στεφανωτρίς: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stefanotris | |Transliteration C=stefanotris | ||
|Beta Code=stefanwtri/s | |Beta Code=stefanwtri/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, | |Definition=-ίδος, ἡ, of or [[fit for a crown]] or [[wreath]], Apolloph.5; [[βύβλος]] Theopomp. Hist.22(c), cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''Fragmenta'' 142: also [[στεφανωτίς]], μυρρίναι Id.''HP''5.8.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0940.png Seite 940]] ἡ, zu Kränzen gehörig, geschickt; [[μυῤῥίνη]], Poll. 1, 27; [[βίβλος]], Pl ut. Ages. 36; vgl. Lob. Phryn. 225. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0940.png Seite 940]] ἡ, zu Kränzen gehörig, geschickt; [[μυῤῥίνη]], Poll. 1, 27; [[βίβλος]], Pl ut. Ages. 36; vgl. Lob. Phryn. 225. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>adj. f.</i><br />[[propre à faire des couronnes]].<br />'''Étymologie:''' [[στέφανος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στεφᾰνωτρίς:''' ίδος (ῐδ) adj. f служащая для плетения венков, идущая на венки ([[βίβλος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεφανωτρίς''': ίδος-, ἡ, ἀνήκπυσα ἢ ἁρμόζουσα εἰς στέφανον ἢ [[στέμμα]], ἡ χρησιμεύουσα πρὸς κατασκευὴν στεφάνων, Ἀπόλλοφάν. ἐν «[[Κρήτ]].» 1· [[βύβλος]] Θεοπόμπ. Ἱστ. 168, πρβλ. Πλουτ. Ἀγησ. 36· [[ὡσαύτως]] στεφανωτίς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 8, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 255. | |lstext='''στεφανωτρίς''': ίδος-, ἡ, ἀνήκπυσα ἢ ἁρμόζουσα εἰς στέφανον ἢ [[στέμμα]], ἡ χρησιμεύουσα πρὸς κατασκευὴν στεφάνων, Ἀπόλλοφάν. ἐν «[[Κρήτ]].» 1· [[βύβλος]] Θεοπόμπ. Ἱστ. 168, πρβλ. Πλουτ. Ἀγησ. 36· [[ὡσαύτως]] στεφανωτίς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 8, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 255. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε [[στέφανο]] ή [[στέμμα]]<br /><b>2.</b> κατάλληλη για την [[κατασκευή]] στεφάνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στεφανῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] (θηλ. του -<i>της</i>), [[πρβλ]]. [[κληρωτρίς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:44, 2 November 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, of or fit for a crown or wreath, Apolloph.5; βύβλος Theopomp. Hist.22(c), cf. Thphr. Fragmenta 142: also στεφανωτίς, μυρρίναι Id.HP5.8.3.
German (Pape)
[Seite 940] ἡ, zu Kränzen gehörig, geschickt; μυῤῥίνη, Poll. 1, 27; βίβλος, Pl ut. Ages. 36; vgl. Lob. Phryn. 225.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
adj. f.
propre à faire des couronnes.
Étymologie: στέφανος.
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνωτρίς: ίδος (ῐδ) adj. f служащая для плетения венков, идущая на венки (βίβλος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
στεφανωτρίς: ίδος-, ἡ, ἀνήκπυσα ἢ ἁρμόζουσα εἰς στέφανον ἢ στέμμα, ἡ χρησιμεύουσα πρὸς κατασκευὴν στεφάνων, Ἀπόλλοφάν. ἐν «Κρήτ.» 1· βύβλος Θεοπόμπ. Ἱστ. 168, πρβλ. Πλουτ. Ἀγησ. 36· ὡσαύτως στεφανωτίς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 8, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 255.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε στέφανο ή στέμμα
2. κατάλληλη για την κατασκευή στεφάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανῶ + επίθημα -τρίς (θηλ. του -της), πρβλ. κληρωτρίς.