ῥοῖζος: Difference between revisions

(2b)
m (Text replacement - " Vermutung" to " Vermutung")
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=roizos
|Transliteration C=roizos
|Beta Code=r(oi=zos
|Beta Code=r(oi=zos
|Definition=ὁ, Ion. ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">whistling</b> or <b class="b2">whizzing</b> of an arrow, <span class="bibl">Il.16.361</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>15</span>, <span class="bibl">Onos.19.3</span>, etc.; of a scourge, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.352</span>: any <b class="b2">whistling</b> or <b class="b2">piping sound</b>, as of a shepherd, <b class="b3">πολλῇ </b>. <span class="bibl">Od.9.315</span>; <b class="b3">πνευμάτων </b>. Plu.2.18c; <b class="b2">rush</b> of wings, <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>5.11</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>2.26</span>; of a stream, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ez.</span>47.5</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>17.17</span>; of the sea, <span class="title">Hymn.Is.</span>150; of the <b class="b2">noise</b> of a falling tree, <span class="bibl">Q.S.1.251</span>; <b class="b2">hissing</b> of a serpent, <span class="bibl">A.R. 4.138</span>, <span class="bibl">1543</span>; used of the sound made by filing, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Aud.</span>802a39</span>; of the letter ρ, Phld.<span class="title">Po.Herc.</span>994.29, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>14</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.102</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">rushing motion, rush, swing</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>15</span>, <span class="bibl"><span class="title">Demetr.</span>21</span>, Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span>7p.4.</span>
|Definition=ὁ, Ion. ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[whistling]] or [[whizzing]] of an [[arrow]], Il.16.361, cf. Plu.''Marc.''15, Onos.19.3, etc.; of a scourge, Opp.''H.''2.352: any [[whistling]] or [[piping]] [[sound]], as of a [[shepherd]], <b class="b3">πολλῇ ῥοῖζος</b> Od.9.315; <b class="b3">πνευμάτων ῥοῖζος</b> Plu.2.18c; [[rush]] of wings, [[LXX]] ''Wi.''5.11, Ael.''NA''2.26; of a stream, [[LXX]] ''Ez.''47.5, Ael.''NA''17.17; of the sea, ''Hymn.Is.''150; of the [[noise]] of a falling [[tree]], Q.S.1.251; [[hiss]]ing of a [[serpent]], A.R. 4.138, 1543; used of the sound made by filing, Arist.''Aud.''802a39; of the letter ρ, Phld.''Po.Herc.''994.29, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''14, S.E.''M.''1.102.<br><span class="bld">II</span> [[rushing]] [[motion]], [[rush]], [[swing]], Plu.''Marc.''15, ''Demetr.''21, Epic. in ''Arch.Pap.''7p.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ὁ, ion. ἡ, Geräusch, Gesause, Geschwirr, womit ein Körper sich bewegt; vom Sausen der Pfeile, Il. 16, 361; vom Pfeifen der Hirten, [[πολλῇ]] ῥοίζῳ, Od. 9, 315; auch die Schnelligkeit, Gewalt.eines bewegten Körpers, Sp., vgl. Opp. Hal. 2, 352; Luc. amor. 6; Plut. Marcell. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ὁ, ion. ἡ, Geräusch, Gesause, Geschwirr, womit ein Körper sich bewegt; vom Sausen der Pfeile, Il. 16, 361; vom Pfeifen der Hirten, [[πολλῇ]] ῥοίζῳ, Od. 9, 315; auch die Schnelligkeit, Gewalt.eines bewegten Körpers, Sp., vgl. Opp. Hal. 2, 352; Luc. amor. 6; Plut. Marcell. 15.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> bruit intense, <i>d'où</i><br /><b>1</b> sifflement (d'un trait, du vent, d'une flûte de berger);<br /><b>2</b> battement d'ailes;<br /><b>3</b> bruit sourd, grondement d'un courant;<br /><b>II.