ὁμόφρων: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(3b)
mNo edit summary
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omofron
|Transliteration C=omofron
|Beta Code=o(mo/frwn
|Beta Code=o(mo/frwn
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὁμόνοος]], <b class="b2">agreeing, united</b>, ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν <span class="bibl">Il.22.263</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>60</span>, <span class="bibl">Thgn.81</span> ; ὁμόφρονος εὐνᾶς <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>7.6</span> ; ὁ. λόγος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>632</span> (lyr.). Adv. -όνως Oenom. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>5.33</span> ; poet. -ονέως <span class="title">IG</span>9(1).235.6 (Locr.).</span>
|Definition=ὁμόφρονος, ὁ, ἡ, = [[ὁμόνοος]], [[of the same feelings]], [[of the same thoughts]], [[unanimous]], [[concordant]], [[of like spirit]], [[agreeing]], [[united]], ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν Il.22.263, cf. Hes.''Th.''60, Thgn.81; ὁμόφρονος εὐνᾶς Pi.''O.''7.6; ὁ. λόγος [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''632 (lyr.). Adv. [[ὁμοφρόνως]] = [[unanimously]] Oenom. ap. Eus.''PE''5.33; ''poet.'' [[ὁμοφρονέως]] ''IG''9(1).235.6 (Locr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0341.png Seite 341]] gleichdenkend, gleichgesinnt, übereinstimmend, einträchtig; ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν, Il. 22, 263; Hes. Th. 60; ὁμόφρονος εὐνᾶς, Pind. Ol. 7, 6; sp. D., wie Agath. 82. 89.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0341.png Seite 341]] [[gleichdenkend]], [[gleichgesinnt]], [[übereinstimmend]], [[einträchtig]]; ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν, Il. 22, 263; Hes. Th. 60; ὁμόφρονος εὐνᾶς, Pind. Ol. 7, 6; sp. D., wie Agath. 82. 89.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[uni de cœur et de sentiments]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φρήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόφρων:''' 2, gen. ονος [[единодушный]], [[находящийся в согласии]] ([[θυμός]] Hom.; λόγοι Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, = [[ὁμόνοος]], [[σύμφωνος]], ὁμόφρονα θυμὸν ἔχοντες Ἰλ. Χ. 263, Ἡσ. Θ. 60, Θέογν. 81· ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7. 10· ὁμ. λόγοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 632. Ἐπίρρ. -όνως. Achmes Ὀνειροκρ. 44 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ· ποιητ. -ονέως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 6. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 170 -1.
|lstext='''ὁμόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, = [[ὁμόνοος]], [[σύμφωνος]], ὁμόφρονα θυμὸν ἔχοντες Ἰλ. Χ. 263, Ἡσ. Θ. 60, Θέογν. 81· ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7. 10· ὁμ. λόγοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 632. Ἐπίρρ. -όνως. Achmes Ὀνειροκρ. 44 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ· ποιητ. -ονέως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 6. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 170 -1.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />uni de cœur et de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φρήν]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὁμόφρων]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[harmonious]] θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς (O. 7.6)
|sltr=[[ὁμόφρων]] [[harmonious]] θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς (O. 7.6)
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὀμων ([[ὁμός]], [[φρήν]]), of [[one]] [[mind]] (A. V. likeminded), [[concordant]]: [[Homer]], [[Hesiod]], [[Pindar]], [[Aristophanes]], Anthol., [[Plutarch]], others.)  
|txtha=ὀμων ([[ὁμός]], [[φρήν]]), of [[one]] [[mind]] (A. V. likeminded), [[concordant]]: [[Homer]], [[Hesiod]], [[Pindar]], [[Aristophanes]], Anthol., [[Plutarch]], others.)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ομόφρων]], -ον)<br />αυτός που έχει ή που εκφράζει τα [[ίδια]] φρονήματα, τις ίδιες αντιλήψεις («ὁμόφρονας λόγους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[ομόφρων]]<br />α) [[ομοϊδεάτης]], [[οπαδός]] της ίδιας μερίδας ή του ίδιου [[κόμματος]]<br />β) <b>εντομολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ομόφρων]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ομοφρόνως]] (ΑΜ ὁμοφρόνως, Α ποιητ. τ. [[ὁμοφρονέως]])<br />με [[ομοφροσύνη]], ομόφωνα, με την [[ίδια]] [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>].
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ομόφρων]], -ον)<br />αυτός που έχει ή που εκφράζει τα [[ίδια]] φρονήματα, τις ίδιες αντιλήψεις («ὁμόφρονας λόγους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[ομόφρων]]<br />α) [[ομοϊδεάτης]], [[οπαδός]] της ίδιας μερίδας ή του ίδιου [[κόμματος]]<br />β) <b>εντομολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ομόφρων]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ομοφρόνως]] (ΑΜ ὁμοφρόνως, Α ποιητ. τ. [[ὁμοφρονέως]])<br />με [[ομοφροσύνη]], ομόφωνα, με την [[ίδια]] [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), = [[ὁμόνοος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ὁμ. λόγοι</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὁμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), = [[ὁμόνοος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ὁμ. λόγοι</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὁμόφρων:''' 2, gen. ονος единодушный, находящийся в согласии ([[θυμός]] Hom.; λόγοι Arph.).
|mdlsjtxt=ὁμό-φοων, ονος, ὁ, ἡ, [[φρήν]] = [[ὁμόνοος]], Il., Hes.]<br />ὁμ. λόγοι Ar.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':ÐmÒfrwn 何摩-弗朗<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':有如-意向的<br />'''字義溯源''':思念相同,同心,一致的,協調;由([[ὁμοῦ]])=相同)與([[φρήν]])*=心思,感覺)組成;其中 ([[ὁμοῦ]])出自([[ὁμολογουμένως]])X*=同一的)<br />'''出現次數''':總共(1);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 思念相同(1) 彼前3:8
}}
}}

