πυγμαῖος: Difference between revisions
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pygmaios | |Transliteration C=pygmaios | ||
|Beta Code=pugmai=os | |Beta Code=pugmai=os | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> ([[πυγμή]] II) a [[πυγμή]] [[long]] or [[tall]], ἀκρόθινα π. κολοσσῷ ἐφαρμόζων Philostr.''VS''1.19.2.<br><span class="bld">2</span> of men, [[dwarfish]], [[Herodotus|Hdt.]]3.37, Arist. ''Pr.''892a12, Phld.''Sign.''2.<br><span class="bld">II</span> pr. n. [[Πυγμαῖοι]], οἱ, the ''Pygmies'', a fabulous race of dwarfs on the upper Nile, said to have been warred on and destroyed by cranes, Il.3.6, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''597a6, cf. [[Herodotus|Hdt.]]l.c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] eine Faust lang, s. nom. pr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] eine Faust lang, s. nom. pr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />haut d'une coudée ; nain ; οἱ Πυγμαῖοι les Pygmées, <i>peuple myth. de nains sur les bords du Nil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πυγμή]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυγμαῖος -α -ον [πυγμή] een vuist lang:; πυγμαίου ἀνδρὸς μίμησίς ἐστι het is een afbeelding van een pygmee (~ dwerg) Hdt. 3.37.2; subst. οἱ Πυγμαῖοι de Pygmeeën. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πυγμαῖος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[пигмей]], [[карлик]] Her.<br />величиною с кулак, т. е. карликовый Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυγμαῖος''': -α, -ον, (πυγμὴ ΙΙ) ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[μέγεθος]] πυγμῆς, Φιλοστρ. 512. 2) ἐπὶ μικροφυῶν ἀνθρώπων, [[νᾶνος]], Ἡρόδ. 3. 37, Ἀριστ. Προβλ. 10. 12· - Πυγμαῖοι, οἱ, μυθικὸν γένος νάνων κατὰ τὰ ἄνω τοῦ Νείλου, οὓς λέγεται καταπολέμησαν καὶ κατέστρεψαν αἱ γέρανοι, Ἰλ. Γ. 6 (ἴδε τὸν (Σχολ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, πρβλ. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''πυγμαῖος''': -α, -ον, (πυγμὴ ΙΙ) ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[μέγεθος]] πυγμῆς, Φιλοστρ. 512. 2) ἐπὶ μικροφυῶν ἀνθρώπων, [[νᾶνος]], Ἡρόδ. 3. 37, Ἀριστ. Προβλ. 10. 12· - Πυγμαῖοι, οἱ, μυθικὸν γένος νάνων κατὰ τὰ ἄνω τοῦ Νείλου, οὓς λέγεται καταπολέμησαν καὶ κατέστρεψαν αἱ γέρανοι, Ἰλ. Γ. 6 (ἴδε τὸν (Σχολ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, πρβλ. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / | |mltxt=-α, -ο / πυγμαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μέγεθος]] πυγμής, [[σπιθαμιαίος]], κοντορεβιθούλης, [[νάνος]]<br /><b>2.</b> [[κοντόσωμος]], [[μικρόσωμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Πυγμαίοι</i><br />[[κάθε]] ανθρώπινη [[ομάδα]] της οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος μικρότερο από 150 εκατοστόμετρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Πυγμαῖοι</i><br />α) [[φυλή]] νάνων που κατοικούσε στην [[περιοχή]] του Άνω Νείλου της Αιθιοπίας («[[ὅθεν]] ὁ Νεῖλος ῥεῖ<br />ἔστι δὲ ὁ [[τόπος]] [[οὗτος]] περὶ ὅν οἱ Πυγμαῖοι κατοικοῦσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[μυθικός]] [[λαός]] που κατοικούσε στη νήσο Θούλη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὰ Πυγμαίων» — η [[χώρα]] τών Πυγμαίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυγμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μοιραίος]]). Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pygmy</i>, γαλλ. <i>pygmee</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πυγμαῖος:''' -α, -ον ([[πυγμή]] II), αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[μέγεθος]] μιας <i>πυγμῆς</i>· λέγεται για μικρόσωμους ανθρώπους, [[νάνος]], σε Ηρόδ.· <i>Πυγμαῖοι</i>, <i>οἱ</i>, οι Πυγμαίοι, [[φυλή]] νάνων στη βόρεια [[πλευρά]] του Νείλου· λέγεται ότι πολεμήθηκαν και καταστράφηκαν από τους γερανούς, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πυγμαῖος:''' -α, -ον ([[πυγμή]] II), αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[μέγεθος]] μιας <i>πυγμῆς</i>· λέγεται για μικρόσωμους ανθρώπους, [[νάνος]], σε Ηρόδ.· <i>Πυγμαῖοι</i>, <i>οἱ</i>, οι Πυγμαίοι, [[φυλή]] νάνων στη βόρεια [[πλευρά]] του Νείλου· λέγεται ότι πολεμήθηκαν και καταστράφηκαν από τους γερανούς, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πυγμαῖος]], η, ον [[πυγμή]] II]<br />a [[πυγμή]] [[long]] or [[tall]]: of men, [[dwarfish]], Hdt.:— Πυγμαῖοι, οἱ, the Pygmies, a [[race]] of dwarfs on the [[upper]] [[Nile]], said to [[have]] been warred on and destroyed by cranes, Il. | |mdlsjtxt=[[πυγμαῖος]], η, ον [[πυγμή]] II]<br />a [[πυγμή]] [[long]] or [[tall]]: of men, [[dwarfish]], Hdt.:— Πυγμαῖοι, οἱ, the Pygmies, a [[race]] of dwarfs on the [[upper]] [[Nile]], said to [[have]] been warred on and destroyed by cranes, Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 24 November 2023
English (LSJ)
α, ον,
A (πυγμή II) a πυγμή long or tall, ἀκρόθινα π. κολοσσῷ ἐφαρμόζων Philostr.VS1.19.2.
