πτελέα: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptelea
|Transliteration C=ptelea
|Beta Code=ptele/a
|Beta Code=ptele/a
|Definition=Ion. πτελέ-η, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">elm, Ulmus glabra</b>, <span class="bibl">Il.6.419</span>, <span class="bibl">21.242</span>,<span class="bibl">350</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>435</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1008</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.14.1</span>, Dsc.1.84, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> v. foreg.</span>
|Definition=Ion. [[πτελέη]], ἡ, [[elm]], [[Ulmus glabra]], ''Il.'' 6.419, 21.242, 350, Hes. ''Op.'' 435, Ar. ''Nu.'' 1008, Thphr. ''HP'' 3.14.1, Dsc. 1.84, etc. v. [[πτέλας]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0807.png Seite 807]] ἡ, ion. πτελέη, die <b class="b2">Ulme</b>, Rüster; Il. 6, 419. 21, 242. 350; Hes. O. 437; Ar. Nubb. 995; sp. D., wie Trall. 3 (VI, 170), wie an der erst angeführten Stelle der Il. ein Grabbaum: Antiphil. 37 (VII, 141); u. in Prosa, Luc. D. Mar. 11, 2. – S. auch nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0807.png Seite 807]] ἡ, ion. πτελέη, die [[Ulme]], Rüster; Il. 6, 419. 21, 242. 350; Hes. O. 437; Ar. Nubb. 995; sp. D., wie Trall. 3 (VI, 170), wie an der erst angeführten Stelle der Il. ein Grabbaum: Antiphil. 37 (VII, 141); u. in Prosa, Luc. D. Mar. 11, 2. – S. auch nom. pr.
}}
{{ls
|lstext='''πτελέα''': Ἰων. -έη, ἡ, Λατ. ulmus campestris, ἔτι καὶ νῦν καλουμένη «φτεληά» ἐν Ἑλλάδι (Τουρκιστὶ καρὰ ἀγάτς, δηλ. μαῦρον [[δένδρον]]), Ἰλ. Ζ. 419, Φ. 242, 350, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, Ἀριστοφάν. Νεφ. 1008, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ´, σ. 570.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />orme, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=ας (ἡ) :<br />orme, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{elnl
|elnltext=πτελέα -ας, ἡ olm (boom).
}}
{{elru
|elrutext='''πτελέα:''' ион. [[πτελέη]] ἡ [[вяз]] (Ulmus campestris) Hom., Hes., Arph., Arst. etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΑ, και [[πτελιά]] Ν, και ιων. τ. πτελέη και [[πελέα]] Α<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ρουτίδες]], γνωστό [[σήμερα]] ως [[φτελιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. 'Ονομα φυτού με [[επίθημα]] -<i>έα</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> -<i>εFᾱ</i>, <b>πρβλ.</b> μυκην. <i>pterewa</i> / <i>peterewa</i>) που συνδέεται πιθ. με τη λ. [[πτέλας]] «[[κάπρος]]», ίσως [[επειδή]] ο [[κάπρος]] ζει [[μέσα]] στις φτελιές. Ο αρμ. τ. <i>t</i>'<i>eli</i> «[[φτελιά]]» [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Η [[εναλλαγή]], [[τέλος]], τών <i>πτ</i>- καί <i>π</i>- στην [[αρχή]] της λ. δεν σημαίνει ότι η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί αναγκαστικά στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]], [[αλλά]] [[μάλλον]] ότι το αρκτικό <i>πτ</i>- του τ. οφείλεται σε διαφορετική [[προφορά]] του <i>π</i>- υπό την [[επίδραση]] φωνήματος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (<b>πρβλ.</b> και [[πόλεμος]] / [[πτόλεμος]], [[πόλις]] / [[πτόλις]]). Οι νεοελλ. τ. [[πτελιά]] / [[φτελιά]] έχουν σχηματιστεί από τον τ. [[πτελέα]] με [[συνίζηση]] (<b>πρβλ.</b> [[ιτέα]]: [[ιτιά]], [[μηλέα]]: [[μηλιά]]), <b>βλ.</b> και λ. [[φτελιά]]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) «σῡς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[πτέλας]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΑ, και [[πτελιά]] Ν, και ιων. τ. πτελέη και [[πελέα]] Α<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ρουτίδες]], γνωστό [[σήμερα]] ως [[φτελιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. 'Ονομα φυτού με [[επίθημα]] -<i>έα</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> -<i>εFᾱ</i>, <b>πρβλ.</b> μυκην. <i>pterewa</i> / <i>peterewa</i>) που συνδέεται πιθ. με τη λ. [[πτέλας]] «[[κάπρος]]», ίσως [[επειδή]] ο [[κάπρος]] ζει [[μέσα]] στις φτελιές. Ο αρμ. τ. <i>t</i>'<i>eli</i> «[[φτελιά]]» [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Η [[εναλλαγή]], [[τέλος]], τών <i>πτ</i>- καί <i>π</i>- στην [[αρχή]] της λ. δεν σημαίνει ότι η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί αναγκαστικά στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]], [[αλλά]] [[μάλλον]] ότι το αρκτικό <i>πτ</i>- του τ. οφείλεται σε διαφορετική [[προφορά]] του <i>π</i>- υπό την [[επίδραση]] φωνήματος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (<b>πρβλ.