λογοποιέω: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(CSV import) |
|||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=logopoieo | |Transliteration C=logopoieo | ||
|Beta Code=logopoie/w | |Beta Code=logopoie/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[write]], [[compose]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 378d, ''Lg.''636d; [[write speeches]], Id.''Euthd.''289d.<br><span class="bld">2</span> [[fabricate tales]], especially of newsmongers, Th.6.38, And.1.54, Lys.16.11, D.4.49, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''8.1; τὰς [συμφορὰς] αὐτοὶ λογοποιοῦσιν Lys.22.14; λ. κατὰ τῆς πόλεως Plb.28.2.4:—Pass., D.C. 37.35.<br><span class="bld">II</span> Med., [[settle accounts]], πρός τινας ''PRyl.''136.4 (i A.D.), etc.:—Pass., ''Ostr.''1179.<br><span class="bld">III</span> Med., [[make proposals]], ἰδίᾳ πρός τινα Luc.''DMeretr.''10.4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[λογοποιῶ]] :<br /><b>1</b> [[imaginer des fictions poétiques]];<br /><b>2</b> [[inventer]] <i>ou</i> répandre des fables, <i>càd</i> de faux bruits.<br />'''Étymologie:''' [[λογοποιός]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[Fabeln]] [[schreiben]], [[erdichten]], [[Gerede]] [[machen]]</i>, bes. von politischen Neuigkeitsträgern, [[ἐνθένδε]] [[ἄνδρες]] [[οὔτε]] [[ὄντα]] [[οὔτε]] ἂν [[γενόμενα]] λογοποιοῦσιν, Thuc. 6.38; Andoc. 1.54; τὰ δ' οὐκ [[ὄντα]] λογοποιεῖν ὡς ἔστιν [[ὑμῖν]] ἕτοιμα 3.35; Lys. 16.11, 22.17; Dem. und Sp.; κατά τινος, Pol. 28.2.4. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λογοποιέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[сочинять рассказы]], [[составлять повести]], [[писать]] (περί τινος Lys.);<br /><b class="num">2</b> [[выдумывать небылицы]], [[измышлять]], [[сплетничать]] (λ. [[οὔτε]] [[ὄντα]] [[οὔτε]] ἂν [[γενόμενα]] Thuc.): λ. τι [[κατά]] τινος Isocr. распускать ложные слухи про кого-л.;<br /><b class="num">3</b> [[составлять речи]] Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λογοποιέω''': [[ἐφευρίσκω]], [[πλάττω]] μύθους, ψευδεῖς ἱστορίας, Πλάτ. Πολ. 378D, Νόμ. 636C· [[περί]] τινος Λυσ. 146. 36, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 8. 2) λ. τι, [[κατασκευάζω]], [[πλάττω]] διηγήματα, Λατ. serere rumores, ἰδίως ἐπὶ τῶν διαδιδόντων εἰδήσεις, «νέα», Θουκ. 6. 38, Ἀνδοκ. 8. 15, Δημ. 54. 15, κτλ. ΙΙ. [[γράφω]] λόγους ῥητορικούς, ὁμιλίας, (ἴδε λογοποιὸς ΙΙ), Πλάτ. Εὐθύδ. 289D. | |lstext='''λογοποιέω''': [[ἐφευρίσκω]], [[πλάττω]] μύθους, ψευδεῖς ἱστορίας, Πλάτ. Πολ. 378D, Νόμ. 636C· [[περί]] τινος Λυσ. 146. 36, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 8. 2) λ. τι, [[κατασκευάζω]], [[πλάττω]] διηγήματα, Λατ. serere rumores, ἰδίως ἐπὶ τῶν διαδιδόντων εἰδήσεις, «νέα», Θουκ. 6. 38, Ἀνδοκ. 8. 15, Δημ. 54. 15, κτλ. ΙΙ. [[γράφω]] λόγους ῥητορικούς, ὁμιλίας, (ἴδε λογοποιὸς ΙΙ), Πλάτ. Εὐθύδ. 289D. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λογοποιέω:''' μέλ. <i>λογοποιήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]] μύθους, [[κατασκευάζω]] ψευδείς ιστορίες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατασκευάζω]] διηγήσεις, [[κυρίως]] λέγεται γι' αυτούς που διαδίδουν ειδήσεις, μεταδίδουν ψεύτικα [[νέα]], σε Θουκ., Δημ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[γράφω]] ρητορικούς λόγους, ομιλίες, (βλ. [[λογοποιός]] II), σε Πλάτ. | |lsmtext='''λογοποιέω:''' μέλ. <i>λογοποιήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]] μύθους, [[κατασκευάζω]] ψευδείς ιστορίες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατασκευάζω]] διηγήσεις, [[κυρίως]] λέγεται γι' αυτούς που διαδίδουν ειδήσεις, μεταδίδουν ψεύτικα [[νέα]], σε Θουκ., Δημ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[γράφω]] ρητορικούς λόγους, ομιλίες, (βλ. [[λογοποιός]] II), σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λογοποιέω]], fut. -ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[invent]] stories, to [[write]], [[compose]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[fabricate]] tales, of newsmongers, Thuc., Dem., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[write]] speeches (v. [[λογοποιός]] II), Plat. | |mdlsjtxt=[[λογοποιέω]], fut. -ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[invent]] stories, to [[write]], [[compose]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[fabricate]] tales, of newsmongers, Thuc., Dem., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[write]] speeches (v. [[λογοποιός]] II), Plat. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[ficta fabulari]]'', to [[relate fiction]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.38.1/ 6.38.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:29, 16 November 2024
English (LSJ)
A write, compose, Pl.R. 378d, Lg.636d; write speeches, Id.Euthd.289d.
