κατακάμπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakampto
|Transliteration C=katakampto
|Beta Code=kataka/mptw
|Beta Code=kataka/mptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bend down</b>, so as to be concave, <b class="b3">ἐξ ὀρθοῦ κ</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span> 71c</span>; <b class="b3">εἰς ἓν κύκλῳ</b> ib.<span class="bibl">36b</span>; <b class="b3">κ. τὰς στροφάς</b>, v. [[στροφή]] <span class="bibl">1.3</span>:—Pass., opp. <b class="b3">ἀνακάμπτομαι</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>386a1</span>; φλὲψ ἐπὶ τὴν ῥάχιν -ομένη Gal.15.530: pf. part. Pass. <b class="b3">-κεκαμμένος</b> <b class="b2">bending over</b>, cj. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.18.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">cover with a vault</b>, λίθῳ κατακαμφθέντες <span class="bibl">Str.5.3.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> metaph., <b class="b3">κ. ἐλπίδας</b> <b class="b2">bend down, overthrow</b> hopes, <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>1252</span> (Burges, <b class="b3">-γναψε</b> codd., anap.):—Pass., <b class="b2">to be bent</b> (by entreaty), <span class="bibl">Aeschin.1.187</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[bend down]], so as to be [[concave]], ἐξ ὀρθοῦ κατακάμπτω Pl.Ti. 71c; εἰς ἓν κύκλῳ ib.36b; κατακάμπτω τὰς στροφάς, v. [[στροφή]] 1.3:—Pass., opp. [[ἀνακάμπτομαι]], Arist.Mete.386a1; φλὲψ ἐπὶ τὴν ῥάχιν κατακαμπτομένη Gal.15.530: pf. part. Pass. [[κατακεκαμμένος]] = [[bending over]], cj. in Thphr.HP3.18.8.<br><span class="bld">II</span> [[cover with a vault]], λίθῳ κατακαμφθέντες Str.5.3.8.<br><span class="bld">III</span> metaph., κατακάμπτω ἐλπίδας [[bend down]], [[overthrow]] [[hope]]s, E.Tr.1252 (Burges, κατέγναψε codd., anap.):—Pass., [[κατακάμπτομαι]] = to [[be bent]] (by [[entreaty]]), Aeschin.1.187.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1351.png Seite 1351]] nieder-, umbiegen; χειμῶνος ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον Ar. Th. 68; εἰς κύκλον Plat. Tim. 36 b; ἐξ ὀρθοῦ 71 b; übertr., [[ὅταν]] πρὸς τὰς αἰσχύνας κατακάμπτωνται, sich zur Schaam bewegen lassen, Aesch. 1, 187.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1351.png Seite 1351]] nieder-, umbiegen; χειμῶνος ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον Ar. Th. 68; εἰς κύκλον Plat. Tim. 36 b; ἐξ ὀρθοῦ 71 b; übertr., [[ὅταν]] πρὸς τὰς αἰσχύνας κατακάμπτωνται, sich zur Schaam bewegen lassen, Aesch. 1, 187.
}}
{{ls
|lstext='''κατακάμπτω''': [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὥστε]] να σχηματίσω [[κοίλωμα]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀντίθετον τῷ ἐξ ὀρθοῦ, Πλάτ. Τίμ. 71C· εἰς κύκλον [[αὐτόθι]] 36Β· κ. τὰς [[στροφάς]], ἴδε ἐν λ. στροφὴ Ι. 3. - Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνακάμπτομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. - βλαστοὶ κατακεκαμμένοι, ἀντίθ. ὀρθοί, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. ΙΙ. [[καλύπτω]] διὰ θόλου, ὑπόνομοι συνόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες Στράβ. 235. ΙΙΙ. μεταφ., κ. ἐλπίδας, [[κάμπτω]], [[καταστρέφω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἐξαφανίζω]] ἐλπίδας, Εὐρ. Τρῳ. 1252 (κ. ἀλλ. κατέκναψε ἢ -γναψε). - Παθ., κάμπτομαι (διὰ δεήσεως), συγκινοῦμαι, Αἰσχίν. 26, 33.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=courber, plier, infléchir ; <i>Pass.</i> se laisser fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κάμπτω]].
|btext=courber, plier, infléchir ; <i>Pass.</i> se laisser fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κάμπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κάμπτω ombuigen; overdr.: κατακάμπτειν τὰς στροφάς de strofen van een lied rond krijgen Aristoph. Th. 68.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακάμπτω:'''<br /><b class="num">1</b> [[выгибать]], [[сгибать]] (τι Plat.): κ. εἰς κύκλον Plat. сгибать в виде круга;<br /><b class="num">2</b> перен. ворочать, ирон. сочинять (τὰς [[στροφάς]] Arph.);<br /><b class="num">3</b> отворачивать в сторону, т. е. отбрасывать прочь (ἐλπίδας Eur.);<br /><b class="num">4</b> [[склонять]], [[побуждать]] (κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατακάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς τα [[κάτω]], ώστε να [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]], σε Πλάτ.· μεταφ., <i>κ. ἐλπίδας</i>, τις [[καταστρέφω]], τις [[ανατρέπω]], τις [[εξαφανίζω]] τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, [[λυγίζω]] (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν.
|lsmtext='''κατακάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς τα [[κάτω]], ώστε να [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]], σε Πλάτ.· μεταφ., <i>κ. ἐλπίδας</i>, τις [[καταστρέφω]], τις [[ανατρέπω]], τις [[εξαφανίζω]] τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, [[λυγίζω]] (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατακάμπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> выгибать, сгибать (τι Plat.): κ. εἰς κύκλον Plat. сгибать в виде круга;<br /><b class="num">2)</b> перен. ворочать, ирон. сочинять (τὰς [[στροφάς]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> отворачивать в сторону, т. е. отбрасывать прочь (ἐλπίδας Eur.);<br /><b class="num">4)</b> склонять, побуждать (κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.).
|lstext='''κατακάμπτω''': [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὥστε]] να σχηματίσω [[κοίλωμα]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀντίθετον τῷ ἐξ ὀρθοῦ, Πλάτ. Τίμ. 71C· εἰς κύκλον [[αὐτόθι]] 36Β· κ. τὰς [[στροφάς]], ἴδε ἐν λ. στροφὴ Ι. 3. - Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνακάμπτομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. - βλαστοὶ κατακεκαμμένοι, ἀντίθ. ὀρθοί, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. ΙΙ. [[καλύπτω]] διὰ θόλου, ὑπόνομοι συνόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες Στράβ. 235. ΙΙΙ. μεταφ., κ. ἐλπίδας, [[κάμπτω]], [[καταστρέφω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἐξαφανίζω]] ἐλπίδας, Εὐρ. Τρῳ. 1252 (κ. ἀλλ. κατέκναψε ἢ -γναψε). - Παθ., κάμπτομαι (διὰ δεήσεως), συγκινοῦμαι, Αἰσχίν. 26, 33.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κατα-κάμπτω ombuigen; overdr.: κατακάμπτειν τὰς στροφάς de strofen van een lied rond krijgen Aristoph. Th. 68.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[bend]] [[down]], so as to be [[concave]], Plat.:—metaph., μ. ἐλπίδας to [[bend]] [[down]], [[overthrow]] hopes, Eur.:—Pass. to be [[bent]] (by intreaty), Aeschin.
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακάμπτω Medium diacritics: κατακάμπτω Low diacritics: κατακάμπτω Capitals: ΚΑΤΑΚΑΜΠΤΩ
Transliteration A: katakámptō Transliteration B: katakamptō Transliteration C: katakampto Beta Code: kataka/mptw

