ὀχληρός: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(1ba) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ochliros | |Transliteration C=ochliros | ||
|Beta Code=o)xlhro/s | |Beta Code=o)xlhro/s | ||
|Definition=ά, όν, < | |Definition=ά, όν,<br><span class="bld">A</span> [[troublesome]], [[irksome]], [[importunate]], of persons, Aeschin.1.135, D.''Prooem.''48; ἴσθ' ὀ. ὢν δόμοις [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''460 (parody); ὀ. ἴσθ' ὤν E.''Hel.''452; τινι [[to]] one, Id.''Alc.''540, Pl.''Hp.Ma.''295b; of a writer, [[offensive]], D.H.''Th.''30.<br><span class="bld">2</span> of things, [[troublesome]], [[annoying]], [[Herodotus|Hdt.]]1.186, Isoc.5.151, etc. Adv. [[ὀχληρῶς]] = [[annoyingly]] D.H.''Dem.''15: Comp. ὀχληροτέρως, ἔχειν Hp.''Epid.''1.19, Phld.''Mus.''p.63K.<br><span class="bld">II</span> [[turbulent]], συμπόται Pl. ''R.''569a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνθανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ [[ἐπαχθής]], Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. [[ταραχώδης]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνθανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ [[ἐπαχθής]], Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. [[ταραχώδης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />importun, fatigant, ennuyeux;<br /><i>Cp.</i> ὀχληρότερος, <i>Sp.</i> ὀχληρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχληρός:''' 3<br /><b class="num">1</b> [[докучный]], [[беспокоящий]], [[надоедливый]] (οὐκ ὀ. ἔσομαί σοι πυνθανόμενος Plat.): πλοίῳ διαβαίνειν ὀχληρὸν ἦν Her. переправляться (через Эвфрат) на судне было неудобно;<br /><b class="num">2</b> [[беспокойный]], [[шумный]] (συμπόται Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχληρός''': -ά, -όν, ἐνοχλητικός, φέρων ἐνόχλησιν, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Πλάτ., κλ.· ὀχληρὸς ἴσθ’ ὢν Εὐριπ. Ἑλ. 452· παρῳδεῖται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 460 τινι, εἴς τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 540, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295Β· ἐπὶ συγγραφέως, προσβλητικὸς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν ἀνίαν, [[ὀχληρός]], Ἡρόδ. 1. 186, Ἰσοκρ. 112D, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 15· συγκρ. -οτέρως, Ἱππ. 955Ε. ΙΙ. ταραχώδης, ξυμπότης Πλάτ. Πολ. 569Α. | |lstext='''ὀχληρός''': -ά, -όν, ἐνοχλητικός, φέρων ἐνόχλησιν, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Πλάτ., κλ.· ὀχληρὸς ἴσθ’ ὢν Εὐριπ. Ἑλ. 452· παρῳδεῖται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 460 τινι, εἴς τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 540, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295Β· ἐπὶ συγγραφέως, προσβλητικὸς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν ἀνίαν, [[ὀχληρός]], Ἡρόδ. 1. 186, Ἰσοκρ. 112D, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 15· συγκρ. -οτέρως, Ἱππ. 955Ε. ΙΙ. ταραχώδης, ξυμπότης Πλάτ. Πολ. 569Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ὀχληρός]], -ά, -όν)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, [[ενοχλητικός]], [[δυσάρεστος]], [[φορτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για συγγραφέα) [[προσβλητικός]], [[υβριστικός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο ή [[πράγμα]]) αυτός που προξενεί [[ανία]], [[βαρετός]]<br /><b>3.</b> [[θορυβώδης]], [[ταραχώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οχληρώς</i> και -<i>ά</i> (Α ὀχληρῶς)<br />με οχληρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄχλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ( | |mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ὀχληρός]], -ά, -όν)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, [[ενοχλητικός]], [[δυσάρεστος]], [[φορτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για συγγραφέα) [[προσβλητικός]], [[υβριστικός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο ή [[πράγμα]]) αυτός που προξενεί [[ανία]], [[βαρετός]]<br /><b>3.</b> [[θορυβώδης]], [[ταραχώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οχληρώς</i> και -<i>ά</i> (Α ὀχληρῶς)<br />με οχληρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄχλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[νοσηρός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀχληρός:''' -ά, -όν, [[ενοχλητικός]], αυτός που γίνεται [[φόρτωμα]], που βαρύνει ή στενοχωρεί κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ., Πλάτ. | |lsmtext='''ὀχληρός:''' -ά, -όν, [[ενοχλητικός]], αυτός που γίνεται [[φόρτωμα]], που βαρύνει ή στενοχωρεί κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀχληρός]], ή, όν [from [[ὀχλέω]]<br />[[troublesome]], [[irksome]], [[importunate]], Hdt., Eur., Plat. | |mdlsjtxt=[[ὀχληρός]], ή, όν [from [[ὀχλέω]]<br />[[troublesome]], [[irksome]], [[importunate]], Hdt., Eur., Plat. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[annoying]], [[dismal]], [[distressing]], [[dreary]], [[grievous]], [[importunate]], [[irksome]], [[tiresome]], [[troublesome]], [[wearisome]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Bulgarian: неприятен, досаден; Chinese Mandarin: 討厭, 讨厌, 煩人, 烦人, 麻煩, 麻烦; Min Nan: lo1so1, lui1-lui1-tui1-tui1, 啰嗦; Danish: generende; Esperanto: ĝena; Finnish: vaivalloinen, hankala, työläs; French: [[gênant]], [[troublant]]; Galician: problemático; German: [[lästig]], [[leidig]], [[problembeladen]], [[problematisch]]; Ancient Greek: [[ὀχληρός]], [[χαλεπός]], [[ἀργαλέος]]; Hungarian: bajos; Irish: aimpléiseach, trioblóideach; Japanese: 厄介, 迷惑, 面倒; Khmer: យ៉ាប់; Latin: [[molestus]]; Maori: whangawhanga, whakatōwenewene; Middle English: noyous; Norwegian Bokmål: sjenerende; Polish: kłopotliwy; Portuguese: [[problemático]], [[difícil]]; Russian: [[беспокойный]], [[хлопотный]]; Scottish Gaelic: draghail; Spanish: [[problemático]], [[prolijo]]; Swedish: besvärlig; Welsh: helbulus, trafferthus; Westrobothnian: omaksam | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 4 September 2023
English (LSJ)
ά, όν,
A troublesome, irksome, importunate, of persons, Aeschin.1.135, D.Prooem.48; ἴσθ' ὀ. ὢν δόμοις Ar.Ach.460 (parody); ὀ. ἴσθ' ὤν E.Hel.452; τινι to one, Id.Alc.540, Pl.Hp.Ma.295b; of a writer, offensive, D.H.Th.30.
2 of things, troublesome, annoying, Hdt.1.186, Isoc.5.151, etc. Adv. ὀχληρῶς = annoyingly D.H.Dem.15: Comp. ὀχληροτέρως, ἔχειν Hp.Epid.1.19, Phld.Mus.p.63K.
II turbulent, συμπόται Pl. R.569a.
German (Pape)
[Seite 430] 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνθανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ ἐπαχθής, Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. ταραχώδης.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
importun, fatigant, ennuyeux;
Cp. ὀχληρότερος, Sp. ὀχληρότατος.
Étymologie: ὄχλος.
Russian (Dvoretsky)
ὀχληρός: 3
1 докучный, беспокоящий, надоедливый (οὐκ ὀ. ἔσομαί σοι πυνθανόμενος Plat.): πλοίῳ διαβαίνειν ὀχληρὸν ἦν Her. переправляться (через Эвфрат) на судне было неудобно;
2 беспокойный, шумный (συμπόται Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀχληρός: -ά, -όν, ἐνοχλητικός, φέρων ἐνόχλησιν, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Πλάτ., κλ.· ὀχληρὸς ἴσθ’ ὢν Εὐριπ. Ἑλ. 452· παρῳδεῖται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 460 τινι, εἴς τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 540, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295Β· ἐπὶ συγγραφέως, προσβλητικὸς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν ἀνίαν, ὀχληρός, Ἡρόδ. 1. 186, Ἰσοκρ. 112D, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 15· συγκρ. -οτέρως, Ἱππ. 955Ε. ΙΙ. ταραχώδης, ξυμπότης Πλάτ. Πολ. 569Α.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α ὀχληρός, -ά, -όν)
(για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός
αρχ.
1. (για συγγραφέα) προσβλητικός, υβριστικός
2. (για λόγο ή πράγμα) αυτός που προξενεί ανία, βαρετός
3. θορυβώδης, ταραχώδης.
επίρρ...
οχληρώς και -ά (Α ὀχληρῶς)
με οχληρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσηρός)].
Greek Monotonic
ὀχληρός: -ά, -όν, ενοχλητικός, αυτός που γίνεται φόρτωμα, που βαρύνει ή στενοχωρεί κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὀχληρός, ή, όν [from ὀχλέω
troublesome, irksome, importunate, Hdt., Eur., Plat.
English (Woodhouse)
annoying, dismal, distressing, dreary, grievous, importunate, irksome, tiresome, troublesome, wearisome
Translations
Bulgarian: неприятен, досаден; Chinese Mandarin: 討厭, 讨厌, 煩人, 烦人, 麻煩, 麻烦; Min Nan: lo1so1, lui1-lui1-tui1-tui1, 啰嗦; Danish: generende; Esperanto: ĝena; Finnish: vaivalloinen, hankala, työläs; French: gênant, troublant; Galician: problemático; German: lästig, leidig, problembeladen, problematisch; Ancient Greek: ὀχληρός, χαλεπός, ἀργαλέος; Hungarian: bajos; Irish: aimpléiseach, trioblóideach; Japanese: 厄介, 迷惑, 面倒; Khmer: យ៉ាប់; Latin: molestus; Maori: whangawhanga, whakatōwenewene; Middle English: noyous; Norwegian Bokmål: sjenerende; Polish: kłopotliwy; Portuguese: problemático, difícil; Russian: беспокойный, хлопотный; Scottish Gaelic: draghail; Spanish: problemático, prolijo; Swedish: besvärlig; Welsh: helbulus, trafferthus; Westrobothnian: omaksam