Latest revision as of 07:10, 14 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόφρων Medium diacritics: ὁμόφρων Low diacritics: ομόφρων Capitals: ΟΜΟΦΡΩΝ
Transliteration A: homóphrōn Transliteration B: homophrōn Transliteration C: omofron Beta Code: o(mo/frwn

English (LSJ)

ὁμόφρονος, ὁ, ἡ, = ὁμόνοος, of the same feelings, of the same thoughts, unanimous, concordant, of like spirit, agreeing, united, ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν Il.22.263, cf. Hes.Th.60, Thgn.81; ὁμόφρονος εὐνᾶς Pi.O.7.6; ὁ. λόγος Ar.Av.632 (lyr.). Adv. ὁμοφρόνως = unanimously Oenom. ap. Eus.PE5.33; poet. ὁμοφρονέως IG9(1).235.6 (Locr.).

German (Pape)

[Seite 341] gleichdenkend, gleichgesinnt, übereinstimmend, einträchtig; ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν, Il. 22, 263; Hes. Th. 60; ὁμόφρονος εὐνᾶς, Pind. Ol. 7, 6; sp. D., wie Agath. 82. 89.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
uni de cœur et de sentiments.
Étymologie: ὁμός, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόφρων: 2, gen. ονος единодушный, находящийся в согласии (θυμός Hom.; λόγοι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, = ὁμόνοος, σύμφωνος, ὁμόφρονα θυμὸν ἔχοντες Ἰλ. Χ. 263, Ἡσ. Θ. 60, Θέογν. 81· ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7. 10· ὁμ. λόγοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 632. Ἐπίρρ. -όνως. Achmes Ὀνειροκρ. 44 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ· ποιητ. -ονέως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 6. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 170 -1.

English (Autenrieth)

like-minded, harmonious, congenial, Il. 22.263†.

English (Slater)

ὁμόφρων harmonious θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς (O. 7.6)

English (Strong)

from the base of ὁμοῦ and φρήν; like-minded, i.e. harmonious: of one mind.

English (Thayer)

ὀμων (ὁμός, φρήν), of one mind (A. V. likeminded), concordant: Homer, Hesiod, Pindar, Aristophanes, Anthol., Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ομόφρων, -ον)
αυτός που έχει ή που εκφράζει τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες αντιλήψεις («ὁμόφρονας λόγους», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ως ουσ. ο, η ομόφρων
α) ομοϊδεάτης, οπαδός της ίδιας μερίδας ή του ίδιου κόμματος
β) εντομολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόφρων
γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων.
επίρρ...
ομοφρόνως (ΑΜ ὁμοφρόνως, Α ποιητ. τ. ὁμοφρονέως)
με ομοφροσύνη, ομόφωνα, με την ίδια γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Greek Monotonic

ὁμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), = ὁμόνοος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ὁμ. λόγοι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὁμό-φοων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν = ὁμόνοος, Il., Hes.]
ὁμ. λόγοι Ar.

Chinese

原文音譯:ÐmÒfrwn 何摩-弗朗
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:有如-意向的
字義溯源:思念相同,同心,一致的,協調;由(ὁμοῦ)=相同)與(φρήν)*=心思,感覺)組成;其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 思念相同(1) 彼前3:8