πυγαῖος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pygaios
|Transliteration C=pygaios
|Beta Code=pugai=os
|Beta Code=pugai=os
|Definition=α, ον, (πυγή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">on the rump</b>: </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">I</span> <b class="b3">τὸ π</b>.,= <b class="b3">ἡ πυγή</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Art.</span>57</span>,<span class="bibl">78</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>620a15</span>: pl., <span class="bibl">Archipp.41</span> (s.v.l.), <span class="bibl">Sor.1.102</span>, Dsc. <span class="title">Eup.</span>2.56, Hsch., Phot.; <b class="b3">τὸ π. ἄκρον</b>, of a bird, <span class="bibl">Hdt.2.76</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">πυγαῖα, τά</b>, in Architecture,= <b class="b3">σπεῖρα</b>, <b class="b2">base of a column</b>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[κατάπυγος]], Suid. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> v. [[πυγλίον]].</span>
|Definition=α, ον, ([[πυγή]])<br><span class="bld">A</span> of or [[on the rump]]:<br><span class="bld">I</span> <b class="b3">τὸ π.</b>, = <b class="b3">ἡ πυγή</b>, Hp. ''Art.''57,78, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''620a15: pl., Archipp.41 ([[si vera lectio|s.v.l.]]), Sor.1.102, Dsc. ''Eup.''2.56, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.; <b class="b3">τὸ π. ἄκρον</b>, of a bird, [[Herodotus|Hdt.]]2.76.<br><span class="bld">II</span> [[πυγαῖα]], τά, in Architecture, = [[σπεῖρα]], [[base of a column]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">III</span> = [[κατάπυγος]], Suid.<br><span class="bld">IV</span> v. [[πυγλίον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] zum Steiß gehörig, am Steiß; τὸ πυγαῖον [[ἄκρον]], der Bürzel der Vögel, Her. 2, 76, wie Arist. H. A. 9, 35. – Τὸ πυγαῖον, bei Sp. = [[πυγή]], Poll. 2, 183; – τὰ πυγαῖα in der Baukunst die Unterlage der Säulen, der Säulenstuhl, sonst [[σπεῖρα]], VLL. – Nach Suid. auch = [[κατάπυγος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] zum Steiß gehörig, am Steiß; τὸ πυγαῖον [[ἄκρον]], der Bürzel der Vögel, Her. 2, 76, wie Arist. H. A. 9, 35. – Τὸ πυγαῖον, bei Sp. = [[πυγή]], Poll. 2, 183; – τὰ πυγαῖα in der Baukunst die Unterlage der Säulen, der Säulenstuhl, sonst [[σπεῖρα]], VLL. – Nach Suid. auch = [[κατάπυγος]].
}}
{{ls
|lstext='''πῡγαῖος''': -α, -ον, ([[πυγή]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πυγὴν ἢ ὁ ἐν τῇ πυγῆ, Ι. τὸ πυγαῖον = ἡ [[πυγή]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 35· τὸ π. [[ἄκρον]], ἐπὶ πτηνοῦ, Ἡρόδ. 2. 76· - [[ὡσαύτως]] ἡ πυγαία, [[Πολυδ]]. Β΄, 183. ΙΙ. πυγαῖα, τὰ, ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ βάσις κίονος, ἀλλαχοῦ [[σπεῖρα]]· «πυγαῖα· τὰς σπείρας τῶν κιόνων» Ἡσύχ. 2) «τοῦ σώματος ἡμῶν τὰ κατὰ τὸ ἱερὸν [[ὀστοῦν]]» Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. πυγαῖα. ΙΙΙ. «[[πυγαῖος]], ὁ [[ἀκόλαστος]]» Σουΐδ. ἐν λ. πυγαία.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />des fesses ; τὸ πυγαῖον [[ἄκρον]] croupion.<br />'''Étymologie:''' [[πυγή]].
|btext=α, ον :<br />des fesses ; τὸ πυγαῖον [[ἄκρον]] croupion.<br />'''Étymologie:''' [[πυγή]].
}}
{{elnl
|elnltext=πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / πυγαῑος, -αία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πυγή]], στην [[ουρά]], [[ουραίος]], [[οπίσθιος]] («τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πυγαία</i><br />[[βάση]] κίονα, [[βάθρο]] στύλου ή στήλης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το πυγαίο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>στρ.</b> το οπίσθιο [[τμήμα]] του [[σωλήνα]] πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) ο [[ακόλαστος]], ο [[κίναιδος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυγαῑον</i><br />η [[πυγή]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>ἡ πυγαία</i> και <i>τὰ πυγαῑα</i><br />η [[περιοχή]] του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αγορ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / πυγαῖος, -αία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πυγή]], στην [[ουρά]], [[ουραίος]], [[οπίσθιος]] («τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πυγαία</i><br />[[βάση]] κίονα, [[βάθρο]] στύλου ή στήλης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το πυγαίο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>στρ.</b> το οπίσθιο [[τμήμα]] του [[σωλήνα]] πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) ο [[ακόλαστος]], ο [[κίναιδος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυγαῖον</i><br />η [[πυγή]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>ἡ πυγαία</i> και <i>τὰ πυγαῖα</i><br />η [[περιοχή]] του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[αγοραίος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῡγαῖος:''' -α, -ον ([[πυγή]]), αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω στον γλουτό· τὸ πυγαῖον = ἡ [[πυγή]], [[γλουτός]], [[πισινός]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πῡγαῖος:''' -α, -ον ([[πυγή]]), αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω στον γλουτό· τὸ πυγαῖον = ἡ [[πυγή]], [[γλουτός]], [[πισινός]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2.
|lstext='''πῡγαῖος''': , -ον, ([[πυγή]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πυγὴν ἢ ὁ ἐν τῇ πυγῆ, Ι. τὸ πυγαῖον = ἡ [[πυγή]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 35· τὸ π. [[ἄκρον]], ἐπὶ πτηνοῦ, Ἡρόδ. 2. 76· - [[ὡσαύτως]] ἡ πυγαία, Πολυδ. Β΄, 183. ΙΙ. πυγαῖα, τὰ, ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ βάσις κίονος, ἀλλαχοῦ [[σπεῖρα]]· «πυγαῖα· τὰς σπείρας τῶν κιόνων» Ἡσύχ. 2) «τοῦ σώματος ἡμῶν τὰ κατὰ τὸ ἱερὸν [[ὀστοῦν]]» Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. πυγαῖα. ΙΙΙ. «[[πυγαῖος]], ὁ [[ἀκόλαστος]]» Σουΐδ. ἐν λ. πυγαία.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῡγαῖος, η, ον [[πυγή]]<br />of or on the [[rump]]: τὸ πυγαῖον = ἡ [[πυγή]], the [[rump]], Hdt.
|mdlsjtxt=πῡγαῖος, η, ον [[πυγή]]<br />of or on the [[rump]]: τὸ πυγαῖον = ἡ [[πυγή]], the [[rump]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡγαῖος Medium diacritics: πυγαῖος Low diacritics: πυγαίος Capitals: ΠΥΓΑΙΟΣ
Transliteration A: pygaîos Transliteration B: pygaios Transliteration C: pygaios Beta Code: pugai=os