</b> και [[πόλεμος]] / [[πτόλεμος]], [[πόλις]] / [[πτόλις]]). Οι νεοελλ. τ. [[πτελιά]] / [[φτελιά]] έχουν σχηματιστεί από τον τ. [[πτελέα]] με [[συνίζηση]] (<b>πρβλ.</b> [[ιτέα]]: [[ιτιά]], [[μηλέα]]: [[μηλιά]]), <b>βλ.</b> και λ. [[φτελιά]]].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) «σῡς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[πτέλας]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτελέα:''' Ιων. -έη, ἡ, [[φτελιά]], Λατ. [[ulmus]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πτελέα:''' Ιων. -έη, ἡ, [[φτελιά]], Λατ. [[ulmus]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτελέα:''' ион. [[πτελέη]] ἡ вяз (Ulmus campestris) Hom., Hes., Arph., Arst. etc.
|lstext='''πτελέα''': Ἰων. -έη, ἡ, Λατ. ulmus campestris, ἔτι καὶ νῦν καλουμένη «φτεληά» ἐν Ἑλλάδι (Τουρκιστὶ καρὰ ἀγάτς, δηλ. μαῦρον [[δένδρον]]), Ἰλ. Ζ. 419, Φ. 242, 350, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, Ἀριστοφάν. Νεφ. 1008, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ´, σ. 570.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[elm tree]] (Il.).<br />Other forms: Ion.- [[έη]], Epid. [[πελέα]]<br />Dialectal forms: Myc. /[[pterewa]]/.<br />Derivatives: <b class="b3">πτελέ-ινος</b> [[of elm]] (Att. a. Del. inscr., Thphr.), <b class="b3">-ών</b>, <b class="b3">-ῶνος</b> m. [[elm-grove]] (Gloss.). [[Πτελεός]] m. town in Thessaly etc. (Β 697 a.o.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation as [[μηλέα]], [[ἰτέα]] a. other tree-names; the formally inviting connection with [[πτέλας]] [[boar]] can perhaps be semant. argued, s. Strömberg Pfl.namen 140 (cf. NHG Eberesche; the boar lives also in elm-woods). Lat. [[pōpulus]] [[poplar]] deviates stongly formally and in meeaning; phonetically quite closer is [[tilia]] [[lime-tree]]; on this as well as on other tree-names, which have been adduced in the rather inconclusive discussion, s. Bq s.v., WP. 2, 84f., W.-Hofmann s. 2. [[pōpulus]] and [[tilia]]; further Merlingen <b class="b3">Μνήμης χάριν</b> 2, 56. On the anlautvariation <b class="b3">πτ-</b>: <b class="b3">π-</b> s. the lit. on [[πόλεμος]], [[πόλις]]. -- From [[πτελέα]] prob. Arm. <b class="b2">t`eɫi</b> [[elm]] (for old consanguinity lastly Solta Sprache 3,227 w. n. 11); from Lat. [[tilia]] <b class="b3">τιλίαι αἴγειροι</b> H. -- Furnée 226 assumes that it is a variant of [[μελὶη]] [[ash]] and concludes that the word is Pre-Greek.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πτελέα]], ''Ionic'' -έη, ἡ,<br />the elm, Lat. [[ulmus]], Il.
}}
}}
{{elnl
{{FriskDe
|elnltext=πτελέα -ας, ἡ olm (boom).
|ftr='''πτελέα''': {pteléa}<br />'''Forms''': ion.- έη, epid. [[πελέα]]<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Ulme]], [[Rüster]] (seit Il.); myk. ''pte''-''re''-''wa''.<br />'''Derivative''': Davon πτελέινος [[ulmen]] (att. u. del. Inschr., Thphr. u.a.), -ών, -ῶνος m. [[Ulmenhain]] (Gloss.). Πτελεός m. Stadt in Thessalien usw. (Β 697 u.a.).<br />'''Etymology''': Bildung wie [[μηλέα]], [[ἰτέα]] u. andere Baumnamen; die formal sich aufdrängende Anknüpfung an [[πτέλας]] [[wilder Eber]] läßt sich vielleicht auch semantisch begründen, s. Strömberg Pfl.namen 140 (vgl. nhd. ''Eberesche''; der Eber lebt auch in Ulmenwäldern). Lat. ''pōpulus'' [[Pappel]] weicht formal und begrifflich stark ab; lautlich weit näher liegt ''tilia'' [[Linde]]; darüber wie über andere Baumnamen, die in die ziemlich ergebnislose Diskussion einbezogen worden sind, s. Bq s.v., WP. 2, 84f., W.-Hofmann s. 2. ''pōpulus'' und ''tilia''; dazu noch Merlingen Μνήμης [[χάριν]] 2, 56. Zum Anlautswechsel πτ-: π- s. die Lit. zu [[πόλεμος]], [[πόλις]]. — Aus [[πτελέα]] wahrscheinlich arm. ''t‘eɫi'' [[Ulme]] (für Urverwandtschaft zuletzt Solta Sprache 3,227 m. A. 11); aus lat. ''tilia'' τιλίαι· α ἴγειροι H.<br />'''Page''' 2,611
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 27 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτελέα Medium diacritics: πτελέα Low diacritics: πτελέα Capitals: ΠΤΕΛΕΑ
Transliteration A: pteléa Transliteration B: ptelea Transliteration C: ptelea Beta Code: ptele/a