</b> [[impétuosité]].<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ῥοῖβδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥοῖζος:''' ὁ, ион. ἡ<br /><b class="num">1</b> [[свист]], [[визг]] (ὀϊοτῶν Hom.; πνευμάτων Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[шум]] (τῆς φορᾶς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοῖζος''': ὁ, Ἰωνικ. ἡ, ὁ συριγμὸς βέλους, Ἰλ. Π. 361, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 15, κτλ.· ἢ μάστιγος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 352· ― πᾶς [[ἦχος]] [[συριγματώδης]] ἢ [[αὐλητικός]], [[οἷον]] [[σύριγμα]] τοῦ ποιμένος, πολλῇ ῥοίζῳ Ὀδ. Ι. 315· ῥ. πνευμάτων Πλούτ. 2. 18Β· ἡ ὁρμητικὴ [[κίνησις]] τῶν πτερύγων πτηνοῦ, Αἰλ. π. Ζ. 2. 26· ἡ βιαία καὶ [[θορυβώδης]] [[κίνησις]] ῥεύματος, ῥύακος, [[αὐτόθι]] 17. 17· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 60· ὁ συριγμὸς ὄφεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 138, 1543· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ παραγομένου ἐκ τῆς ῥινήσεως, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· ἐπὶ τοῦ γράμματος ῥ. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 14. ― Πρβλ. [[ῥοῖβδος]], [[ῥόθος]]. ΙΙ. ὁρμητικὴ [[κίνησις]], [[ὁρμή]], [[φορά]], [[οἷον]], [[ῥόθος]], [[ῥύμη]], Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Δημήτρ. 21.
|lstext='''ῥοῖζος''': ὁ, Ἰωνικ. ἡ, ὁ συριγμὸς βέλους, Ἰλ. Π. 361, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 15, κτλ.· ἢ μάστιγος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 352· ― πᾶς [[ἦχος]] [[συριγματώδης]] ἢ [[αὐλητικός]], [[οἷον]] [[σύριγμα]] τοῦ ποιμένος, πολλῇ ῥοίζῳ Ὀδ. Ι. 315· ῥ. πνευμάτων Πλούτ. 2. 18Β· ἡ ὁρμητικὴ [[κίνησις]] τῶν πτερύγων πτηνοῦ, Αἰλ. π. Ζ. 2. 26· ἡ βιαία καὶ [[θορυβώδης]] [[κίνησις]] ῥεύματος, ῥύακος, [[αὐτόθι]] 17. 17· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 60· ὁ συριγμὸς ὄφεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 138, 1543· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ παραγομένου ἐκ τῆς ῥινήσεως, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· ἐπὶ τοῦ γράμματος ῥ. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 14. ― Πρβλ. [[ῥοῖβδος]], [[ῥόθος]]. ΙΙ. ὁρμητικὴ [[κίνησις]], [[ὁρμή]], [[φορά]], [[οἷον]], [[ῥόθος]], [[ῥύμη]], Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Δημήτρ. 21.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> bruit intense, <i>d’où</i><br /><b>1</b> sifflement (d’un trait, du vent, d’une flûte de berger);<br /><b>2</b> battement d’ailes;<br /><b>3</b> bruit sourd, grondement d’un courant;<br /><b>II.</b> impétuosité.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ῥοῖβδος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ῥοῑζος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[rushing]] [[sound]] ῥ]οῖζον κ[ (supp. Lobel) Δ. 4. a. 7.
|sltr=<b>ῥοῑζος</b> [[rushing]] [[sound]] ῥ]οῖζον κ[ (supp. Lobel) Δ. 4. a. 7.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[αίσθημα]] τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό [[κατά]] την [[ψηλάφηση]] και την [[ακρόαση]], λ.χ. σε [[στένωση]] της μιτροειδούς βαλβίδας της καρδιάς, όπου θυμίζει [[ροχαλητό]] γάτας<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με τους ψαλμούς) [[ανάγνωση]] με γοργό ρυθμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ήχος]] που παράγεται από τη γρήγορη [[κίνηση]] ενός σώματος, [[ιδίως]] ο [[συριγμός]] του βέλους (α. «πολλῷ τῷ ῥοίζῳ τοῡ πάθους τῆς ψυχῆς ὑποσυρομένης», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «ῥοῑζος χειμάρρου, ὅν οὐ διαβήσονται», ΠΔ<br />γ. «καὶ πνευμάτων ῥοῑζον καὶ θαλάττης κτύπον». <b>Πλούτ.