διαλυτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(nl)
mNo edit summary
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dialytikos
|Transliteration C=dialytikos
|Beta Code=dialutiko/s
|Beta Code=dialutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">able to sever</b>, <b class="b3">τινός</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>281a</span>; <b class="b2">destructive</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ti.</span>60b</span>; opp. <b class="b3">γεννητικός</b>, Phld.<span class="title">D.</span>3.9. Adv. -κῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>153b32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Medic., <b class="b2">relaxing</b>, νότοι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">embodying a settlement</b> or <b class="b2">compromise</b>, ὁμολογία <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>154.1</span> (vi A. D.).</span>
|Definition=διαλυτική, διαλυτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to sever]], τινός (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 281a; [[destructive]], Id.''Ti.''60b; opp. [[γεννητικός]], Phld.''D.''3.9. Adv. [[διαλυτικῶς]] = [[destructively]], [[in such a way as to dissolve]], Arist.''Top.''153b32.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[relaxing]], νότοι Hp.''Aph.''3.5.<br><span class="bld">III</span> [[embodying a settlement]] or [[compromise]], [[ὁμολογία]] ''PMasp.''154.1 (vi A. D.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[disolvente]], [[que descompone]] τὸ ... τῆς σαρκὸς διαλυτικόν (ὕδωρ) el líquido que descompone la carne</i> Pl.<i>Ti</i>.60b, νότοι διαλυτικοί vientos del sur que descomponen los cuerpos, e.e., que los relajan</i> Hp.<i>Aph</i>.3.5<br /><b class="num"></b>medic. [[resolutivo]] [[δύναμις]] ... πνευμάτων δ. Dsc.1.17.2, [[δύναμις]] ... δ. σκληρωμάτων Dsc.4.94, cf. Asclep. en Gal.13.346, Aët.15.15 (p.88), γαγγλίων Orib.<i>Inc</i>.96 tít., διαλυτικὴν ὑγρότητα μεμίχθαι τοῖς ἀποπατήμασιν Gal.16.763, τὸ τῆς διαλυτικῆς ... γραφῖον la receta del (emplasto) disolvente</i>, <i>PMerton</i> 12.22 (I d.C.), cf. Aët.15.17 (p.106)<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ φθαρτικὸν διαλυτικὸν οὐσίας Arist.<i>Top</i>.153<sup>b</sup>33, τὰ διαλυτικά las cosas que son causa de destrucción</i> op. [[τὰ γεννητικά]] Phld.<i>D</i>.3.9.38, cf. S.E.<i>M</i>.9.10, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.333.23, (φῶς) οὐσία διαλυτικὴ σκότους Basil.M.30.408D, ἡ ἔρις διαλυτικόν la discordia es causa de desunión</i> Chrys.M.59.444, cf. 61.291, θερμότης διαλυτικὴ τῆς ἁρμονίας τοῦ ζῴου Phlp.<i>in de An</i>.101.6<br /><b class="num"></b>subst. (ἡ) [[διαλυτική]] = [[descomposición]], [[disociación]], [[acción de deshacer]] τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων δ. por el contrario es una disociación de cosas juntas y apelmazadas</i> Pl.<i>Plt</i>.281a.<br /><b class="num">2</b> como método fil. [[que descompone en partes]] ἡ ἀναλυτικὴ ... δ. el método analítico</i> Ammon.<i>in Porph</i>.37.1.<br /><b class="num">II</b> en rel. con la mediación<br /><b class="num">1</b> [[conciliador]] de pers. Phld.<i>Mus</i>.4.18.32.<br /><b class="num">2</b> jur. [[de conciliación]] en procesos de divorcio, testamentos, etc. [[ἔγγραφος]] δ. ὁμολογία <i>PMasp</i>.154re.12, cf. 167.32, <i>PHerm.Rees</i> 31.4, <i>PMich.Gagos</i> 83 (todos VI d.C.), [[ἀμεριμνία]] <i>SB</i> 8988.4 (VII d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. [[διαλυτικῶς]] = [[destructivamente]] como sinón. de [[φθαρτικῶς]] Arist.<i>Top</i>.153<sup>b</sup>32.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0588.png Seite 588]] ή, όν, zum Auflösen geneigt, auflösend, τινός, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0588.png Seite 588]] ή, όν, zum Auflösen geneigt, auflösend, τινός, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b.
}}
{{ls
|lstext='''διαλῠτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à dissoudre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διαλύω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à dissoudre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διαλύω]].
