προπομπός: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=propompos | |Transliteration C=propompos | ||
|Beta Code=propompo/s | |Beta Code=propompo/s | ||
|Definition= | |Definition=προπομπόν,<br><span class="bld">A</span> [[escorting]], esp. [[in procession]], λόχος X.Cyr.4.5.17: c. acc., χοὰς [[προπομπός]] = [[carrying]] [[drink offering]]s [[in procession]], A.Ch.23(lyr.).<br><span class="bld">II</span> Subst., [[conductor]], [[escort]], [[protector]], Id.Pers.1036 (lyr.), X.Cyr.3.1.2; of [[Hermes]], Alex.89; of the Furies, A.Eu.206; of [[priestess]]es of [[Athena]], ib. 1005(anap.); of [[attendant]]s in a [[funeral]] [[procession]], Id.Th.1074 (anap.); π. τιρώνων PLips.35.5 (iv A.D., cf. Arch.Pap.3.563). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0741.png Seite 741]] begleitend, Aesch. Ch. 23, u. subst., [[γυμνός]] εἰμι προπομπῶν, Pers. 993; [[ἡμεῖς]] μὲν [[ἴμεν]] καὶ συνθάψομεν αἵδε προπομποί, Spt. 1061; Xen. Cyr. 3, 1, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0741.png Seite 741]] begleitend, Aesch. Ch. 23, u. subst., [[γυμνός]] εἰμι προπομπῶν, Pers. 993; [[ἡμεῖς]] μὲν [[ἴμεν]] καὶ συνθάψομεν αἵδε προπομποί, Spt. 1061; Xen. Cyr. 3, 1, 2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui accompagne, qui escorte ; conducteur, protecteur ; <i>particul.</i> qui suit un convoi funèbre.<br />'''Étymologie:''' [[προπέμπω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui accompagne, qui escorte ; conducteur, protecteur ; <i>particul.</i> qui suit un convoi funèbre.<br />'''Étymologie:''' [[προπέμπω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προπομπός -όν [προπέμπω] begeleidend (in processie); Xen. Cyr. 4.5.17; subst. m. en f. begeleider:. γυμνός εἰμι προπομπῶν ik ben verstoken van begeiders Aeschl. Pers. 1036. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προπομπός:'''<br /><b class="num">1</b> [[сопровождающий]], [[сопутствующий]] ([[λόχος]] Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[идущий впереди]]: χοὰς π. Aesch. несущий впереди возлияния.<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ [[сопровождающий]], [[спутник]] Xen.: γυμνὸς προπομπῶν Aesch. без свиты; [[ἡμεῖς]] συνθάψομεν αἱ προπομποί Aesch. мы вместе (с Антигоной) похороним (Полиника). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[προπομπός]], -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδός]] προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σταλεί [[πριν]] από άλλους ή άλλον ή από [[κάτι]] που ακολουθεί<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> το προπορευόμενο [[κλιμάκιο]] της εμπροσθοφυλακής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ) αυτός που συνοδεύει [[πομπή]] («συσκευάζου καὶ τὸν [[λόχον]] προπομπὸν ἄγε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=ο / [[προπομπός]], -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδός]] προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σταλεί [[πριν]] από άλλους ή άλλον ή από [[κάτι]] που ακολουθεί<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> το προπορευόμενο [[κλιμάκιο]] της εμπροσθοφυλακής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ) αυτός που συνοδεύει [[πομπή]] («συσκευάζου καὶ τὸν [[λόχον]] προπομπὸν ἄγε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προπομπός]]<br />(για τον Ερμή, τις Ερινύες, τις ιέρειες της Αθηνάς και για εκείνους που μετείχαν σε νεκρώσιμη [[πομπή]]) [[φύλακας]], [[υπερασπιστής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χοὰς [[προπομπός]]» — αυτός που μεταφέρει χοές σε [[πομπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), [[πρβλ]]. [[παραπομπός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προπομπός:''' -όν ([[προπέμπω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συνοδός]], [[ιδίως]] σε [[πομπή]], [[ακολουθία]], σε Ξεν.· με αιτ., προπομπὸς [[χοάς]], αυτός που μεταφέρει χοές (υγρά αφιερώματα) σε [[πομπή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[φύλακας]], [[συνοδός]], [[υπερασπιστής]], στον ίδ., Ξεν. | |lsmtext='''προπομπός:''' -όν ([[προπέμπω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συνοδός]], [[ιδίως]] σε [[πομπή]], [[ακολουθία]], σε Ξεν.· με αιτ., προπομπὸς [[χοάς]], αυτός που μεταφέρει χοές (υγρά αφιερώματα) σε [[πομπή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[φύλακας]], [[συνοδός]], [[υπερασπιστής]], στον ίδ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προπομπός''': -όν, ([[προπέμπω]]) ὁ προπέμπων, ὁ συνοδεύων, [[μάλιστα]] ἐν πομπῇ, πρ. [[λόχος]] Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17· μετ’ αἰτιατ., χοὰς προπομπὸς (χοᾶν προπομπὸς Casaubon, Dind.), ὁ φέρων ἐν πομπῇ χοὰς (ἴδε τὴν λέξιν), Αἰσχύλ. Χο. 23. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ συνοδεύων τινά, [[φύλαξ]], [[ὑπερασπιστής]], ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1036, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἄλεξ. ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 206· ἐπὶ τῶν ἱερειῶν τῆς Ἀθηνᾶς, [[αὐτόθι]] 1005· ἐπὶ τῶν παρακολουθούντων κηδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 1069. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[προπομπός]], όν [[προπέμπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[escorting]], especially in a [[procession]], Xen.: c. acc., πρ. [[χοάς]] [[carrying]] [[drink]]-offerings in [[procession]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[conductor]], [[escort]], [[attendant]], Aesch., Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:09, 25 August 2023
English (LSJ)
προπομπόν,
A escorting, esp. in procession, λόχος X.Cyr.4.5.17: c. acc., χοὰς προπομπός = carrying drink offerings in procession, A.Ch.23(lyr.).