</b><br />δ. «ὀϊστῶν τε ῥοῑζον καὶ δοῡπον ἀκόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ρόχθος]] τών κυμάτων της θάλασσας<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] από την [[προφορά]] του φθόγγου <i>ρ</i><br /><b>3.</b> η γρήγορη ορμητική [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥοῖζος]] (<i>πιβ</i>. <span style="color: red;"><</span> <i>ῥοῖβ</i>-<i>jος</i>) συνδέεται [[μάλλον]] με τη συνώνυμη της [[ῥοῖβδος]], εφόσον δεχθούμε την ύπαρξη ρίζας <i>roi</i>-<i>g</i><sup>w</sup>. Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ροισ</i>-<i>δος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φλοῖσ</i>-<i>βος</i>)].
|mltxt=ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[αίσθημα]] τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό [[κατά]] την [[ψηλάφηση]] και την [[ακρόαση]], λ.χ. σε [[στένωση]] της μιτροειδούς βαλβίδας της καρδιάς, όπου θυμίζει [[ροχαλητό]] γάτας<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με τους ψαλμούς) [[ανάγνωση]] με γοργό ρυθμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ήχος]] που παράγεται από τη γρήγορη [[κίνηση]] ενός σώματος, [[ιδίως]] ο [[συριγμός]] του βέλους (α. «πολλῷ τῷ ῥοίζῳ τοῦ πάθους τῆς ψυχῆς ὑποσυρομένης», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «ῥοῑζος χειμάρρου, ὅν οὐ διαβήσονται», ΠΔ<br />γ. «καὶ πνευμάτων ῥοῑζον καὶ θαλάττης κτύπον». <b>Πλούτ.</b><br />δ. «ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ρόχθος]] τών κυμάτων της θάλασσας<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] από την [[προφορά]] του φθόγγου <i>ρ</i><br /><b>3.</b> η γρήγορη ορμητική [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥοῖζος]] (<i>πιβ</i>. <span style="color: red;"><</span> <i>ῥοῖβ</i>-<i>jος</i>) συνδέεται [[μάλλον]] με τη συνώνυμη της [[ῥοῖβδος]], εφόσον δεχθούμε την ύπαρξη ρίζας <i>roi</i>-<i>g</i><sup>w</sup>. Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ροισ</i>-<i>δος</i> ([[πρβλ]]. [[φλοῖσβος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥοῖζος:''' ὁ, Ιων. ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[σφύριγμα]] ή [[συριγμός]] βέλους, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κάθε]] είδους συριγματικός ή [[αυλητικός]] [[ήχος]], όπως το [[σφύριγμα]] του τσοπάνη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ορμητική [[κίνηση]], [[ορμή]], [[φόρα]], σε Πλούτ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''ῥοῖζος:''' ὁ, Ιων. ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[σφύριγμα]] ή [[συριγμός]] βέλους, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κάθε]] είδους συριγματικός ή [[αυλητικός]] [[ήχος]], όπως το [[σφύριγμα]] του τσοπάνη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ορμητική [[κίνηση]], [[ορμή]], [[φόρα]], σε Πλούτ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
}}
{{elru
{{etym
|elrutext='''ῥοῖζος:''' ὁ, ион. <br /><b class="num">1)</b> свист, визг (ὀϊοτῶν Hom.; πνευμάτων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> шум (τῆς φορᾶς Plut.).
