связывать: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἀπαρτάω]], [[συζεύγνυμι]], [[ἐνζεύγνυμι]], [[δεσμεύω]], [[ἐπισφίγγω]], [[λυγόω]], [[πεδάω]], [[κλείω]], [[κλῄω]], [[καταζεύγνυμι]], [[καταζευγνύω]], [[συγκληρόω]], [[κατατείνω]], [[ἐντείνω]], [[διαδέω]], [[πρίω]], [[ἀναρτάω]], [[ἀνακρεμάννυμι]], [[ἀγκρεμάννυμι]], [[ἐκκρεμάννυμι]], [[εὐτρεπίζω]], [[ἐξάπτω]], [[καθάπτω]], [[καταδέω]], [[προσμίγνυμι]], [[προσμιγνύω]], [[προσμίσγω]], [[καταναγκάζω]], [[συνοικειόω]], [[ἐπιζεύγνυμι]], [[ἐπιζευγνύω]], [[ἐπισυνάπτω]], [[συνέργω]], [[συνείργω]], [[συνεέργω]], [[ἐμποδίζω]], [[δέω]], [[δεσμέω]], [[συμποδίζω]], [[συμπεδάω]], [[ἐκδεσμεύω]], [[παρασυνάπτω]], [[συνδέω]], [[συνοχμάζω]], [[συνερείδω]], [[συμπλέκω]], [[ἐγκαταλαμβάνω]], [[συρράπτω]], [[συντάσσω]], [[συντάττω]]
|rueltext=[[καταλαμβάνω]], [[ἀνάπτω]], [[ἐνδέω]], [[ἐκδέω]], [[ἀπαρτάω]], [[συζεύγνυμι]], [[ἐνζεύγνυμι]], [[δεσμεύω]], [[ἐπισφίγγω]], [[λυγόω]], [[πεδάω]], [[κλείω]], [[κλῄω]], [[καταζεύγνυμι]], [[καταζευγνύω]], [[συγκληρόω]], [[κατατείνω]], [[ἐντείνω]], [[διαδέω]], [[πρίω]], [[ἀναρτάω]], [[ἀνακρεμάννυμι]], [[ἀγκρεμάννυμι]], [[ἐκκρεμάννυμι]], [[εὐτρεπίζω]], [[ἐξάπτω]], [[καθάπτω]], [[καταδέω]], [[προσμίγνυμι]], [[προσμιγνύω]], [[προσμίσγω]], [[καταναγκάζω]], [[συνοικειόω]], [[ἐπιζεύγνυμι]], [[ἐπιζευγνύω]], [[ἐπισυνάπτω]], [[συνέργω]], [[συνείργω]], [[συνεέργω]], [[ἐμποδίζω]], [[δέω]], [[δεσμέω]], [[συμποδίζω]], [[συμπεδάω]], [[ἐκδεσμεύω]], [[παρασυνάπτω]], [[συνδέω]], [[συνοχμάζω]], [[συνερείδω]], [[συμπλέκω]], [[ἐγκαταλαμβάνω]], [[συρράπτω]], [[συντάσσω]], [[συντάττω]], [[λαμβάνω]], [[κατέχω]], [[καθορμίζω]], [[ζεύγνυμι]], [[συνέχω]], [[συναίρω]], [[μίγνυμι]], [[συναρμόζω]]
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 15 October 2019