Βόσπορος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(1a)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{wkpen
|wketx=The [[Bosporus]] (/ˈbɒspərəs/) or [[Bosphorus]] (/-pər-, -fər-/; Ancient Greek: [[Βόσπορος]] Bosporos [bós.po.ros]; Turkish: İstanbul Boğazı 'Istanbul [[strait]]', colloquially Boğaz), is a narrow, natural strait and an internationally significant waterway located in northwestern Turkey. It forms part of the continental boundary between Asia and Europe, and divides Turkey by separating Anatolia from Thrace. It is the world's narrowest strait used for international navigation. The Bosporus connects the Black Sea with the Sea of Marmara, and, by extension via the Dardanelles, the Aegean and Mediterranean seas, and by the Kerch Strait, the sea of Azov.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Bosphore <i>ou</i> détroit <i>litt.</i> passage pour un bœuf, <i>pê p. allus. à la traversée de la vache Io</i>;<br /><i>subst.</i><br /><b>1</b> [[Βόσπορος]] [[Θρᾴκιος]], <i>(ion.)</i> [[Θρηΐκιος]], <i>ou simpl.</i> ὁ [[Βόσπορος]] ESCHL le Bosphore de Thrace (<i>auj.</i> le détroit de Constantinople) entre la Thrace et l'Asie Mineure;<br /><b>2</b> [[Βόσπορος]] [[Κιμμέριος]] <i>ou</i> [[Κιμμερικός]], le Bosphore Cimmérien (<i>auj.</i> le détroit d'Iénikalé) entre le Palus Méotide et le Pont-Euxin ; <i>p. ext.</i> côte du Bosphore Cimmérien.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[πόρος]] ; cf. l'angl. Oxford.
}}
{{elru
|elrutext='''Βόσπορος:''' ὁ Боспор, «[[Коровий брод]]» (название двух проливов): Β. или Β. θρᾴκιος (ион. θρηΐκιος) Боспор Фракийский, позже Константинопольский пролив, ныне Босфор Aesch., Her., Polyb.; Β. Κιμέριος или [[Κιμμερικός]] Босфор Киммерийский, ныне Керченский пролив Aeschin., Dem., Plut.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Βόσπορος''': ὁ, (βοὸς [[πόρος]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 617) [[κυρίως]] «τὸ πέρασμα τοῦ βοός», [[ὄνομα]] διδόμενον εἴς τινας πορθμούς, ἐκ τῶν ὁποίων γνωστότατοι [[εἶναι]] ὁ Θρακικὸς καὶ ὁ Κιμμέριος, Ἡρόδ. 4. 83 καὶ 12, κτλ.· ἀλλ ᾽ [[ἐνίοτε]] τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ἐδίδετο καὶ εἰς τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 723, 756, Σοφ. Αἴ. 886, καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. (Περὶ τῆς μυθικῆς ἀρχῆς τοῦ ὀνόματος ἴδε Αἰσχύλ. Πρ. 732, Λόγγ. 1. 30· - [[εἶναι]] [[ὅμως]] μοναδικὸν [[παράδειγμα]] συνθέσεως τὸ βοσ- ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[βοῦς]]). - Ἐπίθ. Βοσπόρειος, ον, Στέφ. Β.· Βοσπόριος, α, ον, Σοφ. Αἴ. ἔνθ᾽ ἀνωτ.· [[ἐντεῦθεν]] τὸ Βοσπορεῖον, ὡς [[ὄνομα]] ναοῦ ἀπαντᾷ ἐν ψηφίσμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 11: - Βοσπορίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρὰ τὸν Βόσπορον κατοικῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 446· [[ὡσαύτως]], Βοσπορανός, ὁ, Στράβ. 312, 495· Βοσπορηνός, ὁ αὐτ. 762.
|lstext='''Βόσπορος''': ὁ, (βοὸς [[πόρος]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 617) [[κυρίως]] «τὸ πέρασμα τοῦ βοός», [[ὄνομα]] διδόμενον εἴς τινας πορθμούς, ἐκ τῶν ὁποίων γνωστότατοι [[εἶναι]] ὁ Θρακικὸς καὶ ὁ Κιμμέριος, Ἡρόδ. 4. 83 καὶ 12, κτλ.· ἀλλ ᾽ [[ἐνίοτε]] τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ἐδίδετο καὶ εἰς τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 723, 756, Σοφ. Αἴ. 886, καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. (Περὶ τῆς μυθικῆς ἀρχῆς τοῦ ὀνόματος ἴδε Αἰσχύλ. Πρ. 732, Λόγγ. 1. 