βέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
(1a)
m (Text replacement - ",," to ",")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=veomai
|Transliteration C=veomai
|Beta Code=be/omai
|Beta Code=be/omai
|Definition=and βείομαι, Homeric subj. used as fut., I <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shall live</b>, οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν <span class="bibl">Il.15.194</span>; οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ <span class="bibl">16.852</span>, cf. <span class="bibl">24.131</span>; τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα <b class="b2">;</b> <span class="bibl">22.431</span>. (Cf. <b class="b3">βιόμεσθα, βίονται</b> (v. <b class="b3">βιόω</b>), whence <b class="b3">βίομαι, βίε'</b> should perh. be restored in Hom.) </span>
|Definition=and [[βείομαι]], Homeric subj. used as fut., [[I shall live]], οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194; οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ 16.852, cf. 24.131; τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα; 22.431. (Cf. [[βιόμεσθα]], [[βίονται]] (v. [[βιόω]]), whence <b class="b3">βίομαι, βίε'</b> should perhaps be restored in Hom.)
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βείομαι]] <i>Il</i>.22.431; βίομαι <i>h.Ap</i>.528<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. hom.]<br />[[viviré]] οὔ τι Διὸς [[βέομαι]] φρεσίν <i>Il</i>.15.194, οὐδ' αὐτὸς δηρὸν [[βέῃ]] (pero cf. [[βείῃ]] Hsch.) <i>Il</i>.16.852, cf. 24.131, τί νυ [[βείομαι]] αἰνὰ παθοῦσα <i>Il</i>.22.431, πῶς καὶ νῦν βιόμεσθα; <i>h.Ap</i>.l.c., ψυχαὶ δὲ βέονται Λοκρῶν Orác. en Phleg.36.2.8.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>g<sup>u̯</sup>iH3</i>- ‘[[vivir]]’ en grado P/ø, y rel. c. av. <i>gaya</i> ‘[[vida]]’, ai. <i>gáya</i>; c. otro grado vocálico ø/P, cf. ἐβίων, βιῶναι y tb. ζώω q.u.; c. caída de la laringal [[βέομαι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0442.png Seite 442]] auch [[βείομαι]], Hom. nur praes. mit Futur-, Bdtg. ich werde wandeln (βῆναι), ich werde leben, Il. 15, 194. 16, 852. 22, 431. 24, 131. Andere bringen es mit [[βίος]] zusammen; danach wäre [[βείομαι]] die ursprüngl. Form, durch guna ει aus ι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0442.png Seite 442]] auch [[βείομαι]], Hom. nur praes. mit Futur-, Bdtg. ich werde wandeln (βῆναι), ich werde leben, Il. 15, 194. 16, 852. 22, 431. 24, 131. Andere bringen es mit [[βίος]] zusammen; danach wäre [[βείομαι]] die ursprüngl. Form, durch guna ει aus ι.
}}
{{bailly
|btext=<i>par renforcement épq.</i> [[βείομαι]];<br /><i>prés. au sens d'un fut.</i><br />[[vivre]].<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[βίος]].
}}
{{elru
|elrutext='''βέομαι:''' и [[βείομαι]] fut. к [[βιόω]] (только 1 и 2 л. sing.) жить; ἐγὼ τί νυ [[βείομαι]]; Hom. к чему мне теперь жить?
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βέομαι''': καὶ [[βείομαι]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον, [[μετὰ]] σημασ. μέλλ., θὰ ζήσω, [[οὔτι]] Διὸς [[βέομαι]] φρεσὶν Ἰλ. Ο. 194· οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέη II. 852, πρβλ. Ω. 131· ἐγὼ δειλή τὲ νυ [[βείομαι]] Χ. 431. (Ὀ Κούρτιος φρονεῖ ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τῶν λέξεων [[βίος]], [[βιόω]]).
|lstext='''βέομαι''': καὶ [[βείομαι]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον, μετὰ σημασ. μέλλ., θὰ ζήσω, [[οὔτι]] Διὸς [[βέομαι]] φρεσὶν Ἰλ. Ο. 194· οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέη II. 852, πρβλ. Ω. 131· ἐγὼ δειλή τὲ νυ [[βείομαι]] Χ. 431. (Ὀ Κούρτιος φρονεῖ ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τῶν λέξεων [[βίος]], [[βιόω]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>par renforcement épq.</i> [[βείομαι]];<br /><i>prés. au sens d’un fut.</i><br />vivre.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[βίος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=2 [[sing]]. [[βέῃ]], pres. w. fut. signif.: shall ([[will]]) [[live]], Il. 15.194, Il. 16.852, Il. 22.22, , Il. 24.131.
