ἀταλαίπωρος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tag: Manual revert
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atalaiporos
|Transliteration C=atalaiporos
|Beta Code=a)talai/pwros
|Beta Code=a)talai/pwros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not painstaking</b>, οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας <span class="bibl">Th.1.20</span>. Adv. -ρως, οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>254</span>; οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι <span class="bibl">D.C.49.35</span>; ἀ. διάγειν <span class="bibl">Ph.1.18</span>; ἀ. ἀκούειν <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Cael.</span>143.16</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of persons, [[not given to hard work]], Hp.Aër.1; [[lazy]], ἀνθρωπάρια <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.29.55</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[incapable of bearing fatigue]], Prob. in Hp.Aër.21. Adv. -ρως <b class="b2">without incurring fatigue</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Acut.</span>33</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> of stagnant water, [[sluggish]], Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.5.3.1</span>:—also ἀτακτ-πώρητος, ον, <span class="bibl">Poll.4.28</span>; [[easy]], <span class="bibl">Sor.2.11</span>. Adv. -τως Hsch. s.v. [[ἀνοίκτως]], Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>204</span>.</span>
|Definition=ἀταλαίπωρον,<br><span class="bld">A</span> [[not painstaking]], οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20. Adv. [[ἀταλαιπώρως]], οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ [[ποίησις]] διέκειτο Ar.Fr.254; οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι D.C.49.35; ἀ. διάγειν Ph.1.18; ἀ. ἀκούειν Simp.in Cael.143.16.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[not given to hard work]], Hp.Aër.1; [[lazy]], ἀνθρωπάρια Arr.Epict.1.29.55.<br><span class="bld">2</span> [[incapable of bearing fatigue]], Prob. in Hp.Aër.21. Adv. [[ἀταλαιπώρως]] = [[without incurring fatigue]], [[without making an effort]], [[carelessly]], [[indifferently]], Id.Acut.33.<br><span class="bld">III</span> of [[stagnant]] [[water]], [[sluggish]], Ruf. ap. Orib.5.3.1:—also [[ἀταλαιπώρητος]], ον, Poll.4.28; [[easy]], Sor.2.11. Adv. [[ἀταλαιπωρήτως]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἀνοίκτως]], Sch.E.Hec.204.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀτᾰλαίπωρος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de abstr. [[no esforzado]], [[negligente]] οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20, cf. Ph.1.1, ἀ. τῆς ἀληθείας [[ἀκοή]] Ael.<i>Fr</i>.136<br /><b class="num">•</b>de pers. [[que rehuye las fatigas]], [[incapaz de esforzarse]], [[indolente]] ἄνθρωποι Hp.<i>Aër</i>.1, cf. 21, Arr.<i>Epict</i>.1.29.55, 2.20.20, ὅσοι ... τρόπον ἀταλαίπωρον ζῶσι Hp.<i>Prorrh</i>.2.8<br /><b class="num"></b>fig. de aguas estancadas [[inactivo]], [[que no corre]] Ruf. en Orib.5.3.1.