30· - [[εἶναι]] [[ὅμως]] μοναδικὸν [[παράδειγμα]] συνθέσεως τὸ βοσ- ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[βοῦς]]). - Ἐπίθ. Βοσπόρειος, ον, Στέφ. Β.· Βοσπόριος, α, ον, Σοφ. Αἴ. ἔνθ᾽ ἀνωτ.· [[ἐντεῦθεν]] τὸ Βοσπορεῖον, ὡς [[ὄνομα]] ναοῦ ἀπαντᾷ ἐν ψηφίσμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 11: - Βοσπορίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρὰ τὸν Βόσπορον κατοικῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 446· [[ὡσαύτως]], Βοσπορανός, ὁ, Στράβ. 312, 495· Βοσπορηνός, ὁ αὐτ. 762.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Bosphore <i>ou</i> détroit <i>litt.</i> passage pour un bœuf, <i>pê p. allus. à la traversée de la vache Io</i>;<br /><i>subst.</i><br /><b>1</b> [[Βόσπορος]] [[Θρᾴκιος]], <i>(ion.)</i> [[Θρηΐκιος]], <i>ou simpl.</i> ὁ [[Βόσπορος]] ESCHL le Bosphore de Thrace (<i>auj.</i> le détroit de Constantinople) entre la Thrace et l’Asie Mineure;<br /><b>2</b> [[Βόσπορος]] [[Κιμμέριος]] <i>ou</i> [[Κιμμερικός]], le Bosphore Cimmérien (<i>auj.</i> le détroit d’Iénikalé) entre le Palus Méotide et le Pont-Euxin ; <i>p. ext.</i> côte du Bosphore Cimmérien.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[πόρος]] ; cf. l’angl. Oxford.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">I</b> [[Bósforo]]<br /><b class="num">1</b> [[Bósforo Tracio]] estrecho entre Europa y Asia que une el Ponto Euxino y la Propóntide, actual Bósforo, A.<i>Pers</i>.723, Hdt.4.83, 85, Plb.4.39.4, Euthydemus <i>SHell</i>.455.4, Str.2.5.23, I.<i>AI</i> 16.16, D.P.140<br /><b class="num">•</b>llamado también Β. Μύσιος Str.12.4.8.<br /><b class="num">2</b> [[Bósforo Cimerio]] estrecho que une el Ponto Euxino y la laguna Meótide, actual estrecho de Kerch, Hdt.4.12, 100, Arist.<i>HA</i> 552<sup>b</sup>18, Scymn.873, Plb.4.39.3, D.S.4.28, Str.2.1.16, 5.23, Plu.<i>Thes</i>.27, <i>Sull</i>.11, Luc.<i>Tox</i>.4, Ptol.<i>Geog</i>.5.8.1<br /><b class="num">•</b>tb. llamado Β. ὁ Σκυθικός Hsch., ὁ τῆς [[Ἀσίας]] Β. St.Byz.s.u. Ζυγοί.<br /><b class="num">3</b> ciu. en la costa europea del estrecho del mismo nombre, tb. llamada Panticapeon, actual Kerch, Aeschin.3.171, D.20.29, 36, Scymn.837, 898, Plu.<i>Pomp</i>.38, App.<i>BC</i> 2.92, D.C.37.14.2, St.Byz.s.u. y s.u. Παρθένου ἱερόν, Men.Prot.19.1.139, Procop.<i>Aed</i>.3.7.10.<br /><b class="num">4</b> estrecho de la India, St.Byz.<br /><b class="num">II</b> adj. -ος, -ον [[del Bósforo]] [[ἀκτή]] ref. a Bizancio, Nonn.<i>D</i>.3.368.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de Βοϝός-πορος ‘paso de la vaca’ c. primer término *<i>gu̯eH<sup>u̯</sup></i>3- ‘vaca’ c. hapl. y para el segundo v. [[πείρω]]
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">I</b> [[Bósforo]]<br /><b class="num">1</b> [[Bósforo Tracio]] estrecho entre Europa y Asia que une el Ponto Euxino y la Propóntide, actual Bósforo, A.<i>Pers</i>.723, Hdt.4.83, 85, Plb.4.39.4, Euthydemus <i>SHell</i>.455.4, Str.2.5.23, I.<i>AI</i> 16.16, D.P.140<br /><b class="num">•</b>llamado también Β. Μύσιος Str.12.4.8.<br /><b class="num">2</b> [[Bósforo Cimerio]] estrecho que une el Ponto Euxino y la laguna Meótide, actual estrecho de Kerch, Hdt.4.12, 100, Arist.<i>HA</i> 552<sup>b</sup>18, Scymn.873, Plb.4.39.3, D.S.4.28, Str.2.1.16, 5.23, Plu.<i>Thes</i>.27, <i>Sull</i>.11, Luc.<i>Tox</i>.4, Ptol.<i>Geog</i>.5.8.1<br /><b class="num">•</b>tb. llamado Β. ὁ Σκυθικός Hsch., ὁ τῆς [[Ἀσίας]] Β. St.Byz.s.u. Ζυγοί.