губить: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(2)
 
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[λωβάομαι]], [[ἐλεφαίρομαι]], [[φθινύθω]], [[διόλλυμι]], [[καταφθείρω]], [[κηραίνω]], [[καταφθίω]], [[ἐκφθίνω]], [[ἀπόλλυμι]], [[καταφθινύθω]], [[προαναιρέω]], [[κατορύσσω]], [[κατορύττω]], [[κατασκέλλω]], [[ἀλαπάζω]], [[ἀναχράομαι]], [[ἐπιτρίβω]], [[διαλυμαίνομαι]], [[συγκατασκάπτω]], [[συνδιαφθείρω]], [[πέρθω]], [[ἀποφθινύθω]], [[λυμαίνομαι]], [[κνεφάζω]], [[ἐπιλυμαίνομαι]], [[ἐκθύω]], [[καταδυναστεύω]], [[κατερείπω]], [[κατερειπόω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἐκπορθέω]], [[διαπορθέω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλόω]], [[παραναλίσκω]], [[ἐξεργάζομαι]], [[διεργάζομαι]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[μαραίνω]], [[ἐναίρω]], [[ἐνναίρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ὀλέκω]], [[ἀϊστόω]], [[φθείρω]], [[καταξαίνω]]
|rueltext=[[λωβάομαι]], [[ἐλεφαίρομαι]], [[φθινύθω]], [[διόλλυμι]], [[καταφθείρω]], [[κηραίνω]], [[καταφθίω]], [[ἐκφθίνω]], [[ἀπόλλυμι]], [[καταφθινύθω]], [[προαναιρέω]], [[κατορύσσω]], [[κατορύττω]], [[κατασκέλλω]], [[ἀλαπάζω]], [[ἀναχράομαι]], [[ἐπιτρίβω]], [[διαλυμαίνομαι]], [[συγκατασκάπτω]], [[συνδιαφθείρω]], [[πέρθω]], [[ἀποφθινύθω]], [[λυμαίνομαι]], [[κνεφάζω]], [[ἐπιλυμαίνομαι]], [[ἐκθύω]], [[καταδυναστεύω]], [[κατερείπω]], [[κατερειπόω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἐκπορθέω]], [[διαπορθέω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλόω]], [[παραναλίσκω]], [[ἐξεργάζομαι]], [[διεργάζομαι]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[μαραίνω]], [[ἐναίρω]], [[ἐνναίρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ὀλέκω]], [[ἀϊστόω]], [[φθείρω]], [[καταξαίνω]], [[βιάω]], [[φθίω]], [[συναναιρέω]], [[στερεόφρων]], [[ἀμαυρόω]]
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 18 October 2019