χύμα: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=χύμα
|Full diacritics=χῠ́μα
|Medium diacritics=χύμα
|Medium diacritics=χύμα
|Low diacritics=χύμα
|Low diacritics=χύμα
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chyma
|Transliteration C=chyma
|Beta Code=xu/ma
|Beta Code=xu/ma
|Definition=[ῠ], ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is poured out</b> or [[flows]], [[fluid]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>550b27</span>, <span class="bibl">D.S.17.75</span>; even χ. νιφάδος <span class="bibl">Alciphr.1.23</span>; <b class="b3">χ. τέσσαρα</b>, viz. the hot, cold, moist, and dry, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[ingot]], [[bar]], IG7.303.104 (Orop., iii B. C.); χ. χρυσοῦν <span class="title">Inscr.Délos</span>442 <span class="title">B</span>6 (ii B. C.), [<b class="b3">χρυσίου</b>] ib.1432<span class="title">Ab</span>i17 (Delos, ii B. C., pl.), cf. <span class="bibl">Agatharch.28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., <b class="b2">confused mass</b>, τῶν ἀριθμῶν <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>2.24</span>; [[aggregate]], Theol.Ar.34; [[crowd]], <b class="b3">πρεσβυτέρων καὶ νεωτέρων</b> Aristeas14. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> αὐτὰ τὰ χ. τῶν σφαιρῶν [[materials]], [[constituents]], <span class="bibl">Phlp. <span class="title">in Mete.</span>26.8</span>; <b class="b3">τοῦ χ. αὐτοῦ τῶν σφαιρῶν ἡ οὐσία</b> ib.<span class="bibl">4.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> <b class="b3">χ. καρδίας</b> [[largeness]] of heart, <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>4.25</span> (<span class="bibl">5.9</span>). [On accent and quantity v. Hdn.Gr.<span class="bibl">2.15</span>.]</span>
|Definition=[ῠ], ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is poured out]] or [[that which flows]], [[fluid]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''550b27, [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.75; even χ. νιφάδος Alciphr.1.23; <b class="b3">χ. τέσσαρα</b>, viz. the [[hot]], [[cold]], [[moist]], and [[dry]], Ptol.''Tetr.''19.<br><span class="bld">2</span> [[ingot]], [[bar]], IG7.303.104 (Orop., iii B. C.); χ. χρυσοῦν ''Inscr.Délos''442 ''B''6 (ii B. C.), ([[χρυσίου]]) ib.1432''Ab''i17 (Delos, ii B. C., pl.), cf. Agatharch.28.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[confused mass]], τῶν ἀριθμῶν [[LXX]] ''2 Ma.''2.24; [[aggregate]], Theol.Ar.34; [[crowd]], <b class="b3">πρεσβυτέρων καὶ νεωτέρων</b> Aristeas14.<br><span class="bld">4</span> αὐτὰ τὰ χ. τῶν σφαιρῶν [[material]]s, [[constituent]]s, Phlp. ''in Mete.''26.8; <b class="b3">τοῦ χ. αὐτοῦ τῶν σφαιρῶν ἡ οὐσία</b> ib.4.2.<br><span class="bld">5</span> <b class="b3">χ. καρδίας</b> [[largeness]] of [[heart]], [[LXX]] ''3 Ki.''4.25 (5.9). [On accent and quantity v. Hdn.Gr.2.15.]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν [[είναι]] συσκευασμένος (α. «πουλάει [[χύμα]] [[κρασί]]» β. «αγόρασα [[ρύζι]] [[χύμα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) ανάκατα, [[σωρηδόν]] («τοποθέτησε όλο το [[φορτίο]] [[χύμα]]»)<br /><b>3.</b> η [[κατηφοριά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «του τά [[είπα]] [[χύμα]]» — του μίλησα σκληρά, τον επέπληξα [[χωρίς]] ενδοιασμούς<br />β) «[[χύμα]] και τσουβαλάτα» — [[χωρίς]] περιστροφές, [[χωρίς]] [[καμιά]] [[επιφύλαξη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) (για τροπάρια) διαβαστά, [[χωρίς]] τη [[μελωδία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] που χύνεται, που ρέει [[προς]] τα έξω ή [[προς]] τα [[κάτω]] (α. «περιέχει καὶ στερεοὺς τόπους τὸ πολὺ τοῡτο [[χύμα]] τοῡ ὑγροῡ», <b>Ευστ.</b><br />β. «[[ζῷον]] ὃ... κατασκευάζει χῡμα διάφορον τῇ γλυκύτητι τοῡ παρ' ἡμῑν μέλιτος οὐ πολὺ λειπόμενον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> (για ανδριάντα) κατασκευασμένος από χυτό [[μέταλλο]] («Ἀλφιάδης χῡμα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> όγκος μετάλλου («[[χύμα]] χρυσοῡν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> υλικό, συστατικό («τὰ χύματα τῶν σφαιρῶν», Φιλόπ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> μεγάλο [[πλήθος]], άμετρη [[ποσότητα]] («τὸ [[χύμα]] τῶν ἀριθμῶν», ΠΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[χύμα]] καρδίας» — [[περίσσευμα]] καρδιάς, [[μεγαλοψυχία]] (ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χυ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ῥεῦ</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=-ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν [[είναι]] συσκευασμένος (α. «πουλάει [[χύμα]] [[κρασί]]» β. «αγόρασα [[ρύζι]] [[χύμα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) ανάκατα, [[σωρηδόν]] («τοποθέτησε όλο το [[φορτίο]] [[χύμα]]»)<br /><b>3.</b> η [[κατηφοριά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «του τά [[είπα]] [[χύμα]]» — του μίλησα σκληρά, τον επέπληξα [[χωρίς]] ενδοιασμούς<br />β) «[[χύμα]] και τσουβαλάτα» — [[χωρίς]] περιστροφές, [[χωρίς]] [[καμιά]] [[επιφύλαξη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) (για τροπάρια) διαβαστά, [[χωρίς]] τη [[μελωδία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] που χύνεται, που ρέει [[προς]] τα έξω ή [[προς]] τα [[κάτω]] (α. «περιέχει καὶ στερεοὺς τόπους τὸ πολὺ τοῦτο [[χύμα]] τοῦ ὑγροῦ», <b>Ευστ.</b><br />β. «[[ζῷον]] ὃ... κατασκευάζει χῡμα διάφορον τῇ γλυκύτητι τοῦ παρ' ἡμῖν μέλιτος οὐ πολὺ λειπόμενον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> (για ανδριάντα) κατασκευασμένος από χυτό [[μέταλλο]] («Ἀλφιάδης χῡμα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> όγκος μετάλλου («[[χύμα]] χρυσοῦν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> υλικό, συστατικό («τὰ χύματα τῶν σφαιρῶν», Φιλόπ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> μεγάλο [[πλήθος]], άμετρη [[ποσότητα]] («τὸ [[χύμα]] τῶν ἀριθμῶν», ΠΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[χύμα]] καρδίας» — [[περίσσευμα]] καρδιάς, [[μεγαλοψυχία]] (ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χυ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. [[ῥεῦμα]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χύμα:''' ατος (ῠ) τό [[χέω]] влага, жидкость Arst., Diod.
|elrutext='''χύμα:''' ατος (ῠ) τό [[χέω]] влага, жидкость Arst., Diod.
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῠ́μα Medium diacritics: χύμα Low diacritics: χύμα Capitals: ΧΥΜΑ
Transliteration A: chýma Transliteration B: chyma Transliteration C: chyma Beta Code: xu/ma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,
A that which is poured out or that which flows, fluid, Arist.HA550b27, D.S.17.75; even χ. νιφάδος Alciphr.1.23; χ. τέσσαρα, viz. the hot, cold, moist, and dry, Ptol.Tetr.19.
2 ingot, bar, IG7.303.104 (Orop., iii B. C.); χ. χρυσοῦν Inscr.Délos442 B6 (ii B. C.), (χρυσίου) ib.1432Abi17 (Delos, ii B. C., pl.), cf. Agatharch.28.
3 metaph., confused mass, τῶν ἀριθμῶν LXX 2 Ma.2.24; aggregate, Theol.Ar.34; crowd, πρεσβυτέρων καὶ νεωτέρων Aristeas14.
4 αὐτὰ τὰ χ. τῶν σφαιρῶν materials, constituents, Phlp. in Mete.26.8; τοῦ χ. αὐτοῦ τῶν σφαιρῶν ἡ οὐσία ib.4.2.
5 χ. καρδίας largeness of heart, LXX 3 Ki.4.25 (5.9). [On accent and quantity v. Hdn.Gr.2.15.]

