κολπώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolpodis
|Transliteration C=kolpodis
|Beta Code=kolpw/dhs
|Beta Code=kolpw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">embosomed, embayed</b>, τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Αὖλιν <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>120</span>, etc.; <b class="b2">full of bays</b>, θάλασσα <span class="bibl">D.C.48.50</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[winding]], παράπλους <span class="bibl">Plb. 4.44.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., oflanguage, [[turgid]], μηδὲν ἔχειν κ. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span> 18</span>.</span>
|Definition=κολπῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[embosomed]], [[embayed]], τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Αὖλιν E.''IA''120, etc.; [[full of bays]], θάλασσα D.C.48.50.<br><span class="bld">2</span> [[winding]], παράπλους Plb. 4.44.7.<br><span class="bld">II</span> metaph., oflanguage, [[turgid]], μηδὲν ἔχειν κ. D.H.''Dem.'' 18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1476.png Seite 1476]] ες, = [[κολποειδής]]; τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Eur. I. A. 120; παράπλους Pol. 4, 44, 7; [[θάλασσα]] D. Cass. 48, 50; auch übertr. vom Styl, weitschweifig, D. Hal. iud. Dem. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1476.png Seite 1476]] ες, = [[κολποειδής]]; τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Eur. I. A. 120; παράπλους Pol. 4, 44, 7; [[θάλασσα]] D. Cass. 48, 50; auch übertr. vom Styl, weitschweifig, D. Hal. iud. Dem. 18.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[qui a beaucoup de golfes]], [[de baies]].<br />'''Étymologie:''' [[κόλπος]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=κολπώδης -ες [κόλπος] [[een baai vormend]].
}}
{{elru
|elrutext='''κολπώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[изобилующий заливами]] ([[Αὐλίς]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[извилистый]] ([[παράπλους]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κολπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων κόλπον ἢ λιμένα, τὰν κολπώδη… Αὖλιν Εὐρ. Ι. Α. 120, κτλ.· [[πλήρης]] λιμένων ἢ κόλπων, [[θάλασσα]] Δίων Κ. 48. 50. 2) [[ἑλικοειδής]], Λατ. sinuosus, παράπλους Πολύβ. 4. 44, 7. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ λόγου, [[χαλαρός]], διακεχυμένος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18.
|lstext='''κολπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων κόλπον ἢ λιμένα, τὰν κολπώδη… Αὖλιν Εὐρ. Ι. Α. 120, κτλ.· [[πλήρης]] λιμένων ἢ κόλπων, [[θάλασσα]] Δίων Κ. 48. 50. 2) [[ἑλικοειδής]], Λατ. sinuosus, παράπλους Πολύβ. 4. 44, 7. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ λόγου, [[χαλαρός]], διακεχυμένος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui a beaucoup de golfes, de baies.<br />'''Étymologie:''' [[κόλπος]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολπώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που έχει [[κόλπο]] ή [[λιμάνι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κολπώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που έχει [[κόλπο]] ή [[λιμάνι]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κολπώδης -ες [κόλπος] een baai vormend.
}}
{{elru
|elrutext='''κολπώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> изобилующий заливами ([[Αὐλίς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> извилистый ([[παράπλους]] Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κολπ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />embosomed, embayed, Eur.
|mdlsjtxt=κολπ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />embosomed, embayed, Eur.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=γεμάτος κόλπους). Ἀπό τό [[κόλπος]] + [[εἶδος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη [[κόλπος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολπώδης Medium diacritics: κολπώδης Low diacritics: κολπώδης Capitals: ΚΟΛΠΩΔΗΣ
Transliteration A: kolpṓdēs Transliteration B: kolpōdēs Transliteration C: kolpodis Beta Code: kolpw/dhs

English (LSJ)

κολπῶδες,
A embosomed, embayed, τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Αὖλιν E.IA120, etc.; full of bays, θάλασσα D.C.48.50.
2 winding, παράπλους Plb. 4.44.7.
II metaph., oflanguage, turgid, μηδὲν ἔχειν κ. D.H.Dem. 18.

German (Pape)

[Seite 1476] ες, = κολποειδής; τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Eur. I. A. 120; παράπλους Pol. 4, 44, 7; θάλασσα D. Cass. 48, 50; auch übertr. vom Styl, weitschweifig, D. Hal. iud. Dem. 18.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui a beaucoup de golfes, de baies.
Étymologie: κόλπος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολπώδης -ες [κόλπος] een baai vormend.

Russian (Dvoretsky)

κολπώδης:
1 изобилующий заливами (Αὐλίς Eur.);
2 извилистый (παράπλους Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κολπώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων κόλπον ἢ λιμένα, τὰν κολπώδη… Αὖλιν Εὐρ. Ι. Α. 120, κτλ.· πλήρης λιμένων ἢ κόλπων, θάλασσα Δίων Κ. 48. 50. 2) ἑλικοειδής, Λατ. sinuosus, παράπλους Πολύβ. 4. 44, 7. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ λόγου, χαλαρός, διακεχυμένος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18.

Greek Monolingual

-ες (AM κολπώδης, -ῶδες) κόλπος
αυτός που απαρτίζεται από πολλούς κόλπους («κολπώδη παράλια»)
νεοελλ.
όμοιος με κόλπο
αρχ.
1. αυτός που έχει λιμάνι ή είναι γεμάτος από λιμάνια
2. ελικοειδής («κολπώδη τὸν παράπλουν», Πολ.)
3. (για λόγο) πομπώδης.

Greek Monotonic

κολπώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει κόλπο ή λιμάνι, σε Ευρ.

Middle Liddell

κολπ-ώδης, ες εἶδος
embosomed, embayed, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=γεμάτος κόλπους). Ἀπό τό κόλπος + εἶδος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη κόλπος.