}}
}}
{{DGE
{{elnl
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[disolvente]], [[que descompone]] τὸ ... τῆς σαρκὸς διαλυτικόν (ὕδωρ) el líquido que descompone la carne</i> Pl.<i>Ti</i>.60b, νότοι διαλυτικοί vientos del sur que descomponen los cuerpos, e.e., que los relajan</i> Hp.<i>Aph</i>.3.5<br /><b class="num">•</b>medic. [[resolutivo]] [[δύναμις]] ... πνευμάτων δ. Dsc.1.17.2, [[δύναμις]] ... δ. σκληρωμάτων Dsc.4.94, cf. Asclep. en Gal.13.346, Aët.15.15 (p.88), γαγγλίων Orib.<i>Inc</i>.96 tít., διαλυτικὴν ὑγρότητα μεμίχθαι τοῖς ἀποπατήμασιν Gal.16.763, τὸ τῆς διαλυτικῆς ... γραφῖον la receta del (emplasto) disolvente</i>, <i>PMerton</i> 12.22 (I d.C.), cf. Aët.15.17 (p.106)<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ φθαρτικὸν διαλυτικὸν οὐσίας Arist.<i>Top</i>.153<sup>b</sup>33, τὰ διαλυτικά las cosas que son causa de destrucción</i> op. τὰ γεννητικά Phld.<i>D</i>.3.9.38, cf. S.E.<i>M</i>.9.10, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.333.23, (φῶς) οὐσία δ. σκότους Basil.M.30.408D, ἡ ἔρις διαλυτικόν la discordia es causa de desunión</i> Chrys.M.59.444, cf. 61.291, θερμότης δ. τῆς ἁρμονίας τοῦ ζῴου Phlp.<i>in de An</i>.101.6<br /><b class="num">•</b>subst. (ἡ) δ. [[descomposición]], [[disociación]], [[acción de deshacer]] τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων δ. por el contrario es una disociación de cosas juntas y apelmazadas</i> Pl.<i>Plt</i>.281a.<br /><b class="num">2</b> como método fil. [[que descompone en partes]] ἡ ἀναλυτικὴ ... δ. el método analítico</i> Ammon.<i>in Porph</i>.37.1.<br /><b class="num">II</b> en rel. con la mediación<br /><b class="num">1</b> [[conciliador]] de pers. Phld.<i>Mus</i>.4.18.32.<br /><b class="num">2</b> jur. [[de conciliación]] en procesos de divorcio, testamentos, etc. [[ἔγγραφος]] δ. ὁμολογία <i>PMasp</i>.154re.12, cf. 167.32, <i>PHerm.Rees</i> 31.4, <i>PMich.Gagos</i> 83 (todos VI d.C.), [[ἀμεριμνία]] <i>SB</i> 8988.4 (VII d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[destructivamente]] como sinón. de φθαρτικῶς Arist.<i>Top</i>.153<sup>b</sup>32.
|elnltext=διαλυτικός -ή -όν [διαλύω] [[oplossend]].
}}
}}
{{grml
{{elru
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαλυτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο ειδικευμένος στη [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> ο αναφερόμενος στη [[διάλυση]] προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διαλυτικά</i><br />οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν [[πάνω]] στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή [[προφορά]] τους από το προηγούμενο [[φωνήεν]] (π.χ. [[πραΰνω]], [[καΐκι]], haif, contigue)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαλαρωτικός]]<br /><b>2.</b> [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> η [[τάση]] ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]].
|elrutext='''διαλῠτικός:''' [[разлагающий]], [[разрушительный]] (τινος Plat., Arst.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαλῠτικός:''' разлагающий, разрушительный (τινος Plat., Arst.).
|lstext='''διαλῠτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=διαλυτικός --όν [διαλύω] oplossend.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαλυτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο ειδικευμένος στη [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> ο αναφερόμενος στη [[διάλυση]] προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διαλυτικά</i><br />οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν [[πάνω]] στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή [[προφορά]] τους από το προηγούμενο [[φωνήεν]] (π.χ. [[πραΰνω]], [[καΐκι]], haif, contigue)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαλαρωτικός]]<br /><b>2.</b> [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> η [[τάση]] ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]].
}}
}}