<br /><b class="num">3</b> [[ciudad]] en la costa europea del estrecho del mismo nombre, tb. llamada Panticapeon, actual Kerch, Aeschin.3.171, D.20.29, 36, Scymn.837, 898, Plu.<i>Pomp</i>.38, App.<i>BC</i> 2.92, D.C.37.14.2, St.Byz.s.u. y s.u. Παρθένου ἱερόν, Men.Prot.19.1.139, Procop.<i>Aed</i>.3.7.10.<br /><b class="num">4</b> estrecho de la India, St.Byz.<br /><b class="num">II</b> adj. -ος, -ον [[del Bósforo]] [[ἀκτή]] ref. a Bizancio, Nonn.<i>D</i>.3.368.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de Βοϝός-πορος ‘[[paso de la vaca]]’ c. primer término *<i>gu̯eH<sup>u̯</sup></i>3- ‘[[vaca]]’ c. hapl. y para el segundo v. [[πείρω]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[Βόσπορος]])<br />το [[πέρασμα]] της βοός, της αγελάδας, ο [[πορθμός]] που ενώνει τον Εύξεινο Πόντο με την [[Προποντίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων πορθμών («Θρακικός [[Βόσπορος]]», «Κιμμέριος [[Βόσπορος]]»)<br /><b>2.</b> ο [[Ελλήσποντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[Βόσπορος]] προήλθε με [[υφαίρεση]] από το <i>Βοόσ</i>-<i>πορος</i>, που ερμηνεύθηκε πιθ. παρετυμολογικά από τους αρχαίους ως «[[πέρασμα]] της βοός». Ίσως συνδέθηκε η [[ονομασία]] με τον μύθο της Ιούς, που πέρασε τον πορθμό μεταμορφωμένη σε [[βόδι]]. Τέλος, ο τ. [[Βόσπορος]] εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με το [[τοπωνύμιο]] <i>Βούπορθμος</i> ([[ακρωτήριο]] της Β. Αργολίδας στην [[περιοχή]] της Ερμιονίδας)].
|mltxt=ο (AM [[Βόσπορος]])<br />το [[πέρασμα]] της βοός, της αγελάδας, ο [[πορθμός]] που ενώνει τον Εύξεινο Πόντο με την [[Προποντίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων πορθμών («Θρακικός [[Βόσπορος]]», «Κιμμέριος [[Βόσπορος]]»)<br /><b>2.</b> ο [[Ελλήσποντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[Βόσπορος]] προήλθε με [[υφαίρεση]] από το <i>Βοόσ</i>-<i>πορος</i>, που ερμηνεύθηκε πιθ. παρετυμολογικά από τους αρχαίους ως «[[πέρασμα]] της βοός». Ίσως συνδέθηκε η [[ονομασία]] με τον μύθο της Ιούς, που πέρασε τον πορθμό μεταμορφωμένη σε [[βόδι]]. Τέλος, ο τ. [[Βόσπορος]] εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με το [[τοπωνύμιο]] <i>Βούπορθμος</i> ([[ακρωτήριο]] της Β. Αργολίδας στην [[περιοχή]] της Ερμιονίδας)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Βόσπορος:''' ὁ, [[σημείο]] διάβασης των βοδιών, [[ονομασία]] αρκετών στενών, πορθμών, από τους οποίους πιο γνωστοί είναι ο Θρακικός και ο [[Κιμμέριος]], σε Ηρόδ.· επίσης, έτσι ονομάζεται και το στενό του Ελλησπόντου, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''Βόσπορος:''' ὁ, [[σημείο]] διάβασης των βοδιών, [[ονομασία]] αρκετών στενών, πορθμών, από τους οποίους πιο γνωστοί είναι ο Θρακικός και ο [[Κιμμέριος]], σε Ηρόδ.· επίσης, έτσι ονομάζεται και το στενό του Ελλησπόντου, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Βόσπορος:''' ὁ Боспор, «Коровий брод» (название двух проливов): Β. или Β. θρᾴκιος (ион. θρηΐκιος) Боспор Фракийский, позже Константинопольский пролив, ныне Босфор Aesch., Her., Polyb.; Β. Κιμέριος или [[Κιμμερικός]] Босфор Киммерийский, ныне Керченский пролив Aeschin., Dem., Plut.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of several stratits, esp. = thestrait ofByzantium; also used for the Hellespont (Hdt.).<br />Derivatives: <b class="b3">Βοσπόρειος</b>, <b class="b3">-ιος</b>, <b class="b3">-ίτης</b> (S.), <b class="b3">Βοσπορεῖον</b> a tempel (Decr. ap. D.), <b class="b3">Βοσπορηνός</b>, <b class="b3">-ανός</b> <b class="b2">inhabitant of the kingdom of B.</b> (Str.); s. Chantr. Form. 206; Schwyzer 490.<br />Etymology: 1Ox-ford', from <b class="b3">*Βοόσ-πορος</b> through hyphairesis; s. Kretschmer, Glotta 27 (1939) 29 (who compares <b class="b3">Βούπορθμος</b> near Hermione).