2 of men, dwarfish, Hdt.3.37, Arist. Pr.892a12, Phld.Sign.2.
II pr. n. Πυγμαῖοι, οἱ, the Pygmies, a fabulous race of dwarfs on the upper Nile, said to have been warred on and destroyed by cranes, Il.3.6, Arist.HA597a6, cf. Hdt.l.c.
German (Pape)
[Seite 813] eine Faust lang, s. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
haut d'une coudée ; nain ; οἱ Πυγμαῖοι les Pygmées, peuple myth. de nains sur les bords du Nil.
Étymologie: πυγμή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυγμαῖος -α -ον [πυγμή] een vuist lang:; πυγμαίου ἀνδρὸς μίμησίς ἐστι het is een afbeelding van een pygmee (~ dwerg) Hdt. 3.37.2; subst. οἱ Πυγμαῖοι de Pygmeeën.
Russian (Dvoretsky)
πυγμαῖος: II ὁ пигмей, карлик Her.
величиною с кулак, т. е. карликовый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πυγμαῖος: -α, -ον, (πυγμὴ ΙΙ) ἔχων μῆκος ἢ μέγεθος πυγμῆς, Φιλοστρ. 512. 2) ἐπὶ μικροφυῶν ἀνθρώπων, νᾶνος, Ἡρόδ. 3. 37, Ἀριστ. Προβλ. 10. 12· - Πυγμαῖοι, οἱ, μυθικὸν γένος νάνων κατὰ τὰ ἄνω τοῦ Νείλου, οὓς λέγεται καταπολέμησαν καὶ κατέστρεψαν αἱ γέρανοι, Ἰλ. Γ. 6 (ἴδε τὸν (Σχολ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, πρβλ. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
-α, -ο / πυγμαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει μέγεθος πυγμής, σπιθαμιαίος, κοντορεβιθούλης, νάνος
2. κοντόσωμος, μικρόσωμος
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυγμαίοι
κάθε ανθρώπινη ομάδα της οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος μικρότερο από 150 εκατοστόμετρα
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πυγμαῖοι
α) φυλή νάνων που κατοικούσε στην περιοχή του Άνω Νείλου της Αιθιοπίας («ὅθεν ὁ Νεῖλος ῥεῖ
ἔστι δὲ ὁ τόπος οὗτος περὶ ὅν οἱ Πυγμαῖοι κατοικοῦσιν», Αριστοτ.)
β) μυθικός λαός που κατοικούσε στη νήσο Θούλη
2. φρ. «τὰ Πυγμαίων» — η χώρα τών Πυγμαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγμή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιραίος). Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. pygmy, γαλλ. pygmee].
Greek Monotonic
πυγμαῖος: -α, -ον (πυγμή II), αυτός που έχει μήκος ή μέγεθος μιας πυγμῆς· λέγεται για μικρόσωμους ανθρώπους, νάνος, σε Ηρόδ.· Πυγμαῖοι, οἱ, οι Πυγμαίοι, φυλή νάνων στη βόρεια πλευρά του Νείλου· λέγεται ότι πολεμήθηκαν και καταστράφηκαν από τους γερανούς, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
πυγμαῖος, η, ον πυγμή II]
a πυγμή long or tall: of men, dwarfish, Hdt.:— Πυγμαῖοι, οἱ, the Pygmies, a race of dwarfs on the upper Nile, said to have been warred on and destroyed by cranes, Il.