|etymtx=Grammatical information: m. (f. ι 315; cf. Schw.-Debrunner 34 n. 1).<br />Meaning: [[buzzing]], [[rushing]], [[humming]], of arrows, wings, water etc. (ep. Π 361, hell.).<br />Compounds: As 2. member a.o. in <b class="b3">ἁλί-ρροιζος</b> [[roared around by the sea]] (Nonn.).<br />Derivatives: 1. adj. <b class="b3">ῥοιζ-ώδης</b> (medic.), <b class="b3">-ήεις</b> (hell. inscr., Nonn.), <b class="b3">-αῖος</b> (Orac. Chald.) [[buzzing]], [[rushing]], [[humming etc.]]; 2. adv. <b class="b3">-ηδόν</b> (Nic., Lyc., 2. Ep. Pet.), <b class="b3">-ηδά</b> (Nic.) [[with rushing]], [[with humming]]; 3. verb [[ῥοιζέω]], also w. <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">ἀνα-</b> a.o., [[to buzz]], [[to hum]], [[to hiss]], [[to rush]], also trans. <b class="b2">to make buzz etc.</b> (ep. Κ 502, hell.) with <b class="b3">ῥοίζ-ημα</b> n. (Ar.), <b class="b3">-ησις</b> f. (Aq.) [[buzz]], [[buzzing]], <b class="b3">-ήτωρ</b> m. [[noisemaker]] (Orph.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Like [[ῥοῖβδος]] expressive onomatop.; without connection. Uncertain suppositions on the basic form in the lit. on [[ῥοῖβδος]]; s. also Risch $ 64 a.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥοῖζος]], ὁ, ''Ionic'' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> the whistling or whizzing of an [[arrow]], Il.:—any whistling or [[piping]] [[sound]], as of a [[shepherd]], Od.<br /><b class="num">II.</b> [[rushing]] [[motion]], a [[rush]], [[swing]], Plut. [Formed from the [[sound]].]
}}
{{FriskDe
|ftr='''ῥοῖζος''': {rhoĩzos}<br />'''Grammar''': m. (f. ι 315; vgl. Schw.-Debrunner 34 A. 1)<br />'''Meaning''': [[Geschwirr]], [[Geräusch]], [[Gesumm]], von Pfeilen, Flügeln, Wasser usw. (ep. seit Π 361, hell. u. sp. Prosa).<br />'''Composita''' : Als Hinterglied u.a. in [[ἁλίρροιζος]] [[meerumbraust]] (Nonn.).<br />'''Derivative''': Davon 1. die Adj. [[ῥοιζώδης]] (Mediz. u.a.), -ήεις (hell. Inschr., Nonn.), -αῖος (''Orac''. ''Chald''.) [[schwirrend]], [[rauschend]], [[summend]]; 2. die Adv. -ηδόν (Nik., Lyk., 2. ''Ep''. ''Pet''. u.a.), -ηδά (Nik.) [[mit Geräusch]], [[mit Gesumm]]; 3. das Verb [[ῥοιζέω]], auch m. ἐπι-, ἀνα- u.a., [[schwirren]], [[summen]], [[zischen]], [[rauschen]], auch trans. [[schwirren machen]] (ep. seit Κ 502, hell. u. sp. Prosa) mit [[ῥοίζημα]] n. (Ar. u.a.), -ησις f. (Aq. u.a.) [[Geschwirr]], [[das Schwirren]], -ήτωρ m. [[Geräuschmacher]] (Orph.).<br />'''Etymology''' : Wie [[ῥοῖβδος]] expressive Lautnachahmung; ohne Anknüpfung. Unsichere [[Vermutung]]en zur Grundform in der Lit. zu [[ῥοῖβδος]]; s. auch Risch par. 64 a.<br />'''Page''' 2,662
}}
}}
{{etym
{{elmes
|etymtx=Grammatical information: m. (f. ι 315; cf. Schw.-Debrunner 34 n. 1).<br />Meaning: [[buzzing]], [[rushing]], [[humming]], of arrows, wings, water etc. (ep. Π 361, hell.).<br />Compounds: As 2. member a.o. in <b class="b3">ἁλί-ρροιζος</b> <b class="b2">roared around by the sea</b> (Nonn.).<br />Derivatives: 1. adj. <b class="b3">ῥοιζ-ώδης</b> (medic.), <b class="b3">-ήεις</b> (hell. inscr., Nonn.), <b class="b3">-αῖος</b> (Orac. Chald.) <b class="b2">buzzing, rushing, humming etc.</b>; 2. adv. <b class="b3">-ηδόν</b> (Nic., Lyc., 2. Ep. Pet.), <b class="b3">-ηδά</b> (Nic.) <b class="b2">with rushing, with humming</b>; 3. verb <b class="b3">ῥοιζέω</b>, also w. <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">ἀνα-</b> a.o., <b class="b2">to buzz, to hum, to hiss, to rush</b>, also trans. <b class="b2">to make buzz etc.</b> (ep. Κ 502, hell.) with <b class="b3">ῥοίζ-ημα</b> n. (Ar.), <b class="b3">-ησις</b> f. (Aq.) [[buzz]], [[buzzing]], <b class="b3">-ήτωρ</b> m. [[noisemaker]] (Orph.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Like <b class="b3">ῥοῖβδος</b> expressive onomatop.; without connection. Uncertain suppositions on the basic form in the lit. on <b class="b3">ῥοῖβδος</b>; s. also Risch $ 64 a.
|esmgtx=[[ruido]] como señal de la divinidad δὸς ῥοῖζον καὶ δὸς ἱερὸν ἄγγελον ἢ πάρεδρον ὅσιον διακονήσοντα τῇ σήμερον νυκτί <b class="b3">dame un ruido, dame un sagrado ángel o un santo asesor que me sirva esta noche</b> P VII 883
}}
}}