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of several stratits, esp. = thestrait ofByzantium; also used for the Hellespont (Hdt.).<br />Derivatives: [[Βοσπόρειος]], <b class="b3">-ιος</b>, <b class="b3">-ίτης</b> (S.), [[Βοσπορεῖον]] a tempel (Decr. ap. D.), [[Βοσπορηνός]], <b class="b3">-ανός</b> <b class="b2">inhabitant of the kingdom of B.</b> (Str.); s. Chantr. Form. 206; Schwyzer 490.<br />Etymology: 1Ox-ford', from <b class="b3">*Βοόσ-πορος</b> [[through hyphairesis]]; s. Kretschmer, Glotta 27 (1939) 29 (who compares [[Βούπορθμος]] near Hermione).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />ox-[[ford]], [[name]] of [[several]] straits, of [[which]] the Thracian and Cimmerian are [[best]] [[known]], Hdt.; also of the [[Hellespont]], Aesch., Soph.
|mdlsjtxt=<br />ox-[[ford]], [[name]] of [[several]] straits, of [[which]] the Thracian and Cimmerian are [[best]] [[known]], Hdt.; also of the [[Hellespont]], Aesch., Soph.
}}
{{FriskDe
|ftr='''Βόσπορος''': {Bósporos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. mehrerer Meerengen, aber vorzügl. = die Meerenge von Konstantinopel, auch auf den Hellespont bezogen (Hdt., A. usw.).<br />'''Derivative''': Vereinzelt gebrauchte Ableitungen: Βοσπόρειος, -ιος, -ίτης (S.), Βοσπορεῖον N. eines Tempels (Decr. ap. D.), Βοσπορηνός, -ανός ‘Bewohner des Königtums von B.’ (Str.); zur Bildung Chantraine Formation 206; Schwyzer 490 m. Lit.<br />'''Etymology''' : Eig. "Rinderfurt", aus *Βοόσπορος durch Hyphärese entstanden; s. zuletzt Kretschmer Glotta 27, 29.<br />'''Page''' 1,254
}}
{{trml
|trtx=af: Bosporus; am: የቦስፖሮስ ወሽመጥ; ang: Bosporos; an: Bosforo; ar: البوسفور; arz: البوسفور; ast: Bósforu; az: Bosfor; ba: Босфор; be_x_old: Басфор; be: Басфор; bg: Босфор; bn: বসফরাস প্রণালী; br: Bosfor; bs: Bosfor; bxr: Босфорой хоолой; ca: Bòsfor; ceb: Bosporo; ce: Босфор; cs: Bospor; cv: Босфор; cy: Bosphorus; da: Bosporus; de: Bosporus; el: Βόσπορος; en: Bosporus; eo: Bosporo; es: Bósforo; et: Bosporus; eu: Bosforo; ext: Bósforu; fa: تنگه بسفر; fi: Bosporinsalmi; frr: Bosporus; fr: Bosphore; fy: Bosporus; gag: Bosfor; ga: An Bhosparais; gd: Bòsfaras; gl: Bósforo; gn: Bósforo; he: בוספורוס; hi: बोस्पोरुस जलसन्धि; hr: Bospor; hsb: Bosporus; hu: Boszporusz; hy: Բոսֆոր; ia: Bosporo; id: Selat Bosporus; is: Bosporussund; it: Bosforo; ja: ボスポラス海峡; jv: Selat Bosporus; kaa: Bosfor; ka: ბოსფორი; kk: Босфор бұғазы; ko: 보스포루스 해협; ku: Tengava Stembolê; ky: Босфор; lad: Bosfor; la: Bosporus; lb: Bosporus; li: Bosporus; lmo: Bosfor; lt: Bosforo sąsiauris; lv: Bosfors; mk: Босфор; ml: ബോസ്ഫറസ്; mn: Босфорын хоолой; mr: बोस्फोरस; ms: Bosporus; mzn: بسفر تنگه; nds: Bosporus; new: बस्फरस जलसन्धि; nl: Bosporus; nn: Bosporos; no: Bosporos; oc: Bosfòr; pl: Bosfor; pnb: باسفورس; pt: Bósforo; ro: Bosfor; rue: Боспор; ru: Босфор; scn: Bosfuru; sco: Bosphorus; sc: Bòsforu; sh: Bosfor; simple: Bosporus; sk: Bospor; sl: Bospor; so: Boosfoor; sq: Bosfori; sr: Босфор; su: Selat Bosporus; sv: Bosporen; sw: Bosporus; ta: பொசுபோரசு; th: ช่องแคบบอสพอรัส; tr: İstanbul Boğazı; tt: Босфор бугазы; uk: Босфор; ur: آبنائے باسفورس; uz: Bosfor; vi: Bosporus; vls: Bosporus; war: Bosforo; wuu: 博斯普鲁斯海峡; xmf: ბოსფორი; yi: באספארוס; zh_yue: 伊斯坦堡海峽; zh: 伊斯坦布尔海峡
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 28 November 2022