|auten=2 [[sing]]. [[βέῃ]], pres. w. fut. signif.: shall ([[will]]) [[live]], Il. 15.194, Il. 16.852, Il. 22.22, Il. 24.131.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βείομαι]] <i>Il</i>.22.431; βίομαι <i>h.Ap</i>.528<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. hom.]<br />[[viviré]] οὔ τι Διὸς [[βέομαι]] φρεσίν <i>Il</i>.15.194, οὐδ' αὐτὸς δηρὸν [[βέῃ]] (pero cf. βείῃ Hsch.) <i>Il</i>.16.852, cf. 24.131, τί νυ [[βείομαι]] αἰνὰ παθοῦσα <i>Il</i>.22.431, πῶς καὶ νῦν βιόμεσθα; <i>h.Ap</i>.l.c., ψυχαὶ δὲ βέονται Λοκρῶν Orác. en Phleg.36.2.8.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>g<sup>u̯</sup>iH3</i>- ‘vivir’ en grado P/ø, y rel. c. av. <i>gaya</i> ‘vida’, ai. <i>gáya</i>; c. otro grado vocálico ø/P, cf. ἐβίων, βιῶναι y tb. ζώω q.u.; c. caída de la laringal [[βέομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βέομαι]] και [[βείομαι]] (Α)<br />θα ζήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βέομαι]] ανήκει στην [[ίδια]] [[ομάδα]] με τα [[βίος]]- <i>εβίων</i>, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με [[σημασία]] μέλλοντος και θεωρείται [[υποτακτική]] με βραχύ [[φωνήεν]] ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>ey</i>(<i>∂</i>)-, με απαθή την πρώτη [[συλλαβή]] και συνεσταλμένη τη δεύτερη (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>gaya</i>- «ζωή», αρχ. ινδ. <i>gaya</i>- «το [[αγαθό]] της ζωής»). Με [[βάση]] την [[άποψη]] αυτή ο τ. [[βείομαι]] [[είναι]] πιθ. [[αποτέλεσμα]] μετρικής έκτασης [[μολονότι]] έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι το [[βείομαι]] δεν [[είναι]] [[υποτακτική]] [[αλλά]] οριστική ενεστώτα].
|mltxt=[[βέομαι]] και [[βείομαι]] (Α)<br />θα ζήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βέομαι]] ανήκει στην [[ίδια]] [[ομάδα]] με τα [[βίος]]- <i>εβίων</i>, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με [[σημασία]] μέλλοντος και θεωρείται [[υποτακτική]] με βραχύ [[φωνήεν]] ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>ey</i>(<i>∂</i>)-, με απαθή την πρώτη [[συλλαβή]] και συνεσταλμένη τη δεύτερη ([[πρβλ]]. αβεστ. <i>gaya</i>- «ζωή», αρχ. ινδ. <i>gaya</i>- «το [[αγαθό]] της ζωής»). Με [[βάση]] την [[άποψη]] αυτή ο τ. [[βείομαι]] [[είναι]] πιθ. [[αποτέλεσμα]] μετρικής έκτασης [[μολονότι]] έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι το [[βείομαι]] δεν [[είναι]] [[υποτακτική]] [[αλλά]] οριστική ενεστώτα].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βέομαι:''' και [[βείομαι]], βʹ ενικ. <i>βέῃ</i>, σε Όμηρ. με [[σημασία]] μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το [[βιόω]])· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του [[βαίνω]].
|lsmtext='''βέομαι:''' και [[βείομαι]], βʹ ενικ. <i>βέῃ</i>, σε Όμηρ. με [[σημασία]] μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το [[βιόω]])· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του [[βαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''βέομαι:''' и [[βείομαι]] fut. к [[βιόω]] (только 1 и 2 л. sing.) жить; ἐγὼ τί νυ [[βείομαι]]; Hom. к чему мне теперь жить?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Homeric fut. with no pres. in use]<br />I shall [[live]] ([[akin]] to [[βιόω]]):— others [[regard]] it epic fut. of [[βαίνω]].
|mdlsjtxt=[Homeric fut. with no pres. in use]<br />I shall [[live]] ([[akin]] to [[βιόω]]):— others [[regard]] it epic fut. of [[βαίνω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:09, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέομαι Medium diacritics: βέομαι Low diacritics: βέομαι Capitals: ΒΕΟΜΑΙ
Transliteration A: béomai Transliteration B: beomai Transliteration C: veomai Beta Code: be/omai