Latest revision as of 15:33, 16 April 2024

English (LSJ)

ὁ, Ion. ἡ,
A whistling or whizzing of an arrow, Il.16.361, cf. Plu.Marc.15, Onos.19.3, etc.; of a scourge, Opp.H.2.352: any whistling or piping sound, as of a shepherd, πολλῇ ῥοῖζος Od.9.315; πνευμάτων ῥοῖζος Plu.2.18c; rush of wings, LXX Wi.5.11, Ael.NA2.26; of a stream, LXX Ez.47.5, Ael.NA17.17; of the sea, Hymn.Is.150; of the noise of a falling tree, Q.S.1.251; hissing of a serpent, A.R. 4.138, 1543; used of the sound made by filing, Arist.Aud.802a39; of the letter ρ, Phld.Po.Herc.994.29, D.H.Comp.14, S.E.M.1.102.
II rushing motion, rush, swing, Plu.Marc.15, Demetr.21, Epic. in Arch.Pap.7p.4.

German (Pape)

[Seite 848] ὁ, ion. ἡ, Geräusch, Gesause, Geschwirr, womit ein Körper sich bewegt; vom Sausen der Pfeile, Il. 16, 361; vom Pfeifen der Hirten, πολλῇ ῥοίζῳ, Od. 9, 315; auch die Schnelligkeit, Gewalt.eines bewegten Körpers, Sp., vgl. Opp. Hal. 2, 352; Luc. amor. 6; Plut. Marcell. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. bruit intense, d'où
1 sifflement (d'un trait, du vent, d'une flûte de berger);
2 battement d'ailes;
3 bruit sourd, grondement d'un courant;
II. impétuosité.
Étymologie: DELG cf. ῥοῖβδος.

Russian (Dvoretsky)

ῥοῖζος: ὁ, ион. ἡ
1 свист, визг (ὀϊοτῶν Hom.; πνευμάτων Plut.);
2 шум (τῆς φορᾶς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥοῖζος: ὁ, Ἰωνικ. ἡ, ὁ συριγμὸς βέλους, Ἰλ. Π. 361, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 15, κτλ.· ἢ μάστιγος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 352· ― πᾶς ἦχος συριγματώδηςαὐλητικός, οἷον σύριγμα τοῦ ποιμένος, πολλῇ ῥοίζῳ Ὀδ. Ι. 315· ῥ. πνευμάτων Πλούτ. 2. 18Β· ἡ ὁρμητικὴ κίνησις τῶν πτερύγων πτηνοῦ, Αἰλ. π. Ζ. 2. 26· ἡ βιαία καὶ θορυβώδης κίνησις ῥεύματος, ῥύακος, αὐτόθι 17. 17· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 60· ὁ συριγμὸς ὄφεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 138, 1543· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ παραγομένου ἐκ τῆς ῥινήσεως, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· ἐπὶ τοῦ γράμματος ῥ. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 14. ― Πρβλ. ῥοῖβδος, ῥόθος. ΙΙ. ὁρμητικὴ κίνησις, ὁρμή, φορά, οἷον, ῥόθος, ῥύμη, Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Δημήτρ. 21.

English (Autenrieth)

(cf. ῥοῖβδος, ῥοιβδέω): whistling, whizzing, of arrows, Il. 16.361; of the shepherd's call, Od. 9.315.

English (Slater)

ῥοῑζος rushing sound ῥ]οῖζον κ[ (supp. Lobel) Δ. 4. a. 7.