Wikipedia EN

The Bosporus (/ˈbɒspərəs/) or Bosphorus (/-pər-, -fər-/; Ancient Greek: Βόσπορος Bosporos [bós.po.ros]; Turkish: İstanbul Boğazı 'Istanbul strait', colloquially Boğaz), is a narrow, natural strait and an internationally significant waterway located in northwestern Turkey. It forms part of the continental boundary between Asia and Europe, and divides Turkey by separating Anatolia from Thrace. It is the world's narrowest strait used for international navigation. The Bosporus connects the Black Sea with the Sea of Marmara, and, by extension via the Dardanelles, the Aegean and Mediterranean seas, and by the Kerch Strait, the sea of Azov.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Bosphore ou détroit litt. passage pour un bœuf, pê p. allus. à la traversée de la vache Io;
subst.
1 Βόσπορος Θρᾴκιος, (ion.) Θρηΐκιος, ou simpl.Βόσπορος ESCHL le Bosphore de Thrace (auj. le détroit de Constantinople) entre la Thrace et l'Asie Mineure;
2 Βόσπορος Κιμμέριος ou Κιμμερικός, le Bosphore Cimmérien (auj. le détroit d'Iénikalé) entre le Palus Méotide et le Pont-Euxin ; p. ext. côte du Bosphore Cimmérien.
Étymologie: βοῦς, πόρος ; cf. l'angl. Oxford.