English (LSJ)

α, ον, (πυγή)
A of or on the rump:
I τὸ π., = ἡ πυγή, Hp. Art.57,78, Arist.HA620a15: pl., Archipp.41 (s.v.l.), Sor.1.102, Dsc. Eup.2.56, Hsch., Phot.; τὸ π. ἄκρον, of a bird, Hdt.2.76.
II πυγαῖα, τά, in Architecture, = σπεῖρα, base of a column, Hsch.
III = κατάπυγος, Suid.
IV v. πυγλίον.

German (Pape)

[Seite 813] zum Steiß gehörig, am Steiß; τὸ πυγαῖον ἄκρον, der Bürzel der Vögel, Her. 2, 76, wie Arist. H. A. 9, 35. – Τὸ πυγαῖον, bei Sp. = πυγή, Poll. 2, 183; – τὰ πυγαῖα in der Baukunst die Unterlage der Säulen, der Säulenstuhl, sonst σπεῖρα, VLL. – Nach Suid. auch = κατάπυγος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
des fesses ; τὸ πυγαῖον ἄκρον croupion.
Étymologie: πυγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2.

Greek Monolingual

-α, -ο / πυγαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγή, στην ουρά, ουραίος, οπίσθιος («τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου», Ηρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυγαία
βάση κίονα, βάθρο στύλου ή στήλης
νεοελλ.
το ουδ. εν. ως ουσ. το πυγαίο(ν)
στρ. το οπίσθιο τμήμα του σωλήνα πυροβόλου
αρχ.
1. (κατά το λεξ. Σούδα) ο ακόλαστος, ο κίναιδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυγαῖον
η πυγή
3. (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ πυγαία και τὰ πυγαῖα
η περιοχή του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγοραίος)].

Greek Monotonic

πῡγαῖος: -α, -ον (πυγή), αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω στον γλουτό· τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, γλουτός, πισινός, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πῡγαῖος: -α, -ον, (πυγή) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πυγὴν ἢ ὁ ἐν τῇ πυγῆ, Ι. τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 35· τὸ π. ἄκρον, ἐπὶ πτηνοῦ, Ἡρόδ. 2. 76· - ὡσαύτως ἡ πυγαία, Πολυδ. Β΄, 183. ΙΙ. πυγαῖα, τὰ, ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ βάσις κίονος, ἀλλαχοῦ σπεῖρα· «πυγαῖα· τὰς σπείρας τῶν κιόνων» Ἡσύχ. 2) «τοῦ σώματος ἡμῶν τὰ κατὰ τὸ ἱερὸν ὀστοῦν» Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. πυγαῖα. ΙΙΙ. «πυγαῖος, ὁ ἀκόλαστος» Σουΐδ. ἐν λ. πυγαία.

Middle Liddell

πῡγαῖος, η, ον πυγή
of or on the rump: τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, the rump, Hdt.