губить: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(2) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[λωβάομαι]], [[ἐλεφαίρομαι]], [[φθινύθω]], [[διόλλυμι]], [[καταφθείρω]], [[κηραίνω]], [[καταφθίω]], [[ἐκφθίνω]], [[ἀπόλλυμι]], [[καταφθινύθω]], [[προαναιρέω]], [[κατορύσσω]], [[κατορύττω]], [[κατασκέλλω]], [[ἀλαπάζω]], [[ἀναχράομαι]], [[ἐπιτρίβω]], [[διαλυμαίνομαι]], [[συγκατασκάπτω]], [[συνδιαφθείρω]], [[πέρθω]], [[ἀποφθινύθω]], [[λυμαίνομαι]], [[κνεφάζω]], [[ἐπιλυμαίνομαι]], [[ἐκθύω]], [[καταδυναστεύω]], [[κατερείπω]], [[κατερειπόω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἐκπορθέω]], [[διαπορθέω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλόω]], [[παραναλίσκω]], [[ἐξεργάζομαι]], [[διεργάζομαι]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[μαραίνω]], [[ἐναίρω]], [[ἐνναίρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ὀλέκω]], [[ἀϊστόω]], [[φθείρω]], [[καταξαίνω]] | |rueltext=[[λωβάομαι]], [[ἐλεφαίρομαι]], [[φθινύθω]], [[διόλλυμι]], [[καταφθείρω]], [[κηραίνω]], [[καταφθίω]], [[ἐκφθίνω]], [[ἀπόλλυμι]], [[καταφθινύθω]], [[προαναιρέω]], [[κατορύσσω]], [[κατορύττω]], [[κατασκέλλω]], [[ἀλαπάζω]], [[ἀναχράομαι]], [[ἐπιτρίβω]], [[διαλυμαίνομαι]], [[συγκατασκάπτω]], [[συνδιαφθείρω]], [[πέρθω]], [[ἀποφθινύθω]], [[λυμαίνομαι]], [[κνεφάζω]], [[ἐπιλυμαίνομαι]], [[ἐκθύω]], [[καταδυναστεύω]], [[κατερείπω]], [[κατερειπόω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἐκπορθέω]], [[διαπορθέω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλόω]], [[παραναλίσκω]], [[ἐξεργάζομαι]], [[διεργάζομαι]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[μαραίνω]], [[ἐναίρω]], [[ἐνναίρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ὀλέκω]], [[ἀϊστόω]], [[φθείρω]], [[καταξαίνω]], [[βιάω]], [[φθίω]], [[συναναιρέω]], [[στερεόφρων]], [[ἀμαυρόω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 18 October 2019
Russian > Greek
λωβάομαι, ἐλεφαίρομαι, φθινύθω, διόλλυμι, καταφθείρω, κηραίνω, καταφθίω, ἐκφθίνω, ἀπόλλυμι, καταφθινύθω, προαναιρέω, κατορύσσω, κατορύττω, κατασκέλλω, ἀλαπάζω, ἀναχράομαι, ἐπιτρίβω, διαλυμαίνομαι, συγκατασκάπτω, συνδιαφθείρω, πέρθω, ἀποφθινύθω, λυμαίνομαι, κνεφάζω, ἐπιλυμαίνομαι, ἐκθύω, καταδυναστεύω, κατερείπω, κατερειπόω, ἀποφθείρω, ἐκπορθέω, διαπορθέω, ἀναλίσκω, ἀναλόω, παραναλίσκω, ἐξεργάζομαι, διεργάζομαι, ἐξαπόλλυμι, μαραίνω, ἐναίρω, ἐνναίρω, ἀποφθίνω, ὀλέκω, ἀϊστόω, φθείρω, καταξαίνω, βιάω, φθίω, συναναιρέω, στερεόφρων, ἀμαυρόω