German (Pape)

[Seite 1384] τό, das Ausgegossene, der Guß, Fluß, Strom; D. Sic. 17, 74; νιφάδος χύμα πάμπολυ Alciphr. 1, 23; übh. Flüssigkeit, Arist. H. A. 5, 19. – [Υ nach Drac. immer kurz, also χῦμα falscher Accent.]

Greek Monolingual

-ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α
νεοελλ.
1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα»)
2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα»)
3. η κατηφοριά
4. φρ. α) «του τά είπα χύμα» — του μίλησα σκληρά, τον επέπληξα χωρίς ενδοιασμούς
β) «χύμα και τσουβαλάτα» — χωρίς περιστροφές, χωρίς καμιά επιφύλαξη
νεοελλ.-μσν.
(ως επίρρ.) (για τροπάρια) διαβαστά, χωρίς τη μελωδία
μσν.-αρχ.
καθετί που χύνεται, που ρέει προς τα έξω ή προς τα κάτω (α. «περιέχει καὶ στερεοὺς τόπους τὸ πολὺ τοῦτο χύμα τοῦ ὑγροῦ», Ευστ.
β. «ζῷον ὃ... κατασκευάζει χῡμα διάφορον τῇ γλυκύτητι τοῦ παρ' ἡμῖν μέλιτος οὐ πολὺ λειπόμενον», Διόδ.)
αρχ.
1. ως επίθ. (για ανδριάντα) κατασκευασμένος από χυτό μέταλλο («Ἀλφιάδης χῡμα», επιγρ.)
2. όγκος μετάλλου («χύμα χρυσοῦν», επιγρ.)
3. υλικό, συστατικό («τὰ χύματα τῶν σφαιρῶν», Φιλόπ.)
4. μτφ. μεγάλο πλήθος, άμετρη ποσότητα («τὸ χύμα τῶν ἀριθμῶν», ΠΔ)
5. φρ. «χύμα καρδίας» — περίσσευμα καρδιάς, μεγαλοψυχία (ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -μα (πρβλ. ῥεῦμα)].

Russian (Dvoretsky)

χύμα: ατος (ῠ) τό χέω влага, жидкость Arst., Diod.