2 fabricate tales, especially of newsmongers, Th.6.38, And.1.54, Lys.16.11, D.4.49, Thphr. Char.8.1; τὰς [συμφορὰς] αὐτοὶ λογοποιοῦσιν Lys.22.14; λ. κατὰ τῆς πόλεως Plb.28.2.4:—Pass., D.C. 37.35.
II Med., settle accounts, πρός τινας PRyl.136.4 (i A.D.), etc.:—Pass., Ostr.1179.
III Med., make proposals, ἰδίᾳ πρός τινα Luc.DMeretr.10.4.
French (Bailly abrégé)
λογοποιῶ :
1 imaginer des fictions poétiques;
2 inventer ou répandre des fables, càd de faux bruits.
Étymologie: λογοποιός.
German (Pape)
Fabeln schreiben, erdichten, Gerede machen, bes. von politischen Neuigkeitsträgern, ἐνθένδε ἄνδρες οὔτε ὄντα οὔτε ἂν γενόμενα λογοποιοῦσιν, Thuc. 6.38; Andoc. 1.54; τὰ δ' οὐκ ὄντα λογοποιεῖν ὡς ἔστιν ὑμῖν ἕτοιμα 3.35; Lys. 16.11, 22.17; Dem. und Sp.; κατά τινος, Pol. 28.2.4.
Russian (Dvoretsky)
λογοποιέω:
1 сочинять рассказы, составлять повести, писать (περί τινος Lys.);
2 выдумывать небылицы, измышлять, сплетничать (λ. οὔτε ὄντα οὔτε ἂν γενόμενα Thuc.): λ. τι κατά τινος Isocr. распускать ложные слухи про кого-л.;
3 составлять речи Plat.
Greek (Liddell-Scott)
λογοποιέω: ἐφευρίσκω, πλάττω μύθους, ψευδεῖς ἱστορίας, Πλάτ. Πολ. 378D, Νόμ. 636C· περί τινος Λυσ. 146. 36, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 8. 2) λ. τι, κατασκευάζω, πλάττω διηγήματα, Λατ. serere rumores, ἰδίως ἐπὶ τῶν διαδιδόντων εἰδήσεις, «νέα», Θουκ. 6. 38, Ἀνδοκ. 8. 15, Δημ. 54. 15, κτλ. ΙΙ. γράφω λόγους ῥητορικούς, ὁμιλίας, (ἴδε λογοποιὸς ΙΙ), Πλάτ. Εὐθύδ. 289D.
Greek Monotonic
λογοποιέω: μέλ. λογοποιήσω,
I. 1. εφευρίσκω, πλάθω μύθους, κατασκευάζω ψευδείς ιστορίες, σε Πλάτ.
2. κατασκευάζω διηγήσεις, κυρίως λέγεται γι' αυτούς που διαδίδουν ειδήσεις, μεταδίδουν ψεύτικα νέα, σε Θουκ., Δημ., κ.λπ.
II. γράφω ρητορικούς λόγους, ομιλίες, (βλ. λογοποιός II), σε Πλάτ.
Middle Liddell
λογοποιέω, fut. -ήσω
I. to invent stories, to write, compose, Plat.
2. to fabricate tales, of newsmongers, Thuc., Dem., etc.
II. to write speeches (v. λογοποιός II), Plat.