II Subst., conductor, escort, protector, Id.Pers.1036 (lyr.), X.Cyr.3.1.2; of Hermes, Alex.89; of the Furies, A.Eu.206; of priestesses of Athena, ib. 1005(anap.); of attendants in a funeral procession, Id.Th.1074 (anap.); π. τιρώνων PLips.35.5 (iv A.D., cf. Arch.Pap.3.563).
German (Pape)
[Seite 741] begleitend, Aesch. Ch. 23, u. subst., γυμνός εἰμι προπομπῶν, Pers. 993; ἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν αἵδε προπομποί, Spt. 1061; Xen. Cyr. 3, 1, 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui accompagne, qui escorte ; conducteur, protecteur ; particul. qui suit un convoi funèbre.
Étymologie: προπέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπομπός -όν [προπέμπω] begeleidend (in processie); Xen. Cyr. 4.5.17; subst. m. en f. begeleider:. γυμνός εἰμι προπομπῶν ik ben verstoken van begeiders Aeschl. Pers. 1036.
Russian (Dvoretsky)
προπομπός:
1 сопровождающий, сопутствующий (λόχος Xen.);
2 идущий впереди: χοὰς π. Aesch. несущий впереди возлияния.
II ὁ и ἡ сопровождающий, спутник Xen.: γυμνὸς προπομπῶν Aesch. без свиты; ἡμεῖς συνθάψομεν αἱ προπομποί Aesch. мы вместе (с Антигоной) похороним (Полиника).
Greek Monolingual
ο / προπομπός, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον
2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί
3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο της εμπροσθοφυλακής
αρχ.
1. (ως επίθ) αυτός που συνοδεύει πομπή («συσκευάζου καὶ τὸν λόχον προπομπὸν ἄγε», Ξεν.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προπομπός
(για τον Ερμή, τις Ερινύες, τις ιέρειες της Αθηνάς και για εκείνους που μετείχαν σε νεκρώσιμη πομπή) φύλακας, υπερασπιστής
3. φρ. «χοὰς προπομπός» — αυτός που μεταφέρει χοές σε πομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πομπός (< πέμπω), πρβλ. παραπομπός.
Greek Monotonic
προπομπός: -όν (προπέμπω),
I. συνοδός, ιδίως σε πομπή, ακολουθία, σε Ξεν.· με αιτ., προπομπὸς χοάς, αυτός που μεταφέρει χοές (υγρά αφιερώματα) σε πομπή, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., φύλακας, συνοδός, υπερασπιστής, στον ίδ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προπομπός: -όν, (προπέμπω) ὁ προπέμπων, ὁ συνοδεύων, μάλιστα ἐν πομπῇ, πρ. λόχος Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17· μετ’ αἰτιατ., χοὰς προπομπὸς (χοᾶν προπομπὸς Casaubon, Dind.), ὁ φέρων ἐν πομπῇ χοὰς (ἴδε τὴν λέξιν), Αἰσχύλ. Χο. 23. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ συνοδεύων τινά, φύλαξ, ὑπερασπιστής, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1036, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἄλεξ. ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 206· ἐπὶ τῶν ἱερειῶν τῆς Ἀθηνᾶς, αὐτόθι 1005· ἐπὶ τῶν παρακολουθούντων κηδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 1069.
Middle Liddell
προπομπός, όν προπέμπω
I. escorting, especially in a procession, Xen.: c. acc., πρ. χοάς carrying drink-offerings in procession, Aesch.
II. as substantive a conductor, escort, attendant, Aesch., Xen.