Russian (Dvoretsky)

Βόσπορος: ὁ Боспор, «Коровий брод» (название двух проливов): Β. или Β. θρᾴκιος (ион. θρηΐκιος) Боспор Фракийский, позже Константинопольский пролив, ныне Босфор Aesch., Her., Polyb.; Β. Κιμέριος или Κιμμερικός Босфор Киммерийский, ныне Керченский пролив Aeschin., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

Βόσπορος: ὁ, (βοὸς πόρος Ὀππ. Ἁλ. 1. 617) κυρίως «τὸ πέρασμα τοῦ βοός», ὄνομα διδόμενον εἴς τινας πορθμούς, ἐκ τῶν ὁποίων γνωστότατοι εἶναι ὁ Θρακικὸς καὶ ὁ Κιμμέριος, Ἡρόδ. 4. 83 καὶ 12, κτλ.· ἀλλ ᾽ ἐνίοτε τὸ ὄνομα τοῦτο ἐδίδετο καὶ εἰς τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 723, 756, Σοφ. Αἴ. 886, καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. (Περὶ τῆς μυθικῆς ἀρχῆς τοῦ ὀνόματος ἴδε Αἰσχύλ. Πρ. 732, Λόγγ. 1. 30· - εἶναι ὅμως μοναδικὸν παράδειγμα συνθέσεως τὸ βοσ- ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ βοῦς). - Ἐπίθ. Βοσπόρειος, ον, Στέφ. Β.· Βοσπόριος, α, ον, Σοφ. Αἴ. ἔνθ᾽ ἀνωτ.· ἐντεῦθεν τὸ Βοσπορεῖον, ὡς ὄνομα ναοῦ ἀπαντᾷ ἐν ψηφίσμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 11: - Βοσπορίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρὰ τὸν Βόσπορον κατοικῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 446· ὡσαύτως, Βοσπορανός, ὁ, Στράβ. 312, 495· Βοσπορηνός, ὁ αὐτ. 762.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ I Bósforo
1 Bósforo Tracio estrecho entre Europa y Asia que une el Ponto Euxino y la Propóntide, actual Bósforo, A.Pers.723, Hdt.4.83, 85, Plb.4.39.4, Euthydemus SHell.455.4, Str.2.5.23, I.AI 16.16, D.P.140
llamado también Β. Μύσιος Str.12.4.8.
2 Bósforo Cimerio estrecho que une el Ponto Euxino y la laguna Meótide, actual estrecho de Kerch, Hdt.4.12, 100, Arist.HA 552b18, Scymn.873, Plb.4.39.3, D.S.4.28, Str.2.1.16, 5.23, Plu.Thes.27, Sull.11, Luc.Tox.4, Ptol.Geog.5.8.1
tb. llamado Β. ὁ Σκυθικός Hsch., ὁ τῆς Ἀσίας Β. St.Byz.s.u. Ζυγοί.
3 ciudad en la costa europea del estrecho del mismo nombre, tb. llamada Panticapeon, actual Kerch, Aeschin.3.171, D.20.29, 36, Scymn.837, 898, Plu.Pomp.38, App.BC 2.92, D.C.37.14.2, St.Byz.s.u. y s.u. Παρθένου ἱερόν, Men.Prot.19.1.139, Procop.Aed.3.7.10.
4 estrecho de la India, St.Byz.
II adj. -ος, -ον del Bósforo ἀκτή ref. a Bizancio, Nonn.D.3.368.
• Etimología: Comp. de Βοϝός-πορος ‘paso de la vaca’ c. primer término *gu̯eH3- ‘vaca’ c. hapl. y para el segundo v. πείρω

Greek Monolingual

ο (AM Βόσπορος)
το πέρασμα της βοός, της αγελάδας, ο πορθμός που ενώνει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων πορθμών («Θρακικός Βόσπορος», «Κιμμέριος Βόσπορος»)
2. ο Ελλήσποντος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. Βόσπορος προήλθε με υφαίρεση από το Βοόσ-πορος, που ερμηνεύθηκε πιθ. παρετυμολογικά από τους αρχαίους ως «πέρασμα της βοός». Ίσως συνδέθηκε η ονομασία με τον μύθο της Ιούς, που πέρασε τον πορθμό μεταμορφωμένη σε βόδι. Τέλος, ο τ. Βόσπορος εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με το τοπωνύμιο Βούπορθμος (ακρωτήριο της Β. Αργολίδας στην περιοχή της Ερμιονίδας)].

Greek Monotonic

Βόσπορος: ὁ, σημείο διάβασης των βοδιών, ονομασία αρκετών στενών, πορθμών, από τους οποίους πιο γνωστοί είναι ο Θρακικός και ο Κιμμέριος, σε Ηρόδ.· επίσης, έτσι ονομάζεται και το στενό του Ελλησπόντου, σε Αισχύλ., Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of several stratits, esp. = thestrait ofByzantium; also used for the Hellespont (Hdt.).
Derivatives: Βοσπόρειος, -ιος, -ίτης (S.), Βοσπορεῖον a tempel (Decr. ap. D.), Βοσπορηνός, -ανός inhabitant of the kingdom of B. (Str.); s. Chantr. Form. 206; Schwyzer 490.
Etymology: 1Ox-ford', from *Βοόσ-πορος through hyphairesis; s. Kretschmer, Glotta 27 (1939) 29 (who compares Βούπορθμος near Hermione).

