κοπτός: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koptos | |Transliteration C=koptos | ||
|Beta Code=kopto/s | |Beta Code=kopto/s | ||
|Definition= | |Definition=κοπτή, κοπτόν,<br><span class="bld">A</span> [[chopped small]] or [[pounded]], ἰσχάς Cratin.371; τυρός Antiph.133.8.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κοπτὴ σησαμίς</b>, a cake of [[pounded]] sesame, Artem.1.72 codd.; [[κοπτή]] alone in this sense, Sopat.17, ''AP''12.212 (Strat.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''113.31 (ii A. D.), Alex.Trall.1.15.<br><span class="bld">2</span> κοπτή, ἡ, [[lozenge]], [[pastille]], Dsc.2.103, Archig. ap. Orib.8.46.8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[meurtri]].<br />'''Étymologie:''' [[κόπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοπτός''': -ή, -όν, κεκομμένος εἰς μικρὰ τεμάχια ἢ κοπανισμένος πρβλ. [[κόπτω]] Ι. 8), ἰσχὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 112· τυρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωψι» 2. 8. ΙΙ. κοπτὴ [[σησαμίς]], [[πλακοῦς]] ἐκ κοπανισμένου σησάμου, Ἀρτεμίδ. 1. 72· καὶ κοπτὴ μόνον, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 649Α, Ἀνθ. Π. 12. 212. 2) [[φάρμακον]] κοπανισμένον, Γαλην. | |lstext='''κοπτός''': -ή, -όν, κεκομμένος εἰς μικρὰ τεμάχια ἢ κοπανισμένος πρβλ. [[κόπτω]] Ι. 8), ἰσχὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 112· τυρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωψι» 2. 8. ΙΙ. κοπτὴ [[σησαμίς]], [[πλακοῦς]] ἐκ κοπανισμένου σησάμου, Ἀρτεμίδ. 1. 72· καὶ κοπτὴ μόνον, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 649Α, Ἀνθ. Π. 12. 212. 2) [[φάρμακον]] κοπανισμένον, Γαλην. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
κοπτή, κοπτόν,
A chopped small or pounded, ἰσχάς Cratin.371; τυρός Antiph.133.8.
II κοπτὴ σησαμίς, a cake of pounded sesame, Artem.1.72 codd.; κοπτή alone in this sense, Sopat.17, AP12.212 (Strat.), POxy.113.31 (ii A. D.), Alex.Trall.1.15.
2 κοπτή, ἡ, lozenge, pastille, Dsc.2.103, Archig. ap. Orib.8.46.8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
meurtri.
Étymologie: κόπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κοπτός: -ή, -όν, κεκομμένος εἰς μικρὰ τεμάχια ἢ κοπανισμένος πρβλ. κόπτω Ι. 8), ἰσχὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 112· τυρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωψι» 2. 8. ΙΙ. κοπτὴ σησαμίς, πλακοῦς ἐκ κοπανισμένου σησάμου, Ἀρτεμίδ. 1. 72· καὶ κοπτὴ μόνον, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 649Α, Ἀνθ. Π. 12. 212. 2) φάρμακον κοπανισμένον, Γαλην.
Greek Monolingual
κοπτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κοφτός.
Greek Monotonic
κοπτός: -ή, -όν, κομμένος σε μικρά κομμάτια, τεμαχισμένος· κοπτή, ἡ, πλακούντας από κοπανισμένο σουσάμι, σε Ανθ.
Middle Liddell
κοπτός, ή, όν
chopped small: κοπτή, ἡ, a cake of pounded sesame, Anth.