English (LSJ)

Ion. πτελέη, ἡ, elm, Ulmus glabra, Il. 6.419, 21.242, 350, Hes. Op. 435, Ar. Nu. 1008, Thphr. HP 3.14.1, Dsc. 1.84, etc. v. πτέλας.

German (Pape)

[Seite 807] ἡ, ion. πτελέη, die Ulme, Rüster; Il. 6, 419. 21, 242. 350; Hes. O. 437; Ar. Nubb. 995; sp. D., wie Trall. 3 (VI, 170), wie an der erst angeführten Stelle der Il. ein Grabbaum: Antiphil. 37 (VII, 141); u. in Prosa, Luc. D. Mar. 11, 2. – S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
orme, arbre.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτελέα -ας, ἡ olm (boom).

Russian (Dvoretsky)

πτελέα: ион. πτελέηвяз (Ulmus campestris) Hom., Hes., Arph., Arst. etc.

Greek Monolingual

(I)
η, ΝΑ, και πτελιά Ν, και ιων. τ. πτελέη και πελέα Α
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες, γνωστό σήμερα ως φτελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. 'Ονομα φυτού με επίθημα -έα (πιθ. < -εFᾱ, πρβλ. μυκην. pterewa / peterewa) που συνδέεται πιθ. με τη λ. πτέλας «κάπρος», ίσως επειδή ο κάπρος ζει μέσα στις φτελιές. Ο αρμ. τ. t'eli «φτελιά» πρέπει να θεωρηθεί δάνειο από την Ελληνική. Η εναλλαγή, τέλος, τών πτ- καί π- στην αρχή της λ. δεν σημαίνει ότι η λ. πρέπει να αναχθεί αναγκαστικά στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, αλλά μάλλον ότι το αρκτικό πτ- του τ. οφείλεται σε διαφορετική προφορά του π- υπό την επίδραση φωνήματος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (πρβλ. και πόλεμος / πτόλεμος, πόλις / πτόλις). Οι νεοελλ. τ. πτελιά / φτελιά έχουν σχηματιστεί από τον τ. πτελέα με συνίζηση (πρβλ. ιτέα: ιτιά, μηλέα: μηλιά), βλ. και λ. φτελιά].
(II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «σῡς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πτέλας.

