συγκριτικός: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkritikos
|Transliteration C=sygkritikos
|Beta Code=sugkritiko/s
|Beta Code=sugkritiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for compounding]], opp. διακριτικός, τμῆμα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>282c</span>, cf. <span class="bibl">Arist. <span class="title">Top.</span>107b30</span>; λευκὸν μὲν τὸ διακριτικὸν μέλαν δὲ τὸ σ. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sens.</span>86</span>: <b class="b3">-κή</b> (sc. [[τέχνη]]) Pl. l.c. b,c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[comparative]], ὑπόθεσις Plu.2.616d; <b class="b3">τὰ σ</b>. (sc. [[ὀνόματα]]) [[comparative degree]] of adjectives, <span class="bibl">D.T.635.9</span>, Plu.2.677d, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>58.28</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">D.L.9.75</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[μετασυγκριτικός]], [[φάρμακα]], opp. [[χαλαστικά]], Gal.2.343: <b class="b3">τὰ σ</b>., title of work by Thessalus, Id.10.7.</span>
|Definition=συγκριτική, συγκριτικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[compounding]],opp. [[διακριτικός]], τμῆμα [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 282c, cf. Arist. ''Top.''107b30; λευκὸν μὲν τὸ διακριτικὸν μέλαν δὲ τὸ σ. [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''86: ἡ [[συγκριτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) Pl. [[l.c.]] b,c.<br><span class="bld">II</span> [[comparative]], ὑπόθεσις Plu.2.616d; <b class="b3">τὰ σ.</b> (''[[sc.]]'' [[ὀνόματα]]) [[comparative degree]] of adjectives, D.T.635.9, Plu.2.677d, A.D.''Synt.''58.28. Adv. [[συγκριτικῶς]] D.L.9.75.<br><span class="bld">III</span> = [[μετασυγκριτικός]], [[φάρμακα]], opp. [[χαλαστικά]], Gal.2.343: <b class="b3">τὰ σ.</b>, title of work by Thessalus, Id.10.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ή, όν, zusammensetzend, verbindend, Ggstz [[διακριτικός]], Plat. Polit. 282 b, öfter, – vergleichend, [[διήγημα]] Hermogen. progymn. 2; ὁ συγκρ., mit u. ohne [[τρόπος]], der Comparativ, Gramm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ή, όν, zusammensetzend, verbindend, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[διακριτικός]], Plat. Polit. 282 b, öfter, – vergleichend, [[διήγημα]] Hermogen. progymn. 2; ὁ συγκρ., mit u. ohne [[τρόπος]], der Comparativ, Gramm.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui compare <i>ou</i> sert à comparer ; ὁ [[συγκριτικός]] ([[τρόπος]]) le comparatif <i>t. de gramm.</i><br />'''Étymologie:''' [[συγκρίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκρῐτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[складывающий]], [[собирающий]], [[соединительный]], Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[сложный]], [[составной]] (σώματα Sext.);<br /><b class="num">3</b> [[сравнивающий]], [[сравнительный]] Plut.: ὁ σ. [[τρόπος]] грам. сравнительная степень.<br /><b class="num">II</b> ὁ (''[[sc.]]'' [[τρόπος]]) Plut. = [[συγκριτικόν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκρῐτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σύγκρισιν ἢ σχηματισμὸν συνθέτου σώματος, ἀντίθετ. τῷ [[διακριτικός]], Πλάτ. Πολιτ. 282Β κἑξ., Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 21· ἡ συγκριτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Β, C. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς σύγκρισιν ἀνήκων, Πλούτ. 2. 616D· ὁ [[συγκριτικός]] (ἐξυπακ. [[τρόπος]]), ὁ συγκριτικὸς βαθμός, [[αὐτόθι]] 677D, Γραμμ.· τὰ συγκριτικὰ (ἐξυπακ. ὀνόματα) Γρηγ. Κορίνθ. σ. 110. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Διογ. Λ. 9. 75.
|lstext='''συγκρῐτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σύγκρισιν ἢ σχηματισμὸν συνθέτου σώματος, ἀντίθετ. τῷ [[διακριτικός]], Πλάτ. Πολιτ. 282Β κἑξ., Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 21· ἡ συγκριτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Β, C. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς σύγκρισιν ἀνήκων, Πλούτ. 2. 616D· ὁ [[συγκριτικός]] (ἐξυπακ. [[τρόπος]]), ὁ συγκριτικὸς βαθμός, [[αὐτόθι]] 677D, Γραμμ.· τὰ συγκριτικὰ (ἐξυπακ. ὀνόματα) Γρηγ. Κορίνθ. σ. 110. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Διογ. Λ. 9. 75.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui compare <i>ou</i> sert à comparer ; ὁ [[συγκριτικός]] ([[τρόπος]]) le comparatif <i>t. de gramm.</i><br />'''Étymologie:''' [[συγκρίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συγκρῐτικός --όν [συγκρίνω] samenvoegend, verbinden; subst.. ἡ συγκριτική ( τέχνη ) de kunst van het samenvoegen.
|elnltext=συγκρῐτικός -ή -όν [συγκρίνω] samenvoegend, verbinden; subst.. ἡ συγκριτική (τέχνη) de kunst van het samenvoegen.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκρῐτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> складывающий, собирающий, соединительный Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> сложный, составной (σώματα Sext.);<br /><b class="num">3)</b> сравнивающий, сравнительный Plut.: ὁ σ. [[τρόπος]] грам. сравнительная степень.<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[τρόπος]]) Plut. = [[συγκριτικόν]].
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρῐτικός Medium diacritics: συγκριτικός Low diacritics: συγκριτικός Capitals: ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkritikós Transliteration B: synkritikos Transliteration C: sygkritikos Beta Code: sugkritiko/s