Latest revision as of 16:11, 15 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλῠτικός Medium diacritics: διαλυτικός Low diacritics: διαλυτικός Capitals: ΔΙΑΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dialytikós Transliteration B: dialytikos Transliteration C: dialytikos Beta Code: dialutiko/s

English (LSJ)

διαλυτική, διαλυτικόν,
A able to sever, τινός (sc. τέχνη) Pl.Plt. 281a; destructive, Id.Ti.60b; opp. γεννητικός, Phld.D.3.9. Adv. διαλυτικῶς = destructively, in such a way as to dissolve, Arist.Top.153b32.
II Medic., relaxing, νότοι Hp.Aph.3.5.
III embodying a settlement or compromise, ὁμολογία PMasp.154.1 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1disolvente, que descompone τὸ ... τῆς σαρκὸς διαλυτικόν (ὕδωρ) el líquido que descompone la carne Pl.Ti.60b, νότοι διαλυτικοί vientos del sur que descomponen los cuerpos, e.e., que los relajan Hp.Aph.3.5
medic. resolutivo δύναμις ... πνευμάτων δ. Dsc.1.17.2, δύναμις ... δ. σκληρωμάτων Dsc.4.94, cf. Asclep. en Gal.13.346, Aët.15.15 (p.88), γαγγλίων Orib.Inc.96 tít., διαλυτικὴν ὑγρότητα μεμίχθαι τοῖς ἀποπατήμασιν Gal.16.763, τὸ τῆς διαλυτικῆς ... γραφῖον la receta del (emplasto) disolvente, PMerton 12.22 (I d.C.), cf. Aët.15.17 (p.106)
fig. τὸ φθαρτικὸν διαλυτικὸν οὐσίας Arist.Top.153b33, τὰ διαλυτικά las cosas que son causa de destrucción op. τὰ γεννητικά Phld.D.3.9.38, cf. S.E.M.9.10, Alex.Aphr.in Top.333.23, (φῶς) οὐσία διαλυτικὴ σκότους Basil.M.30.408D, ἡ ἔρις διαλυτικόν la discordia es causa de desunión Chrys.M.59.444, cf. 61.291, θερμότης διαλυτικὴ τῆς ἁρμονίας τοῦ ζῴου Phlp.in de An.101.6
subst. (ἡ) διαλυτική = descomposición, disociación, acción de deshacer τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων δ. por el contrario es una disociación de cosas juntas y apelmazadas Pl.Plt.281a.
2 como método fil. que descompone en partes ἡ ἀναλυτικὴ ... δ. el método analítico Ammon.in Porph.37.1.
II en rel. con la mediación
1 conciliador de pers. Phld.Mus.4.18.32.
2 jur. de conciliación en procesos de divorcio, testamentos, etc. ἔγγραφος δ. ὁμολογία PMasp.154re.12, cf. 167.32, PHerm.Rees 31.4, PMich.Gagos 83 (todos VI d.C.), ἀμεριμνία SB 8988.4 (VII d.C.).
III adv. διαλυτικῶς = destructivamente como sinón. de φθαρτικῶς Arist.Top.153b32.

German (Pape)

[Seite 588] ή, όν, zum Auflösen geneigt, auflösend, τινός, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à dissoudre, gén..
Étymologie: διαλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλυτικός -ή -όν [διαλύω] oplossend.

Russian (Dvoretsky)

διαλῠτικός: разлагающий, разрушительный (τινος Plat., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαλῠτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαλυτικός, -ή, -όν)
1. ο ειδικευμένος στη διάλυση
2. ο αναφερόμενος στη διάλυση προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαλυτικά
οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν πάνω στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή προφορά τους από το προηγούμενο φωνήεν (π.χ. πραΰνω, καΐκι, haif, contigue)
αρχ.
1. ιατρ. χαλαρωτικός
2. καταστρεπτικός
3. η τάση ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του μέσα σε ένα υγρό.