Greek Monotonic

πτελέα: Ιων. -έη, ἡ, φτελιά, Λατ. ulmus, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πτελέα: Ἰων. -έη, ἡ, Λατ. ulmus campestris, ἔτι καὶ νῦν καλουμένη «φτεληά» ἐν Ἑλλάδι (Τουρκιστὶ καρὰ ἀγάτς, δηλ. μαῦρον δένδρον), Ἰλ. Ζ. 419, Φ. 242, 350, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, Ἀριστοφάν. Νεφ. 1008, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ´, σ. 570.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: elm tree (Il.).
Other forms: Ion.- έη, Epid. πελέα
Dialectal forms: Myc. /pterewa/.
Derivatives: πτελέ-ινος of elm (Att. a. Del. inscr., Thphr.), -ών, -ῶνος m. elm-grove (Gloss.). Πτελεός m. town in Thessaly etc. (Β 697 a.o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as μηλέα, ἰτέα a. other tree-names; the formally inviting connection with πτέλας boar can perhaps be semant. argued, s. Strömberg Pfl.namen 140 (cf. NHG Eberesche; the boar lives also in elm-woods). Lat. pōpulus poplar deviates stongly formally and in meeaning; phonetically quite closer is tilia lime-tree; on this as well as on other tree-names, which have been adduced in the rather inconclusive discussion, s. Bq s.v., WP. 2, 84f., W.-Hofmann s. 2. pōpulus and tilia; further Merlingen Μνήμης χάριν 2, 56. On the anlautvariation πτ-: π- s. the lit. on πόλεμος, πόλις. -- From πτελέα prob. Arm. t`eɫi elm (for old consanguinity lastly Solta Sprache 3,227 w. n. 11); from Lat. tilia τιλίαι αἴγειροι H. -- Furnée 226 assumes that it is a variant of μελὶη ash and concludes that the word is Pre-Greek.

Middle Liddell

πτελέα, Ionic -έη, ἡ,
the elm, Lat. ulmus, Il.

Frisk Etymology German

πτελέα: {pteléa}
Forms: ion.- έη, epid. πελέα
Grammar: f.
Meaning: Ulme, Rüster (seit Il.); myk. pte-re-wa.
Derivative: Davon πτελέινος ulmen (att. u. del. Inschr., Thphr. u.a.), -ών, -ῶνος m. Ulmenhain (Gloss.). Πτελεός m. Stadt in Thessalien usw. (Β 697 u.a.).
Etymology: Bildung wie μηλέα, ἰτέα u. andere Baumnamen; die formal sich aufdrängende Anknüpfung an πτέλας wilder Eber läßt sich vielleicht auch semantisch begründen, s. Strömberg Pfl.namen 140 (vgl. nhd. Eberesche; der Eber lebt auch in Ulmenwäldern). Lat. pōpulus Pappel weicht formal und begrifflich stark ab; lautlich weit näher liegt tilia Linde; darüber wie über andere Baumnamen, die in die ziemlich ergebnislose Diskussion einbezogen worden sind, s. Bq s.v., WP. 2, 84f., W.-Hofmann s. 2. pōpulus und tilia; dazu noch Merlingen Μνήμης χάριν 2, 56. Zum Anlautswechsel πτ-: π- s. die Lit. zu πόλεμος, πόλις. — Aus πτελέα wahrscheinlich arm. t‘eɫi Ulme (für Urverwandtschaft zuletzt Solta Sprache 3,227 m. A. 11); aus lat. tilia τιλίαι· α ἴγειροι H.
Page 2,611