English (LSJ)

συγκριτική, συγκριτικόν,
A of or for compounding,opp. διακριτικός, τμῆμα Pl.Plt. 282c, cf. Arist. Top.107b30; λευκὸν μὲν τὸ διακριτικὸν μέλαν δὲ τὸ σ. Thphr. Sens.86: ἡ συγκριτική (sc. τέχνη) Pl. l.c. b,c.
II comparative, ὑπόθεσις Plu.2.616d; τὰ σ. (sc. ὀνόματα) comparative degree of adjectives, D.T.635.9, Plu.2.677d, A.D.Synt.58.28. Adv. συγκριτικῶς D.L.9.75.
III = μετασυγκριτικός, φάρμακα, opp. χαλαστικά, Gal.2.343: τὰ σ., title of work by Thessalus, Id.10.7.

German (Pape)

[Seite 969] ή, όν, zusammensetzend, verbindend, Gegensatz διακριτικός, Plat. Polit. 282 b, öfter, – vergleichend, διήγημα Hermogen. progymn. 2; ὁ συγκρ., mit u. ohne τρόπος, der Comparativ, Gramm.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui compare ou sert à comparer ; ὁ συγκριτικός (τρόπος) le comparatif t. de gramm.
Étymologie: συγκρίνω.

Russian (Dvoretsky)

συγκρῐτικός:
1 складывающий, собирающий, соединительный, Plat., Arst.;
2 сложный, составной (σώματα Sext.);
3 сравнивающий, сравнительный Plut.: ὁ σ. τρόπος грам. сравнительная степень.
II ὁ (sc. τρόπος) Plut. = συγκριτικόν.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρῐτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σύγκρισιν ἢ σχηματισμὸν συνθέτου σώματος, ἀντίθετ. τῷ διακριτικός, Πλάτ. Πολιτ. 282Β κἑξ., Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 21· ἡ συγκριτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Β, C. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς σύγκρισιν ἀνήκων, Πλούτ. 2. 616D· ὁ συγκριτικός (ἐξυπακ. τρόπος), ὁ συγκριτικὸς βαθμός, αὐτόθι 677D, Γραμμ.· τὰ συγκριτικὰ (ἐξυπακ. ὀνόματα) Γρηγ. Κορίνθ. σ. 110. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Διογ. Λ. 9. 75.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκριτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σύγκριτος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά
ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων
νεοελλ.
φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» — μέθοδος που χρησιμοποιείται σε πολλούς τομείς της επιστήμης και η οποία βασίζεται στη σύγκριση («ιστορική συγκριτική μέθοδος»)
β) «συγκριτική ανατομική»
ανατ. κλάδος της ανατομικής που μελετά τη δομή τών διαφόρων ζωικών οργανισμών, επιδιώκοντας να διαπιστώσει τα στοιχεία που ενώνουν ή διαφοροποιούν μεταξύ τους τα ζωικά είδη και να ανακαλύψει ποια από αυτά τα στοιχεία είναι θεμελιώδη ή δευτερεύοντα
γ) «συγκριτική γλωσσολογία»
γλωσσ. η επανασύνθεση μιας παλαιότερης γλώσσας ή ενός αρχαιότερου σταδίου μιας γλώσσας με βάση τη σύγκριση συγγενών λέξεων και εκφράσεων σε διαφορετικές γλώσσες ή σε διαλέκτους που προέρχονται από αυτές
δ) «συγκριτικό δίκαιο»
(νομ.) κλάδος της νομικής επιστήμης ο οποίος έχει ως αντικείμενο την επισκόπηση τών δικαίων που ισχύουν στις διάφορες πολιτείες και ιδίως την εξέταση τών παράλληλων θεσμών που υπάρχουν στις διάφορες χώρες
ε) «συγκριτική λογοτεχνία» — κλάδος της ιστορίας της λογοτεχνίας που μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις λογοτεχνίες διαφόρων χωρών
στ) «συγκριτική ψυχολογία»
(ψυχολ.) τομέας της ψυχολογίας που μελετά τις ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τών διαφόρων βιολογικών ειδών, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, σε ότι αφορά τη νόηση και τη συμπεριφορά
ζ) «συγκριτικός βαθμός»
γραμμ. ένα από τα παραθετικά του επιθέτου, βαθμός που δηλώνει τις διαβαθμίσεις τις οποίες είναι δυνατόν να παρουσιάζει η ποσότητα ή η ποιότητα ενός επιθέτου ή επιρρήματος
η) «θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος»
(οικον.) θεωρία που ανέπτυξε ο Ντέιβιντ Ρικάρντο και σύμφωνα με την οποία κάθε χώρα πρέπει να εξειδικευθεί στην παραγωγή του αγαθού στο οποίο συγκριτικά με άλλη πλεονεκτεί
αρχ.
1. αυτός που ενώνει, που συνδέει, ενωτικός, συνδετικός
2. μετασυγκριτικός
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ συγκριτική
(ενν. τέχνη) η τέχνη της σύνθεσης
4. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Συγκριτικά
τίτλος έργου του Θεσσαλού.
επίρρ...
συγκριτικώς / συγκριτικῶς ΝΜΑ, και συγκριτικά Ν
με σύγκριση, με αντιπαραβολή ή σε σύγκριση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκρῐτικός -ή -όν [συγκρίνω] samenvoegend, verbinden; subst.. ἡ συγκριτική (τέχνη) de kunst van het samenvoegen.