Middle Liddell


ox-ford, name of several straits, of which the Thracian and Cimmerian are best known, Hdt.; also of the Hellespont, Aesch., Soph.

Frisk Etymology German

Βόσπορος: {Bósporos}
Grammar: m.
Meaning: N. mehrerer Meerengen, aber vorzügl. = die Meerenge von Konstantinopel, auch auf den Hellespont bezogen (Hdt., A. usw.).
Derivative: Vereinzelt gebrauchte Ableitungen: Βοσπόρειος, -ιος, -ίτης (S.), Βοσπορεῖον N. eines Tempels (Decr. ap. D.), Βοσπορηνός, -ανός ‘Bewohner des Königtums von B.’ (Str.); zur Bildung Chantraine Formation 206; Schwyzer 490 m. Lit.
Etymology : Eig. "Rinderfurt", aus *Βοόσπορος durch Hyphärese entstanden; s. zuletzt Kretschmer Glotta 27, 29.
Page 1,254

Translations

af: Bosporus; am: የቦስፖሮስ ወሽመጥ; ang: Bosporos; an: Bosforo; ar: البوسفور; arz: البوسفور; ast: Bósforu; az: Bosfor; ba: Босфор; be_x_old: Басфор; be: Басфор; bg: Босфор; bn: বসফরাস প্রণালী; br: Bosfor; bs: Bosfor; bxr: Босфорой хоолой; ca: Bòsfor; ceb: Bosporo; ce: Босфор; cs: Bospor; cv: Босфор; cy: Bosphorus; da: Bosporus; de: Bosporus; el: Βόσπορος; en: Bosporus; eo: Bosporo; es: Bósforo; et: Bosporus; eu: Bosforo; ext: Bósforu; fa: تنگه بسفر; fi: Bosporinsalmi; frr: Bosporus; fr: Bosphore; fy: Bosporus; gag: Bosfor; ga: An Bhosparais; gd: Bòsfaras; gl: Bósforo; gn: Bósforo; he: בוספורוס; hi: बोस्पोरुस जलसन्धि; hr: Bospor; hsb: Bosporus; hu: Boszporusz; hy: Բոսֆոր; ia: Bosporo; id: Selat Bosporus; is: Bosporussund; it: Bosforo; ja: ボスポラス海峡; jv: Selat Bosporus; kaa: Bosfor; ka: ბოსფორი; kk: Босфор бұғазы; ko: 보스포루스 해협; ku: Tengava Stembolê; ky: Босфор; lad: Bosfor; la: Bosporus; lb: Bosporus; li: Bosporus; lmo: Bosfor; lt: Bosforo sąsiauris; lv: Bosfors; mk: Босфор; ml: ബോസ്ഫറസ്; mn: Босфорын хоолой; mr: बोस्फोरस; ms: Bosporus; mzn: بسفر تنگه; nds: Bosporus; new: बस्फरस जलसन्धि; nl: Bosporus; nn: Bosporos; no: Bosporos; oc: Bosfòr; pl: Bosfor; pnb: باسفورس; pt: Bósforo; ro: Bosfor; rue: Боспор; ru: Босфор; scn: Bosfuru; sco: Bosphorus; sc: Bòsforu; sh: Bosfor; simple: Bosporus; sk: Bospor; sl: Bospor; so: Boosfoor; sq: Bosfori; sr: Босфор; su: Selat Bosporus; sv: Bosporen; sw: Bosporus; ta: பொசுபோரசு; th: ช่องแคบบอสพอรัส; tr: İstanbul Boğazı; tt: Босфор бугазы; uk: Босфор; ur: آبنائے باسفورس; uz: Bosfor; vi: Bosporus; vls: Bosporus; war: Bosforo; wuu: 博斯普鲁斯海峡; xmf: ბოსფორი; yi: באספארוס; zh_yue: 伊斯坦堡海峽; zh: 伊斯坦布尔海峡