<br /><b class="num">II</b> [[que no puede soportar el sufrimiento]], [[desgraciado]], de pers. [[mísero]] ἀταλαίπωροι μὲν οὖν ἑκάτεροι καὶ ἐλεεῖσθαι δίκαιοι ... ἀταλαίπωροι δὲ καὶ ἡμεῖς Gal.8.955.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀταλαιπώρως]]<br /><b class="num">1</b> [[negligentemente]] οὕτως αὐτοῖς [[ἀταλαιπώρως]] ἡ [[ποίησις]] διέκειτο Ar.<i>Fr</i>.265, οὕτως [[ἀταλαιπώρως]] ἔχουσι πρὸς τὴν ἀληθείας ζήτησιν Gal.1.97, τοῖς ἀ. ἀκούουσιν Simp.<i>in Cael</i>.143.16.<br /><b class="num">2</b> [[sin esfuerzo]], [[con facilidad]], [[sin fatigarse]] [[ἀρριγέως]] καὶ [[ἀθαλπέως]] καὶ [[ἀταλαιπώρως]] Hp.<i>Acut</i>.33, [[ἀταλαιπώρως]] κρατοῦσι τῆς πόλεως Memn.28.8, ἵνα [[ῥᾳδίως]] καὶ [[ἀταλαιπώρως]] τὸ [[δίκαιον]] ἡμῖν ἀποτέκωσιν Plu.2.964c, [[ἀπόνως]] καὶ [[ἀταλαιπώρως]] ... διάξουσιν Ph.1.18, οὐκ [[ἀταλαιπώρως]] ἐχειρώσατο D.C.49.35.1, τὰ πράγματα οὐκ [[ἀταλαιπώρως]] ἐχώρησεν εἰς τὸ βέλτιον D.C.<i>Epit</i>.9.7.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] ohne Anstrengung, mühelos, nachlässig, [[οὕτως]] ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ [[ζήτησις]] τῆς ἀληθείας, sie kümmern sich so wenig darum, Thuc. 1, 20, was Arr. 6, 11, 8 nachahmt. – Adv. ἀταλαιπώρως, διέκειτο ἡ [[ποίησις]] Ar. B. A. 457, ῥᾳθύμως, ὀλιγώρως erkl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] ohne Anstrengung, mühelos, nachlässig, [[οὕτως]] ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ [[ζήτησις]] τῆς ἀληθείας, sie kümmern sich so wenig darum, Thuc. 1, 20, was Arr. 6, 11, 8 nachahmt. – Adv. ἀταλαιπώρως, διέκειτο ἡ [[ποίησις]] Ar. B. A. 457, ῥᾳθύμως, ὀλιγώρως erkl.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἀταλαίπωρος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] κόπου ἤ ὑπομονῆς, [[ἀδιάφορος]],[[ἀμελής]], [[οὕτως]] ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ [[ζήτησις]] τῆς ἀληθείας Θουκ. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., [[οὕτως]] αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ [[ποίησις]] διέκειτο Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 250. ΙΙ. [[ἀνίκανος]] νὰ ὑποφέρῃ κόπους καὶ ταλαιπωρίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ― Ἐπίρρ. -ρως Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389. Ὡσαύτως -πώρητος, ον [[Πολυδ]]. Δ΄, 28: ― Ἐπίρρ. -πωρήτως Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 204.
|btext=ος, ον :<br />qui ne cause aucun souci, indifférent : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[ταλαίπωρος]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />qui ne cause aucun souci, indifférent : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' , [[ταλαίπωρος]].
|elrutext='''ἀταλαίπωρος:''' [[не заботящийся]], [[беспечный]], [[равнодушный]] (τινος Thuc.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=(ἀτᾰλαίπωρος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de abstr. [[no esforzado]], [[negligente]] οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20, cf. Ph.1.1, ἀ. τῆς ἀληθείας [[ἀκοή]] Ael.<i>Fr</i>.136<br /><b class="num">•</b>de pers. [[que rehuye las fatigas]], [[incapaz de esforzarse]], [[indolente]] ἄνθρωποι Hp.<i>Aër</i>.1, cf. 21, Arr.<i>Epict</i>.1.29.55, 2.20.20, ὅσοι ... τρόπον ἀταλαίπωρον ζῶσι Hp.