ἰδιωτεία: Difference between revisions

(1ab)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idioteia
|Transliteration C=idioteia
|Beta Code=i)diwtei/a
|Beta Code=i)diwtei/a
|Definition=[<b class="b3">ῐδ], ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">private station</b>, opp. <b class="b3">τυραννίς</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>8.1</span>; opp. <b class="b3">βασιλεία</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>696a</span>: pl., opp. <b class="b3">ἀρχαί</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>618d</span>; <b class="b3">ἐν ἰ</b>., opp. <b class="b3">ἐν φιλοσοφίᾳ</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>2.277 S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">uncouthness, want of education</b>, <span class="bibl">Luc. <span class="title">Hist.Conscr.</span>27</span>, <span class="bibl"><span class="title">Abd.</span>7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">defenceless condition</b>, τῆς ἰ. ἡμῶν καταφρονοῦντες <span class="title">SIG</span>888.65 (Scaptopara, iii A.D.).</span>
|Definition=[ῐδ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[private station]], opp. [[τυραννίς]], X.''Hier.''8.1; opp. [[βασιλεία]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''696a: pl., opp. [[ἀρχαί]], Id.''R.''618d; <b class="b3">ἐν ἰ.</b>, opp. <b class="b3">ἐν φιλοσοφίᾳ</b>, Phld.''Rh.''2.277 S.<br><span class="bld">II</span> [[uncouthness]], [[want of education]], Luc. ''Hist.Conscr.''27, ''Abd.''7.<br><span class="bld">III</span> [[defenceless condition]], τῆς ἰ. ἡμῶν καταφρονοῦντες ''SIG''888.65 (Scaptopara, iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1237.png Seite 1237]] ἡ, das Leben eines Privatmannes, Ggstz [[βασιλεία]], Plat. Legg. III, 696 a, ἀρχαί, Rep. X, 618 d. – Unwissenheit, Mangel an Bildung, καὶ [[ἀπειροκαλία]] Luc. hist. scrib. 27 abdic. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1237.png Seite 1237]] ἡ, das Leben eines Privatmannes, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[βασιλεία]], Plat. Legg. III, 696 a, ἀρχαί, Rep. X, 618 d. – Unwissenheit, Mangel an Bildung, καὶ [[ἀπειροκαλία]] Luc. hist. scrib. 27 abdic. 7.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[vie d'un simple particulier]], [[vie privée]];<br /><b>2</b> manque d'éducation, ignorance.<br />'''Étymologie:''' [[ἰδιώτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιωτεία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[частная жизнь]] (τὸ ἄρχειν καὶ ἡ ἰ. Xen.; καὶ βασιλείᾳ καὶ ἰδιωτείᾳ Plat.): καὶ ἰδιωτεῖαι καὶ ἀρχαί Plat. частная ли жизнь, или жизнь государственного мужа;<br /><b class="num">2</b> [[невежественность]], [[необразованность]] (ἰ. καὶ [[ἀπειροκαλία]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδιωτεία''': ἡ, ἰδιωτικὸς [[βίος]] ἢ ἐνασχόλησις, Ξεν. Ἱέρ. 8, 1· ἀντίθετον τῷ βασιλείᾳ, Πλάτ. Νόμ. 696Α· ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετον τῷ ἀρχαί, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 618D. ΙΙ. [[σκαιότης]], [[φορτικότης]], [[ἔλλειψις]] ἀνατροφῆς, [[ἀπειροκαλία]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, Ἀποκηρυττ. 7.
|lstext='''ἰδιωτεία''': ἡ, ἰδιωτικὸς [[βίος]] ἢ ἐνασχόλησις, Ξεν. Ἱέρ. 8, 1· ἀντίθετον τῷ βασιλείᾳ, Πλάτ. Νόμ. 696Α· ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετον τῷ ἀρχαί, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 618D. ΙΙ. [[σκαιότης]], [[φορτικότης]], [[ἔλλειψις]] ἀνατροφῆς, [[ἀπειροκαλία]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, Ἀποκηρυττ. 7.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> vie d’un simple particulier, vie privée;<br /><b>2</b> manque d’éducation, ignorance.<br />'''Étymologie:''' [[ἰδιώτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἰδιωτεία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ακραίος]] [[βαθμός]] διανοητικής ανεπάρκειας ή καθυστέρησης [[τέτοιος]] ώστε το [[άτομο]] που τήν παρουσιάζει δεν μπορεί να μάθει να τρώει ή να ντύνεται, να συνομιλεί ή να ελέγχει τις απεκκρίσεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδιωτικός]] [[βίος]]<br /><b>2.</b> [[αδεξιότητα]], [[έλλειψη]] ανατροφής («ὑπὸ δὲ ἰδιωτείας καὶ ἀπειροκαλίας καὶ ἀγνοίας... τὰ μικρότατα., [[φιλοπόνως]] ἑρμηνεύουσιν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] ισχύος, [[αδυναμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>idiotie</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>idiota</i> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]])].
|mltxt=η (Α [[ἰδιωτεία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ακραίος]] [[βαθμός]] διανοητικής ανεπάρκειας ή καθυστέρησης [[τέτοιος]] ώστε το [[άτομο]] που τήν παρουσιάζει δεν μπορεί να μάθει να τρώει ή να ντύνεται, να συνομιλεί ή να ελέγχει τις απεκκρίσεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδιωτικός]] [[βίος]]<br /><b>2.</b> [[αδεξιότητα]], [[έλλειψη]] ανατροφής («ὑπὸ δὲ ἰδιωτείας καὶ ἀπειροκαλίας καὶ ἀγνοίας... τὰ μικρότατα., [[φιλοπόνως]] ἑρμηνεύουσιν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] ισχύος, [[αδυναμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>idiotie</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>idiota</i> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰδιωτεία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ιδιωτική [[ζωή]] ή [[ενασχόληση]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκαιότητα]], [[φορτικότητα]], [[έλλειψη]] ανατροφής, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἰδιωτεία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ιδιωτική [[ζωή]] ή [[ενασχόληση]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκαιότητα]], [[φορτικότητα]], [[έλλειψη]] ανατροφής, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιωτεία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> частная жизнь (τὸ ἄρχειν καὶ ἡ ἰ. Xen.; καὶ βασιλείᾳ καὶ ἰδιωτείᾳ Plat.): καὶ ἰδιωτεῖαι καὶ ἀρχαί Plat. частная ли жизнь, или жизнь государственного мужа;<br /><b class="num">2)</b> невежественность, необразованность (ἰ. καὶ [[ἀπειροκαλία]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰδιωτεία]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[private]] [[life]] or [[business]], Xen., Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[uncouthness]], [[want]] of [[education]], Luc. [from [[ἰδιώτης]]
|mdlsjtxt=[[ἰδιωτεία]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[private]] [[life]] or [[business]], Xen., Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[uncouthness]], [[want]] of [[education]], Luc. [from [[ἰδιώτης]]
}}
}}

