ὁπλομαχία: Difference between revisions
(1ba) |
|||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oplomachia | |Transliteration C=oplomachia | ||
|Beta Code=o(plomaxi/a | |Beta Code=o(plomaxi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[fighting with heavy arms]], the [[art of using heavy arms]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''813e,833e, X.''An.''2.1.7, Ephor.54J.; as a form of athletic exercise, ''SIG''1061.11 (ii B. C.), ''OGI''339.81 (Sestos, ii B. C.), Antyll. ap. Orib.6.36. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0360.png Seite 360]] ἡ, das Kämpfen mit schweren Waffen, die Kunst, mit solchen Waffen zu kämpfen; Plat. Legg. VII, 813 e VIII, 833 e; [[ἐπιστήμων]] εἶναι τῶν περὶ τὰς τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν, Xen. An. 2, 1, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0360.png Seite 360]] ἡ, das Kämpfen mit schweren Waffen, die Kunst, mit solchen Waffen zu kämpfen; Plat. Legg. VII, 813 e VIII, 833 e; [[ἐπιστήμων]] εἶναι τῶν περὶ τὰς τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν, Xen. An. 2, 1, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[art de combattre avec des armes pesantes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁπλομάχος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁπλομᾰχία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[бой в тяжелых доспехах]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[искусство боя в тяжелом вооружении]]: [[ἐπιστήμων]] τῶν ἀμφὶ τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν Xen. знаток тактики и боевого искусства. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁπλομᾰχία''': ἡ, τὸ μάχεσθαι διὰ βαρέων ὅπλων, ἡ [[τέχνη]] τοῦ χειρίζεσθαι αὐτά, Πλάτ. Νόμ. 813Ε, 833Ε, Ἐφόρου Ἀποσπ. 97· ― [[καθόλου]], ἡ [[τέχνη]] τοῦ πολέμου, ἡ τακτικὴ, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 7. Πρβλ. [[ὁπλομάχος]]. | |lstext='''ὁπλομᾰχία''': ἡ, τὸ μάχεσθαι διὰ βαρέων ὅπλων, ἡ [[τέχνη]] τοῦ χειρίζεσθαι αὐτά, Πλάτ. Νόμ. 813Ε, 833Ε, Ἐφόρου Ἀποσπ. 97· ― [[καθόλου]], ἡ [[τέχνη]] τοῦ πολέμου, ἡ τακτικὴ, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 7. Πρβλ. [[ὁπλομάχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''ὁπλομᾰχία:''' ἡ, το να μάχεται [[κάποιος]] φέροντας [[βαρύ]] οπλισμό, η [[τέχνη]] να τον χειρίζεται, σε Πλάτ.· γενικά, η [[τέχνη]] του πολέμου, πολεμική [[τακτική]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ὁπλομᾰχία:''' ἡ, το να μάχεται [[κάποιος]] φέροντας [[βαρύ]] οπλισμό, η [[τέχνη]] να τον χειρίζεται, σε Πλάτ.· γενικά, η [[τέχνη]] του πολέμου, πολεμική [[τακτική]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ὁπλομᾰχία, ἡ,<br />a [[fighting]] with [[heavy]] [[arms]], the art of using them, Plat.:—[[generally]], the art of war, [[tactics]], Xen. [from ὁπλομᾰ́χος] | ||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[fighting in armour]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 23 March 2024
English (LSJ)
ἡ, fighting with heavy arms, the art of using heavy arms, Pl.Lg.813e,833e, X.An.2.1.7, Ephor.54J.; as a form of athletic exercise, SIG1061.11 (ii B. C.), OGI339.81 (Sestos, ii B. C.), Antyll. ap. Orib.6.36.
German (Pape)
[Seite 360] ἡ, das Kämpfen mit schweren Waffen, die Kunst, mit solchen Waffen zu kämpfen; Plat. Legg. VII, 813 e VIII, 833 e; ἐπιστήμων εἶναι τῶν περὶ τὰς τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν, Xen. An. 2, 1, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
art de combattre avec des armes pesantes.
Étymologie: ὁπλομάχος.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλομᾰχία: ἡ
1 бой в тяжелых доспехах Plat.;
2 искусство боя в тяжелом вооружении: ἐπιστήμων τῶν ἀμφὶ τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν Xen. знаток тактики и боевого искусства.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλομᾰχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι διὰ βαρέων ὅπλων, ἡ τέχνη τοῦ χειρίζεσθαι αὐτά, Πλάτ. Νόμ. 813Ε, 833Ε, Ἐφόρου Ἀποσπ. 97· ― καθόλου, ἡ τέχνη τοῦ πολέμου, ἡ τακτικὴ, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 7. Πρβλ. ὁπλομάχος.
Greek Monolingual
η (Α ὁπλομαχία) οπλομάχος
νεοελλ.
1. στρ. η χρήση τών όπλων σε συμπλοκή εκ του συστάδην, δηλ. κατά τη μάχη σώμα προς σώμα
2. η εξάσκηση στην επιδέξια χρήση τών αγχέμαχων όπλων
αρχ.
1. η διεξαγωγή μάχης με τη χρήση βαρέων όπλων
2. η τέχνη της χρήσης βαρέων όπλων
3. η τέχνη του πολέμου γενικά
4. είδος αθλητικής άσκησης.
Greek Monotonic
ὁπλομᾰχία: ἡ, το να μάχεται κάποιος φέροντας βαρύ οπλισμό, η τέχνη να τον χειρίζεται, σε Πλάτ.· γενικά, η τέχνη του πολέμου, πολεμική τακτική, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὁπλομᾰχία, ἡ,
a fighting with heavy arms, the art of using them, Plat.:—generally, the art of war, tactics, Xen. [from ὁπλομᾰ́χος]