοτε]] μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, [[ἄλλοτε]] [[μήτηρ]], ἐπὶ ἀτυχῶν καὶ τυχηρῶν ἡμερῶν, «[[ἐπειδὴ]] ἡ [[μήτηρ]] [[ἤπιος]], ἡ δὲ μητρυιὰ κακή, εἶπεν, αἱ μὲν τῶν ἡμερῶν εἰσι μητέρες, ὡς ἂν ἀγαθαί, αἱ δὲ μητρυιαί, ὡς ἂν κακαὶ» (Σχόλ. Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 823˙ φεύγετε μητρυιῆς καὶ τάφον οἱ πρόγονοι Ἀνθ. Π. 9. 67˙ μητρυιαὶ προγόνοισιν ἀεὶ κακὸν [[αὐτόθι]] 68˙ - μεταφορ., μ. νεῶν, ἐπὶ κινδυνώδους ἀκτῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 727˙ οὕτω περὶ τῶν κατοίκων τῆς Ἀττικῆς ὡς γεννηθέντων ἐξ αὐτῆς τῆς Ἀττ. γῆς λέγεται: τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ’ ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας Πλάτ. Μενέξ. 237Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 201Β, Velleius Paterculus (Λατ. Ἱστορικ.) 2. 4, 4.
|lstext='''μητρυιά''': Δωρ. -ματρ-, ᾶς, Ἰων. μητρυιή, ῆς, ἡ· - ὡς καὶ νῦν, Ἰλ., κτλ.· ἡ [[κακία]] καὶ [[σκληρότης]] τῶν μητρυιῶν ἦτο [[παροιμιώδης]] (πρβλ. τὸ Λατ. injusta noverca), ἐδικαίευ [[εἶναι]] καὶ τῷ ἔργῳ μ., δηλ. οὐ μόνον λόγῳ ἀλλὰ καὶ πράγματι, Ἡρόδ. 4. 154· [[ὡσαύτως]], [[ἄλλοτε]] μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, [[ἄλλοτε]] [[μήτηρ]], ἐπὶ ἀτυχῶν καὶ τυχηρῶν ἡμερῶν, «[[ἐπειδὴ]] ἡ [[μήτηρ]] [[ἤπιος]], ἡ δὲ μητρυιὰ κακή, εἶπεν, αἱ μὲν τῶν ἡμερῶν εἰσι μητέρες, ὡς ἂν ἀγαθαί, αἱ δὲ μητρυιαί, ὡς ἂν κακαὶ» (Σχόλ. Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 823· φεύγετε μητρυιῆς καὶ τάφον οἱ πρόγονοι Ἀνθ. Π. 9. 67· μητρυιαὶ προγόνοισιν ἀεὶ κακὸν [[αὐτόθι]] 68· - μεταφορ., μ. νεῶν, ἐπὶ κινδυνώδους ἀκτῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 727· οὕτω περὶ τῶν κατοίκων τῆς Ἀττικῆς ὡς γεννηθέντων ἐξ αὐτῆς τῆς Ἀττ. γῆς λέγεται: τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ’ ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας Πλάτ. Μενέξ. 237Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 201Β, Velleius Paterculus (Λατ. Ἱστορικ.) 2. 4, 4.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>ion.</i> –ή, ῆς (ἡ) :<br />belle-mère, marâtre.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''μητρυιά:''' Δωρ. μᾱτρ-, <i>-ᾶς</i>, Ιων. [[μητρυιή]], -ῆς, ἡ, [[μητριά]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· η [[σκληρότητα]] των μητριών ήταν [[παροιμιώδης]] (πρβλ. Λατ. injusta [[noverca]]), από όπου, μεταφ., μητρυιὰ [[νεῶν]], λέγεται για επικίνδυνη [[ακτή]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μητρυιά:''' Δωρ. μᾱτρ-, <i>-ᾶς</i>, Ιων. [[μητρυιή]], -ῆς, ἡ, [[μητριά]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· η [[σκληρότητα]] των μητριών ήταν [[παροιμιώδης]] (πρβλ. Λατ. injusta [[noverca]]), από όπου, μεταφ., μητρυιὰ [[νεῶν]], λέγεται για επικίνδυνη [[ακτή]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μητρυιά:''' эп.-ион. [[μητρυιή]], дор. [[ματρυιά|μᾱτρυιά]] ἡ мачеха Hom., Hes., Her. etc.
|mdlsjtxt=[[μητρυιά]], δοριξ ματρ-, ᾶς, ionic [[μητρυιή]], ῆς, ἡ,<br />a [[step]]-[[mother]], Il., etc.: the [[unkindness]] of [[step]]-mothers was [[proverbial]] (cf. Lat. injusta [[noverca]]); [[hence]] metaph., μ. [[νεῶν]], of a [[dangerous]] [[coast]], Aesch.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=θετή μητέρα). Ἀπό τό [[μήτηρ]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρυιά Medium diacritics: μητρυιά Low diacritics: μητρυιά Capitals: ΜΗΤΡΥΙΑ
Transliteration A: mētryiá Transliteration B: mētruia Transliteration C: mitryia Beta Code: mhtruia/