Latest revision as of 13:37, 23 March 2024

English (LSJ)

[ῐδ], ἡ,
A private station, opp. τυραννίς, X.Hier.8.1; opp. βασιλεία, Pl.Lg.696a: pl., opp. ἀρχαί, Id.R.618d; ἐν ἰ., opp. ἐν φιλοσοφίᾳ, Phld.Rh.2.277 S.
II uncouthness, want of education, Luc. Hist.Conscr.27, Abd.7.
III defenceless condition, τῆς ἰ. ἡμῶν καταφρονοῦντες SIG888.65 (Scaptopara, iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1237] ἡ, das Leben eines Privatmannes, Gegensatz βασιλεία, Plat. Legg. III, 696 a, ἀρχαί, Rep. X, 618 d. – Unwissenheit, Mangel an Bildung, καὶ ἀπειροκαλία Luc. hist. scrib. 27 abdic. 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 vie d'un simple particulier, vie privée;
2 manque d'éducation, ignorance.
Étymologie: ἰδιώτης.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιωτεία:
1 частная жизнь (τὸ ἄρχειν καὶ ἡ ἰ. Xen.; καὶ βασιλείᾳ καὶ ἰδιωτείᾳ Plat.): καὶ ἰδιωτεῖαι καὶ ἀρχαί Plat. частная ли жизнь, или жизнь государственного мужа;
2 невежественность, необразованность (ἰ. καὶ ἀπειροκαλία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιωτεία: ἡ, ἰδιωτικὸς βίος ἢ ἐνασχόλησις, Ξεν. Ἱέρ. 8, 1· ἀντίθετον τῷ βασιλείᾳ, Πλάτ. Νόμ. 696Α· ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετον τῷ ἀρχαί, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 618D. ΙΙ. σκαιότης, φορτικότης, ἔλλειψις ἀνατροφῆς, ἀπειροκαλία, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, Ἀποκηρυττ. 7.

Greek Monolingual

η (Α ἰδιωτεία)
νεοελλ.
ιατρ. ακραίος βαθμός διανοητικής ανεπάρκειας ή καθυστέρησης τέτοιος ώστε το άτομο που τήν παρουσιάζει δεν μπορεί να μάθει να τρώει ή να ντύνεται, να συνομιλεί ή να ελέγχει τις απεκκρίσεις του
αρχ.
1. ιδιωτικός βίος
2. αδεξιότητα, έλλειψη ανατροφής («ὑπὸ δὲ ἰδιωτείας καὶ ἀπειροκαλίας καὶ ἀγνοίας... τὰ μικρότατα., φιλοπόνως ἑρμηνεύουσιν», Λουκιαν.)
3. έλλειψη ισχύος, αδυναμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιώτης. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. γαλλ. idiotie < λατ. idiota < ιδιώτης)].

Greek Monotonic

ἰδιωτεία: ἡ,
I. ιδιωτική ζωή ή ενασχόληση, σε Ξεν., Πλάτ.
II. σκαιότητα, φορτικότητα, έλλειψη ανατροφής, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἰδιωτεία, ἡ,
I. private life or business, Xen., Plat.
II. uncouthness, want of education, Luc. [from ἰδιώτης