κλυτοεργός: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klytoergos
|Transliteration C=klytoergos
|Beta Code=klutoergo/s
|Beta Code=klutoergo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">making</b> <b class="b3">κλυτὰ ἔργα</b>: hence, = [[κλυτοτέχνης]], epith. of Hephaestus, <span class="bibl">Od. 8.345</span>; Τύχη <span class="title">AP</span>10.64 (Agath.).</span>
|Definition=κλυτοεργόν, [[making]] <b class="b3">κλυτὰ ἔργα</b>: hence, = [[κλυτοτέχνης]], [[epithet]] of [[Hephaestus]], Od. 8.345; Τύχη ''AP''10.64 (Agath.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1457.png Seite 1457]] berühmt durch schöne Werke, berühmter Künstler; Hephästus, Od. 8, 345; Τύχη, Agath. 65 (X, 64).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1457.png Seite 1457]] berühmt durch schöne Werke, berühmter Künstler; Hephästus, Od. 8, 345; Τύχη, Agath. 65 (X, 64).
}}
{{ls
|lstext='''κλῠτοεργός''': -όν, (*[[ἔργω]]), [[περίφημος]] διὰ τὴν ἐργασίαν του, διὰ τὴν τέχνην του, [[ἑπομένως]] συνώνυμον τῷ [[κλυτοτέχνης]], ἐπίθ, τοῦ Ἡφαίστου, Ὀδ. Θ. 345· Τύχη Ἀνθ. Π. 10. 64.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />célèbre par ses ouvrages <i>ou</i> son talent.<br />'''Étymologie:''' [[κλυτός]], [[ἔργον]].
|btext=ός, όν :<br />célèbre par ses ouvrages <i>ou</i> son talent.<br />'''Étymologie:''' [[κλυτός]], [[ἔργον]].
}}
{{elnl
|elnltext=κλυτοεργός -όν &#91;[[κλυτός]], [[ἔργον]]] [[vermaard om zijn kunstwerken]].
}}
{{elru
|elrutext='''κλῠτοεργός:''' [[славящийся своими произведениями]], [[замечательно искусный]] ([[Ἣφαιστος]] Hom.; [[Τύχη]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλυτοεργός]], -όν (Α)<br />[[ονομαστός]] για τα έργα του ή για την [[τέχνη]] του, [[κλυτοτέχνης]] («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιερο</i>-<i>εργός</i>, <i>φυτο</i>-<i>εργός</i>].
|mltxt=[[κλυτοεργός]], -όν (Α)<br />[[ονομαστός]] για τα έργα του ή για την [[τέχνη]] του, [[κλυτοτέχνης]] («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[ιεροεργός]], [[φυτοεργός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλῠτοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[περίφημος]], [[ξακουστός]] για την [[εργασία]] του, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
|lsmtext='''κλῠτοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[περίφημος]], [[ξακουστός]] για την [[εργασία]] του, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλῠτοεργός:''' славящийся своими произведениями, замечательно искусный ([[Ἣφαιστος]] Hom.; [[Τύχη]] Anth.).
|lstext='''κλῠτοεργός''': -όν, (*[[ἔργω]]), [[περίφημος]] διὰ τὴν ἐργασίαν του, διὰ τὴν τέχνην του, [[ἑπομένως]] συνώνυμον τῷ [[κλυτοτέχνης]], ἐπίθ, τοῦ Ἡφαίστου, Ὀδ. Θ. 345· Τύχη Ἀνθ. Π. 10. 64.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κλυτοεργός -όν [κλυτός, ἔργον] vermaard om zijn kunstwerken.
|mdlsjtxt=κλῠτο-εργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[famous]] for [[work]], Od., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτοεργός Medium diacritics: κλυτοεργός Low diacritics: κλυτοεργός Capitals: ΚΛΥΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: klytoergós Transliteration B: klytoergos Transliteration C: klytoergos Beta Code: klutoergo/s

English (LSJ)

κλυτοεργόν, making κλυτὰ ἔργα: hence, = κλυτοτέχνης, epithet of Hephaestus, Od. 8.345; Τύχη AP10.64 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1457] berühmt durch schöne Werke, berühmter Künstler; Hephästus, Od. 8, 345; Τύχη, Agath. 65 (X, 64).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
célèbre par ses ouvrages ou son talent.
Étymologie: κλυτός, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυτοεργός -όν [κλυτός, ἔργον] vermaard om zijn kunstwerken.

Russian (Dvoretsky)

κλῠτοεργός: славящийся своими произведениями, замечательно искусный (Ἣφαιστος Hom.; Τύχη Anth.).

Greek Monolingual

κλυτοεργός, -όν (Α)
ονομαστός για τα έργα του ή για την τέχνη του, κλυτοτέχνης («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. ιεροεργός, φυτοεργός].

Greek Monotonic

κλῠτοεργός: -όν (*ἔργω), περίφημος, ξακουστός για την εργασία του, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτοεργός: -όν, (*ἔργω), περίφημος διὰ τὴν ἐργασίαν του, διὰ τὴν τέχνην του, ἑπομένως συνώνυμον τῷ κλυτοτέχνης, ἐπίθ, τοῦ Ἡφαίστου, Ὀδ. Θ. 345· Τύχη Ἀνθ. Π. 10. 64.

Middle Liddell

κλῠτο-εργός, όν [*ἔργω
famous for work, Od., Anth.