English (LSJ)

Dor. ματρυιά, ᾶς, Ion. μητρυιή, ῆς, ἡ, Aeol. ματροία IG 12(2).257.6 (Lesbos):—
A stepmother, Il. 13.697, Pi.P.4.162, E.Alc.305, Pl.Lg.930b, etc.
2 metaph., from the proverbial unkindness of stepmothers, Is. 12.5; ἐδικαίευ εἶναι καὶ τῷ ἔργῳ μ., i.e. not only in name, but in reality, Hdt.4.154; ἀλλότε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἀλλότε μήτηρ, of unlucky and lucky days, Hes.Op.825; μ. νεῶν, of a dangerous coast, A.Pr.727; τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ' ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας (sc. τῆς Ἀττικῆς) Pl.μχ. 237b, cf. Plu.2.201e. (Cf. Arm. mauru 'stepmother', OE. módrie 'mother's sister'.)

German (Pape)

[Seite 180] ἡ, ion. u. ep. μητρυιή, die Stiefmutter, Hom. Il. 5, 70 u. öfter, u. Folgde; Pind. P. 4, 162 in dor. Form ματρυιά; Aesch. Prom. 729; Eur. oft; Her. 4, 154; Plat. Legg. II, 672 e u. A.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
ion. –ή, ῆς (ἡ) :
belle-mère, marâtre.
Étymologie: μήτηρ.

Russian (Dvoretsky)

μητρυιά: эп.-ион. μητρυιή, дор. μᾱτρυιάмачеха Hom., Hes., Her. etc.

Greek (Liddell-Scott)

μητρυιά: Δωρ. -ματρ-, ᾶς, Ἰων. μητρυιή, ῆς, ἡ· - ὡς καὶ νῦν, Ἰλ., κτλ.· ἡ κακία καὶ σκληρότης τῶν μητρυιῶν ἦτο παροιμιώδης (πρβλ. τὸ Λατ. injusta noverca), ἐδικαίευ εἶναι καὶ τῷ ἔργῳ μ., δηλ. οὐ μόνον λόγῳ ἀλλὰ καὶ πράγματι, Ἡρόδ. 4. 154· ὡσαύτως, ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ, ἐπὶ ἀτυχῶν καὶ τυχηρῶν ἡμερῶν, «ἐπειδὴμήτηρ ἤπιος, ἡ δὲ μητρυιὰ κακή, εἶπεν, αἱ μὲν τῶν ἡμερῶν εἰσι μητέρες, ὡς ἂν ἀγαθαί, αἱ δὲ μητρυιαί, ὡς ἂν κακαὶ» (Σχόλ. Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 823· φεύγετε μητρυιῆς καὶ τάφον οἱ πρόγονοι Ἀνθ. Π. 9. 67· μητρυιαὶ προγόνοισιν ἀεὶ κακὸν αὐτόθι 68· - μεταφορ., μ. νεῶν, ἐπὶ κινδυνώδους ἀκτῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 727· οὕτω περὶ τῶν κατοίκων τῆς Ἀττικῆς ὡς γεννηθέντων ἐξ αὐτῆς τῆς Ἀττ. γῆς λέγεται: τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ’ ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας Πλάτ. Μενέξ. 237Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 201Β, Velleius Paterculus (Λατ. Ἱστορικ.) 2. 4, 4.

Greek Monolingual

μητρυιά, ἡ (ΑΜ)
βλ. μητριά.

Greek Monotonic

μητρυιά: Δωρ. μᾱτρ-, -ᾶς, Ιων. μητρυιή, -ῆς, ἡ, μητριά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· η σκληρότητα των μητριών ήταν παροιμιώδης (πρβλ. Λατ. injusta noverca), από όπου, μεταφ., μητρυιὰ νεῶν, λέγεται για επικίνδυνη ακτή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μητρυιά, δοριξ ματρ-, ᾶς, ionic μητρυιή, ῆς, ἡ,
a step-mother, Il., etc.: the unkindness of step-mothers was proverbial (cf. Lat. injusta noverca); hence metaph., μ. νεῶν, of a dangerous coast, Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=θετή μητέρα). Ἀπό τό μήτηρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.