English (LSJ)

and βείομαι, Homeric subj. used as fut., I shall live, οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194; οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ 16.852, cf. 24.131; τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα; 22.431. (Cf. βιόμεσθα, βίονται (v. βιόω), whence βίομαι, βίε' should perhaps be restored in Hom.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): βείομαι Il.22.431; βίομαι h.Ap.528
• Morfología: [fut. hom.]
viviré οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194, οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ (pero cf. βείῃ Hsch.) Il.16.852, cf. 24.131, τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα Il.22.431, πῶς καὶ νῦν βιόμεσθα; h.Ap.l.c., ψυχαὶ δὲ βέονται Λοκρῶν Orác. en Phleg.36.2.8.
• Etimología: De la r. *giH3- ‘vivir’ en grado P/ø, y rel. c. av. gayavida’, ai. gáya; c. otro grado vocálico ø/P, cf. ἐβίων, βιῶναι y tb. ζώω q.u.; c. caída de la laringal βέομαι.

German (Pape)

[Seite 442] auch βείομαι, Hom. nur praes. mit Futur-, Bdtg. ich werde wandeln (βῆναι), ich werde leben, Il. 15, 194. 16, 852. 22, 431. 24, 131. Andere bringen es mit βίος zusammen; danach wäre βείομαι die ursprüngl. Form, durch guna ει aus ι.

French (Bailly abrégé)

par renforcement épq. βείομαι;
prés. au sens d'un fut.
vivre.
Étymologie: apparenté à βίος.

Russian (Dvoretsky)

βέομαι: и βείομαι fut. к βιόω (только 1 и 2 л. sing.) жить; ἐγὼ τί νυ βείομαι; Hom. к чему мне теперь жить?

Greek (Liddell-Scott)

βέομαι: καὶ βείομαι, παρ’ Ὁμήρ. μόνον, μετὰ σημασ. μέλλ., θὰ ζήσω, οὔτι Διὸς βέομαι φρεσὶν Ἰλ. Ο. 194· οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέη II. 852, πρβλ. Ω. 131· ἐγὼ δειλή τὲ νυ βείομαι Χ. 431. (Ὀ Κούρτιος φρονεῖ ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τῶν λέξεων βίος, βιόω).

English (Autenrieth)

2 sing. βέῃ, pres. w. fut. signif.: shall (will) live, Il. 15.194, Il. 16.852, Il. 22.22, Il. 24.131.

Greek Monolingual

βέομαι και βείομαι (Α)
θα ζήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βέομαι ανήκει στην ίδια ομάδα με τα βίος- εβίων, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία μέλλοντος και θεωρείται υποτακτική με βραχύ φωνήεν ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας gwey()-, με απαθή την πρώτη συλλαβή και συνεσταλμένη τη δεύτερη (πρβλ. αβεστ. gaya- «ζωή», αρχ. ινδ. gaya- «το αγαθό της ζωής»). Με βάση την άποψη αυτή ο τ. βείομαι είναι πιθ. αποτέλεσμα μετρικής έκτασης μολονότι έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι το βείομαι δεν είναι υποτακτική αλλά οριστική ενεστώτα].

Greek Monotonic

βέομαι: και βείομαι, βʹ ενικ. βέῃ, σε Όμηρ. με σημασία μέλ. χωρίς ενεστ. σε χρήση, θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το βιόω)· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του βαίνω.

Middle Liddell

[Homeric fut. with no pres. in use]
I shall live (akin to βιόω):— others regard it epic fut. of βαίνω.