Spanish

ruido

Greek Monolingual

ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α
νεοελλ.
ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση της μιτροειδούς βαλβίδας της καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας
μσν.
(σχετικά με τους ψαλμούς) ανάγνωση με γοργό ρυθμό
μσν.-αρχ.
ο ήχος που παράγεται από τη γρήγορη κίνηση ενός σώματος, ιδίως ο συριγμός του βέλους (α. «πολλῷ τῷ ῥοίζῳ τοῦ πάθους τῆς ψυχῆς ὑποσυρομένης», Ιωάνν. Χρυσ.
β. «ῥοῑζος χειμάρρου, ὅν οὐ διαβήσονται», ΠΔ
γ. «καὶ πνευμάτων ῥοῑζον καὶ θαλάττης κτύπον». Πλούτ.
δ. «ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. ο ρόχθος τών κυμάτων της θάλασσας
2. ο ήχος από την προφορά του φθόγγου ρ
3. η γρήγορη ορμητική κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥοῖζος (πιβ. < ῥοῖβ-jος) συνδέεται μάλλον με τη συνώνυμη της ῥοῖβδος, εφόσον δεχθούμε την ύπαρξη ρίζας roi-gw. Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. ροισ-δος (πρβλ. φλοῖσβος)].

Greek Monotonic

ῥοῖζος: ὁ, Ιων. ἡ,
I. σφύριγμα ή συριγμός βέλους, σε Ομήρ. Ιλ.· κάθε είδους συριγματικός ή αυλητικός ήχος, όπως το σφύριγμα του τσοπάνη, σε Ομήρ. Οδ.
II. ορμητική κίνηση, ορμή, φόρα, σε Πλούτ. (ηχομιμ. λέξη).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (f. ι 315; cf. Schw.-Debrunner 34 n. 1).
Meaning: buzzing, rushing, humming, of arrows, wings, water etc. (ep. Π 361, hell.).
Compounds: As 2. member a.o. in ἁλί-ρροιζος roared around by the sea (Nonn.).
Derivatives: 1. adj. ῥοιζ-ώδης (medic.), -ήεις (hell. inscr., Nonn.), -αῖος (Orac. Chald.) buzzing, rushing, humming etc.; 2. adv. -ηδόν (Nic., Lyc., 2. Ep. Pet.), -ηδά (Nic.) with rushing, with humming; 3. verb ῥοιζέω, also w. ἐπι-, ἀνα- a.o., to buzz, to hum, to hiss, to rush, also trans. to make buzz etc. (ep. Κ 502, hell.) with ῥοίζ-ημα n. (Ar.), -ησις f. (Aq.) buzz, buzzing, -ήτωρ m. noisemaker (Orph.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like ῥοῖβδος expressive onomatop.; without connection. Uncertain suppositions on the basic form in the lit. on ῥοῖβδος; s. also Risch $ 64 a.

Middle Liddell

ῥοῖζος, ὁ, Ionic ἡ,
I. the whistling or whizzing of an arrow, Il.:—any whistling or piping sound, as of a shepherd, Od.
II. rushing motion, a rush, swing, Plut. [Formed from the sound.]

Frisk Etymology German

ῥοῖζος: {rhoĩzos}
Grammar: m. (f. ι 315; vgl. Schw.-Debrunner 34 A. 1)
Meaning: Geschwirr, Geräusch, Gesumm, von Pfeilen, Flügeln, Wasser usw. (ep. seit Π 361, hell. u. sp. Prosa).
Composita : Als Hinterglied u.a. in ἁλίρροιζος meerumbraust (Nonn.).
Derivative: Davon 1. die Adj. ῥοιζώδης (Mediz. u.a.), -ήεις (hell. Inschr., Nonn.), -αῖος (Orac. Chald.) schwirrend, rauschend, summend; 2. die Adv. -ηδόν (Nik., Lyk., 2. Ep. Pet. u.a.), -ηδά (Nik.) mit Geräusch, mit Gesumm; 3. das Verb ῥοιζέω, auch m. ἐπι-, ἀνα- u.a., schwirren, summen, zischen, rauschen, auch trans. schwirren machen (ep. seit Κ 502, hell. u. sp. Prosa) mit ῥοίζημα n. (Ar. u.a.), -ησις f. (Aq. u.a.) Geschwirr, das Schwirren, -ήτωρ m. Geräuschmacher (Orph.).
Etymology : Wie ῥοῖβδος expressive Lautnachahmung; ohne Anknüpfung. Unsichere Vermutungen zur Grundform in der Lit. zu ῥοῖβδος; s. auch Risch par. 64 a.
Page 2,662

Léxico de magia

ruido como señal de la divinidad δὸς ῥοῖζον καὶ δὸς ἱερὸν ἄγγελον ἢ πάρεδρον ὅσιον διακονήσοντα τῇ σήμερον νυκτί dame un ruido, dame un sagrado ángel o un santo asesor que me sirva esta noche P VII 883