<i>Prorrh</i>.2.8<br /><b class="num">•</b>fig. de aguas estancadas [[inactivo]], [[que no corre]] Ruf. en Orib.5.3.1.<br /><b class="num">II</b> [[que no puede soportar el sufrimiento]], [[desgraciado]], de pers. [[mísero]] ἀταλαίπωροι μὲν οὖν ἑκάτεροι καὶ ἐλεεῖσθαι δίκαιοι ... ἀταλαίπωροι δὲ καὶ ἡμεῖς Gal.8.955.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[negligentemente]] οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο Ar.<i>Fr</i>.265, οὕτως ἀ. ἔχουσι πρὸς τὴν ἀληθείας ζήτησιν Gal.1.97, τοῖς ἀ. ἀκούουσιν Simp.<i>in Cael</i>.143.16.<br /><b class="num">2</b> [[sin esfuerzo]], [[con facilidad]], [[sin fatigarse]] [[ἀρριγέως]] καὶ ἀθαλπέως καὶ ἀ. Hp.<i>Acut</i>.33, ἀ. κρατοῦσι τῆς πόλεως Memn.28.8, ἵνα ῥᾳδίως καὶ ἀ. τὸ δίκαιον ἡμῖν ἀποτέκωσιν Plu.2.964c, ἀπόνως καὶ ἀ. ... διάξουσιν Ph.1.18, οὐκ ἀ. ἐχειρώσατο D.C.49.35.1, τὰ πράγματα οὐκ ἀ. ἐχώρησεν εἰς τὸ βέλτιον D.C.<i>Epit</i>.9.7.5.
|lstext='''ἀταλαίπωρος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] κόπου ἤ ὑπομονῆς, [[ἀδιάφορος]], [[ἀμελής]], [[οὕτως]] ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ [[ζήτησις]] τῆς ἀληθείας Θουκ. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., [[οὕτως]] αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ [[ποίησις]] διέκειτο Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 250. ΙΙ. [[ἀνίκανος]] νὰ ὑποφέρῃ κόπους καὶ ταλαιπωρίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ― Ἐπίρρ. -ρως Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389. Ὡσαύτως -πώρητος, ον Πολυδ. Δ΄, 28: ― Ἐπίρρ. -πωρήτως Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 204.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀταλαίπωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] να καταβληθεί [[πολύς]] [[κόπος]] («[[οὕτως]] [[ἀταλαίπωρος]] τοῑς πολλοῑς ἡ [[ζήτησις]] τῆς ἀληθείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ανίκανος]] να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους.
|mltxt=[[ἀταλαίπωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] να καταβληθεί [[πολύς]] [[κόπος]] («[[οὕτως]] [[ἀταλαίπωρος]] τοῖς πολλοῖς ἡ [[ζήτησις]] τῆς ἀληθείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ανίκανος]] να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀταλαίπωρος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[υπομονή]], αυτός που δεν υποβάλλεται σε ταλαιπωρίες, [[αδιάφορος]], [[απερίσκεπτος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀταλαίπωρος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[υπομονή]], αυτός που δεν υποβάλλεται σε ταλαιπωρίες, [[αδιάφορος]], [[απερίσκεπτος]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἀταλαίπωρος:''' не заботящийся, беспечный, равнодушный (τινος Thuc.).
|mdlsjtxt=[[without]] [[pain]]s or [[patience]], [[indifferent]], [[careless]], Thuc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[taking no trouble]]
}}
}}
{{mdlsj
{{lxth
|mdlsjtxt=<br />without pains or [[patience]], [[indifferent]], [[careless]], Thuc.
|lthtxt=''[[indiligens]]'', [[careless]], [[negligent]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.20.3/ 1.20.3].
}}
}}

