κατακνίζω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(1ab) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataknizo | |Transliteration C=kataknizo | ||
|Beta Code=katakni/zw | |Beta Code=katakni/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[chop up]], [[mince]], τι εἰς λεπτά Ath.9.376d.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[pick to pieces]], λόγους Isoc.12.17; τὰ τοῦ Ὁμήρου κ. λεπτά Luc. ''Hes.''5.<br><span class="bld">II</span> [[scratch]], [[irritate]], [[stimulate]] the scalp, Asclep. ap. Gal. 12.420:—Pass., [[varia lectio|v.l.]] in Dsc.2.123; to [[be prurient]], ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι Ar.''Pl.''973.<br><span class="bld">2</span> [[cut grooves in]], [[score]], ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι -ζοντες Diocl.Fr.26.<br><span class="bld">3</span> [[scarify]], [[let blood from]], -κνίσω (prob. for -κνήσω) σου τὸν πόδα Luc.''Ocyp.''91:—Pass., -κνισθεὶς τὸ σκέλος Orib.7.20.8 (= Gal.19.524, where -κνήσας). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1354.png Seite 1354]] zerritzen, zerstückeln; λόγους διαιροῦντες οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζοντες καὶ πάντα τρόπον διαφθείροντες Isocr. 12, 17; τὰ ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς λεπτὰ κατακνιζόμενα Ath. IX, 376 b. – Auf Einen sticheln, Luc. diss. c. Hes. 4. – Pass. κατακέκνισμαι, Ar. Plut. 973, ich brenne vor Liebe, ὑπ' ἔρωτος [[πάσχω]], Schol. Vgl. [[κατακνάω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1354.png Seite 1354]] zerritzen, zerstückeln; λόγους διαιροῦντες οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζοντες καὶ πάντα τρόπον διαφθείροντες Isocr. 12, 17; τὰ ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς λεπτὰ κατακνιζόμενα Ath. IX, 376 b. – Auf Einen sticheln, Luc. diss. c. Hes. 4. – Pass. κατακέκνισμαι, Ar. Plut. 973, ich brenne vor Liebe, ὑπ' ἔρωτος [[πάσχω]], Schol. Vgl. [[κατακνάω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf. Pass.</i> κατακέκνισμαι;<br /><b>1</b> [[déchirer de manière à causer une démangeaison]], [[une cuisson]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> [[déchiqueter]], [[déchirer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κνίζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-κνίζω in stukken snijden; geneesk..; κατακνίσω σου τὸν πόδα; zal ik een insnijding maken in je voet? Luc. 74.91; overdr.: τὰ τοῦ Ὁμήρου κατακνίζουσι ze peuteren de gedichten van Homerus uit elkaar Luc. 67.5. pass. jeuken; overdr.: κατακέκνισμαι ik jeuk van verlangen Aristoph. Pl. 973. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατακνίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[разрывать]], [[кромсать]] (τοὺς λόγους τινός Isocr.);<br /><b class="num">2</b> [[язвить]], [[колоть]] (τὰ τοῦ Ὁμήρου Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[терзать]]: κατακέκνισμαι Arph. я истерзан(а) (страстью). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κατατέμνω]], [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, τι εἰς λεπτὰ Ἀθήν. 376D∙ [[κόπτω]] εἰς μικρὰς λωρίδας, Λουκ. Ὠκυπ. 91∙ μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vellicare, διαιροῦνται οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζονται τοὺς λόγους καὶ διαφθείρονται Ἰσοκρ. 236C, Λουκ. Διάλ. π. Ἡσιόδ. 5. ΙΙ. [[γαργαλίζω]], Παθ., γαργαλίζομαι, [[αἰσθάνομαι]] κνησμὸν ἢ «φαγοῦραν», διεγείρεται ἡ (σαρκικὴ) [[ὄρεξις]]∙ ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι, ὑπὸ ἔρωτος [[πάσχω]], Ἀριστοφ. Πλ. 973. | |lstext='''κατακνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κατατέμνω]], [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, τι εἰς λεπτὰ Ἀθήν. 376D∙ [[κόπτω]] εἰς μικρὰς λωρίδας, Λουκ. Ὠκυπ. 91∙ μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vellicare, διαιροῦνται οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζονται τοὺς λόγους καὶ διαφθείρονται Ἰσοκρ. 236C, Λουκ. Διάλ. π. Ἡσιόδ. 5. ΙΙ. [[γαργαλίζω]], Παθ., γαργαλίζομαι, [[αἰσθάνομαι]] κνησμὸν ἢ «φαγοῦραν», διεγείρεται ἡ (σαρκικὴ) [[ὄρεξις]]∙ ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι, ὑπὸ ἔρωτος [[πάσχω]], Ἀριστοφ. Πλ. 973. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατακνίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], κάνω κομματάκια, [[ξεσχίζω]], [[κουρελιάζω]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> γαργαλάω· — Παθ., έχω [[φαγούρα]], [[υποφέρω]] από κνησμό, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κατακνίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], κάνω κομματάκια, [[ξεσχίζω]], [[κουρελιάζω]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> γαργαλάω· — Παθ., έχω [[φαγούρα]], [[υποφέρω]] από κνησμό, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. [[ | |mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιῶ<br /><b class="num">I.</b> to [[pull]] to pieces, [[shred]] [[small]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> to [[tickle]]: Pass. to [[itch]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
A chop up, mince, τι εἰς λεπτά Ath.9.376d.