English (LSJ)

A bend down, so as to be concave, ἐξ ὀρθοῦ κατακάμπτω Pl.Ti. 71c; εἰς ἓν κύκλῳ ib.36b; κατακάμπτω τὰς στροφάς, v. στροφή 1.3:—Pass., opp. ἀνακάμπτομαι, Arist.Mete.386a1; φλὲψ ἐπὶ τὴν ῥάχιν κατακαμπτομένη Gal.15.530: pf. part. Pass. κατακεκαμμένος = bending over, cj. in Thphr.HP3.18.8.
II cover with a vault, λίθῳ κατακαμφθέντες Str.5.3.8.
III metaph., κατακάμπτω ἐλπίδας bend down, overthrow hopes, E.Tr.1252 (Burges, κατέγναψε codd., anap.):—Pass., κατακάμπτομαι = to be bent (by entreaty), Aeschin.1.187.

German (Pape)

[Seite 1351] nieder-, umbiegen; χειμῶνος ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον Ar. Th. 68; εἰς κύκλον Plat. Tim. 36 b; ἐξ ὀρθοῦ 71 b; übertr., ὅταν πρὸς τὰς αἰσχύνας κατακάμπτωνται, sich zur Schaam bewegen lassen, Aesch. 1, 187.

French (Bailly abrégé)

courber, plier, infléchir ; Pass. se laisser fléchir.
Étymologie: κατά, κάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κάμπτω ombuigen; overdr.: κατακάμπτειν τὰς στροφάς de strofen van een lied rond krijgen Aristoph. Th. 68.

Russian (Dvoretsky)

κατακάμπτω:
1 выгибать, сгибать (τι Plat.): κ. εἰς κύκλον Plat. сгибать в виде круга;
2 перен. ворочать, ирон. сочинять (τὰς στροφάς Arph.);
3 отворачивать в сторону, т. е. отбрасывать прочь (ἐλπίδας Eur.);
4 склонять, побуждать (κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.).

Greek Monolingual

κατακάμπτω (Α)
1. κάμπτω προς τα κάτω ώστε να σχηματιστεί κοίλωμα
2. καλύπτω με θόλο
3. ανατρέπω τις ελπίδες
4. παθ. κατακάμπτομαι
συγκινούμαι, κάμπτομαι με δέηση.

Greek Monotonic

κατακάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω προς τα κάτω, ώστε να σχηματίζω κοίλωμα, σε Πλάτ.· μεταφ., κ. ἐλπίδας, τις καταστρέφω, τις ανατρέπω, τις εξαφανίζω τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, λυγίζω (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

κατακάμπτω: κάμπτω πρὸς τὰ κάτω ὥστε να σχηματίσω κοίλωμα πρὸς τὰ κάτω, ἀντίθετον τῷ ἐξ ὀρθοῦ, Πλάτ. Τίμ. 71C· εἰς κύκλον αὐτόθι 36Β· κ. τὰς στροφάς, ἴδε ἐν λ. στροφὴ Ι. 3. - Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνακάμπτομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. - βλαστοὶ κατακεκαμμένοι, ἀντίθ. ὀρθοί, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. ΙΙ. καλύπτω διὰ θόλου, ὑπόνομοι συνόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες Στράβ. 235. ΙΙΙ. μεταφ., κ. ἐλπίδας, κάμπτω, καταστρέφω, ἀνατρέπω, ἐξαφανίζω ἐλπίδας, Εὐρ. Τρῳ. 1252 (κ. ἀλλ. κατέκναψε ἢ -γναψε). - Παθ., κάμπτομαι (διὰ δεήσεως), συγκινοῦμαι, Αἰσχίν. 26, 33.

Middle Liddell

fut. ψω
to bend down, so as to be concave, Plat.:—metaph., μ. ἐλπίδας to bend down, overthrow hopes, Eur.:—Pass. to be bent (by intreaty), Aeschin.