Latest revision as of 13:54, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰλαίπωρος Medium diacritics: ἀταλαίπωρος Low diacritics: αταλαίπωρος Capitals: ΑΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ
Transliteration A: atalaípōros Transliteration B: atalaipōros Transliteration C: atalaiporos Beta Code: a)talai/pwros

English (LSJ)

ἀταλαίπωρον,
A not painstaking, οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20. Adv. ἀταλαιπώρως, οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο Ar.Fr.254; οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι D.C.49.35; ἀ. διάγειν Ph.1.18; ἀ. ἀκούειν Simp.in Cael.143.16.
II of persons, not given to hard work, Hp.Aër.1; lazy, ἀνθρωπάρια Arr.Epict.1.29.55.
2 incapable of bearing fatigue, Prob. in Hp.Aër.21. Adv. ἀταλαιπώρως = without incurring fatigue, without making an effort, carelessly, indifferently, Id.Acut.33.
III of stagnant water, sluggish, Ruf. ap. Orib.5.3.1:—also ἀταλαιπώρητος, ον, Poll.4.28; easy, Sor.2.11. Adv. ἀταλαιπωρήτως Hsch. s.v. ἀνοίκτως, Sch.E.Hec.204.

Spanish (DGE)

(ἀτᾰλαίπωρος) -ον
I 1de abstr. no esforzado, negligente οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20, cf. Ph.1.1, ἀ. τῆς ἀληθείας ἀκοή Ael.Fr.136
de pers. que rehuye las fatigas, incapaz de esforzarse, indolente ἄνθρωποι Hp.Aër.1, cf. 21, Arr.Epict.1.29.55, 2.20.20, ὅσοι ... τρόπον ἀταλαίπωρον ζῶσι Hp.Prorrh.2.8
fig. de aguas estancadas inactivo, que no corre Ruf. en Orib.5.3.1.
II que no puede soportar el sufrimiento, desgraciado, de pers. mísero ἀταλαίπωροι μὲν οὖν ἑκάτεροι καὶ ἐλεεῖσθαι δίκαιοι ... ἀταλαίπωροι δὲ καὶ ἡμεῖς Gal.8.955.
III adv. ἀταλαιπώρως
1 negligentemente οὕτως αὐτοῖς ἀταλαιπώρωςποίησις διέκειτο Ar.Fr.265, οὕτως ἀταλαιπώρως ἔχουσι πρὸς τὴν ἀληθείας ζήτησιν Gal.1.97, τοῖς ἀ. ἀκούουσιν Simp.in Cael.143.16.
2 sin esfuerzo, con facilidad, sin fatigarse ἀρριγέως καὶ ἀθαλπέως καὶ ἀταλαιπώρως Hp.Acut.33, ἀταλαιπώρως κρατοῦσι τῆς πόλεως Memn.28.8, ἵνα ῥᾳδίως καὶ ἀταλαιπώρως τὸ δίκαιον ἡμῖν ἀποτέκωσιν Plu.2.964c, ἀπόνως καὶ ἀταλαιπώρως ... διάξουσιν Ph.1.18, οὐκ ἀταλαιπώρως ἐχειρώσατο D.C.49.35.1, τὰ πράγματα οὐκ ἀταλαιπώρως ἐχώρησεν εἰς τὸ βέλτιον D.C.Epit.9.7.5.

German (Pape)

[Seite 383] ohne Anstrengung, mühelos, nachlässig, οὕτως ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας, sie kümmern sich so wenig darum, Thuc. 1, 20, was Arr. 6, 11, 8 nachahmt. – Adv. ἀταλαιπώρως, διέκειτο ἡ ποίησις Ar. B. A. 457, ῥᾳθύμως, ὀλιγώρως erkl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne cause aucun souci, indifférent : τινι à qqn.
Étymologie: , ταλαίπωρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀταλαίπωρος: не заботящийся, беспечный, равнодушный (τινος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀταλαίπωρος: -ον, ὁ ἄνευ κόπου ἤ ὑπομονῆς, ἀδιάφορος, ἀμελής, οὕτως ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Θουκ. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., οὕτως αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 250. ΙΙ. ἀνίκανος νὰ ὑποφέρῃ κόπους καὶ ταλαιπωρίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ― Ἐπίρρ. -ρως Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389. Ὡσαύτως -πώρητος, ον Πολυδ. Δ΄, 28: ― Ἐπίρρ. -πωρήτως Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 204.

Greek Monolingual

ἀταλαίπωρος, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται χωρίς να καταβληθεί πολύς κόποςοὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας», Θουκ.)
2. ο ανίκανος να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους.

Greek Monotonic

ἀταλαίπωρος: -ον, αυτός που δεν έχει υπομονή, αυτός που δεν υποβάλλεται σε ταλαιπωρίες, αδιάφορος, απερίσκεπτος, σε Θουκ.

Middle Liddell

without pains or patience, indifferent, careless, Thuc.

English (Woodhouse)

taking no trouble

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

indiligens, careless, negligent, 1.20.3.