2 metaph., pick to pieces, λόγους Isoc.12.17; τὰ τοῦ Ὁμήρου κ. λεπτά Luc. Hes.5.
II scratch, irritate, stimulate the scalp, Asclep. ap. Gal. 12.420:—Pass., v.l. in Dsc.2.123; to be prurient, ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι Ar.Pl.973.
2 cut grooves in, score, ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι -ζοντες Diocl.Fr.26.
3 scarify, let blood from, -κνίσω (prob. for -κνήσω) σου τὸν πόδα Luc.Ocyp.91:—Pass., -κνισθεὶς τὸ σκέλος Orib.7.20.8 (= Gal.19.524, where -κνήσας).
German (Pape)
[Seite 1354] zerritzen, zerstückeln; λόγους διαιροῦντες οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζοντες καὶ πάντα τρόπον διαφθείροντες Isocr. 12, 17; τὰ ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς λεπτὰ κατακνιζόμενα Ath. IX, 376 b. – Auf Einen sticheln, Luc. diss. c. Hes. 4. – Pass. κατακέκνισμαι, Ar. Plut. 973, ich brenne vor Liebe, ὑπ' ἔρωτος πάσχω, Schol. Vgl. κατακνάω.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. κατακέκνισμαι;
1 déchirer de manière à causer une démangeaison, une cuisson;
2 p. ext. déchiqueter, déchirer.
Étymologie: κατά, κνίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κνίζω in stukken snijden; geneesk..; κατακνίσω σου τὸν πόδα; zal ik een insnijding maken in je voet? Luc. 74.91; overdr.: τὰ τοῦ Ὁμήρου κατακνίζουσι ze peuteren de gedichten van Homerus uit elkaar Luc. 67.5. pass. jeuken; overdr.: κατακέκνισμαι ik jeuk van verlangen Aristoph. Pl. 973.
Russian (Dvoretsky)
κατακνίζω:
1 разрывать, кромсать (τοὺς λόγους τινός Isocr.);
2 язвить, колоть (τὰ τοῦ Ὁμήρου Luc.);
3 терзать: κατακέκνισμαι Arph. я истерзан(а) (страстью).
Greek (Liddell-Scott)
κατακνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κατατέμνω, κατακόπτω εἰς τεμάχια, τι εἰς λεπτὰ Ἀθήν. 376D∙ κόπτω εἰς μικρὰς λωρίδας, Λουκ. Ὠκυπ. 91∙ μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vellicare, διαιροῦνται οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζονται τοὺς λόγους καὶ διαφθείρονται Ἰσοκρ. 236C, Λουκ. Διάλ. π. Ἡσιόδ. 5. ΙΙ. γαργαλίζω, Παθ., γαργαλίζομαι, αἰσθάνομαι κνησμὸν ἢ «φαγοῦραν», διεγείρεται ἡ (σαρκικὴ) ὄρεξις∙ ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι, ὑπὸ ἔρωτος πάσχω, Ἀριστοφ. Πλ. 973.
Greek Monolingual
κατακνίζω (Α)
1. κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακομματιάζω
2. ξύνω δυνατά
3. χαράζω («ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι κατακνίζοντες», Διοκλ.)
4. κεντώ, γρατσουνίζω («κατακνίσω τὸν πόδα», Λουκ.)
5. παθ. κατακνίζομαι
είμαι ερεθισμένος («ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κνίζω «ξύνω, γρατσουνίζω»].
Greek Monotonic
κατακνίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, κάνω κομματάκια, ξεσχίζω, κουρελιάζω, σε Λουκ.
II. γαργαλάω· — Παθ., έχω φαγούρα, υποφέρω από κνησμό, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
I. to pull to pieces, shred small, Luc.
II. to tickle: Pass. to itch, Ar.