φλόμος: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=flomos | |Transliteration C=flomos | ||
|Beta Code=flo/mos | |Beta Code=flo/mos | ||
|Definition= | |Definition=ἡ (ὁ Dsc.1.28),<br><span class="bld">A</span> [[mullein]], [[Verbascum sinuatum]], Cratin.325 (lyr.), Eup.14.5 (anap.), Thphr.HP9.12.3, Dsc.4.103 (who distinguishes four kinds, incl. [[φλόμος ἀγρία]] [[sage of Jerusalem]], [[Phlomis fruticosa]]); [[φλόμος ὁ στενόφυλλος]], distinguished from [[φλόμος Ἰδαῖος]] (= [[ἑλένιον]]), Dsc.1.28; cf. [[πλόμος]].<br><span class="bld">2</span> [[φλόμος Ἰονδαία]] = [[ὀξυλάπαθον τὸ μέγα]], Ps.-Dsc.2.114. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ὁ, Wollkraut, Kerzenkraut, verbascum; Cratin. bei Phryn. p. 110; Theophr.; wird auch φλῶμος, [[φλόνος]], [[πλόμος]] geschrieben, und hängt wahrscheinlich mit [[φλόξ]], [[φλογμός]] zusammen, weil die dicken, fetten, rauhen Blätter statt der Dochte in den Lampen dienten, Diosc.; vgl. Poll. 6, 103. 10, 115. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ὁ, [[Wollkraut]], [[Kerzenkraut]], [[verbascum]]; Cratin. bei Phryn. p. 110; Theophr.; wird auch φλῶμος, [[φλόνος]], [[πλόμος]] geschrieben, und hängt wahrscheinlich mit [[φλόξ]], [[φλογμός]] zusammen, weil die dicken, fetten, rauhen Blätter statt der Dochte in den Lampen dienten, Diosc.; vgl. Poll. 6, 103. 10, 115. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σφλόμος]] και [[φλώμος]] Ν, και φλῶμος Μ, και [[φλόνος]] και θηλ. [[φλόμος]], ἡ, ΜΑ, και [[πλόμος]] Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] ειδών [[φυτών]] του γένους βερμπάσκο, αλλ. [[φλομόχορτο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ειδών του γένους [[φλομίς]] και [[ιδίως]] του είδους Phlomis fruticosa, γνωστού [[επίσης]] ως γαϊδουροασφάκα<br /><b>2.</b> ναρκωτική [[ουσία]] που λαμβάνεται από τα φυτά αυτά<br /><b>μσν.</b><br />«[[φλόμος]] Ἰουδαία» — το [[φυτό]] όξυλάπαθον (Ψ <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />«[[φλόμος]] | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σφλόμος]] και [[φλώμος]] Ν, και φλῶμος Μ, και [[φλόνος]] και θηλ. [[φλόμος]], ἡ, ΜΑ, και [[πλόμος]] Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] ειδών [[φυτών]] του γένους βερμπάσκο, αλλ. [[φλομόχορτο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ειδών του γένους [[φλομίς]] και [[ιδίως]] του είδους Phlomis fruticosa, γνωστού [[επίσης]] ως γαϊδουροασφάκα<br /><b>2.</b> ναρκωτική [[ουσία]] που λαμβάνεται από τα φυτά αυτά<br /><b>μσν.</b><br />«[[φλόμος]] Ἰουδαία» — το [[φυτό]] όξυλάπαθον (Ψ <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />«[[φλόμος]] Ἰδαῖος» — το [[φυτό]] [[ελένιο]] (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. διαφόρων [[φυτών]], άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια στην Ελληνική, όπως υποδεικνύει και η [[ποικιλία]] τών μορφών με τις οποίες απαντά. Η [[αναγωγή]] της λ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b> [[φαλλός]], [[φλέω]], [[φλύω]]) δεν θεωρείται πιθανή. Ο νεοελλ. τ. [[σφλόμος]] με</i> προθετικό <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σκόνη]]: [[κόνις]]. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''φλόμος''': (Kratin. in lyr., Eup. in anap., Thphr., Dsk.),<br />{phlómos}<br />'''Forms''': auch [[φλόνος]] (Ps.-Dsk.; Dissim. φμ > φν? Schwyzer 494 u. 830), [[πλόμος]] (Arist.)<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Königskerze]], [[Verbascum sinuatum]] (vgl. Dawkins JHSt. 56, 2 u. 4)<br />'''Composita''' : mit [[ἱππόφλομος]] (ἱππο- vergrößernd) [[Tollkraut]], [[Atropa belladonna]] (Plin.);<br />'''Derivative''': [[φλομίς]] f. [[Phlomis samia]] (Dsk.), [[φλονῖτις]] f. = [[ὄνοσμα]], [[ὀνῖτις]] (Dsk., Ps.-Dsk.), [[φλομώδης]] [[πόα]] H. als Erklärung von αἰθιοπίς, πλομίζω ‘mit πλ. vergiften’ (Arist.).<br />'''Etymology''' : Unerklärt; kann sehr wohl LW sein. Nach Persson Beitr. 2, 799 zu ''bhel''- [[schwellen]] (s. [[φαλλός]]).<br />'''Page''' 2,1029 | |ftr='''φλόμος''': (Kratin. in lyr., Eup. in anap., Thphr., Dsk.),<br />{phlómos}<br />'''Forms''': auch [[φλόνος]] (Ps.-Dsk.; Dissim. φμ > φν? Schwyzer 494 u. 830), [[πλόμος]] (Arist.)<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Königskerze]], [[Verbascum sinuatum]] (vgl. Dawkins JHSt. 56, 2 u. 4)<br />'''Composita''': mit [[ἱππόφλομος]] (ἱππο- vergrößernd) [[Tollkraut]], [[Atropa belladonna]] (Plin.);<br />'''Derivative''': [[φλομίς]] f. [[Phlomis samia]] (Dsk.), [[φλονῖτις]] f. = [[ὄνοσμα]], [[ὀνῖτις]] (Dsk., Ps.-Dsk.), [[φλομώδης]] [[πόα]] H. als Erklärung von αἰθιοπίς, πλομίζω ‘mit πλ. vergiften’ (Arist.).<br />'''Etymology''': Unerklärt; kann sehr wohl LW sein. Nach Persson Beitr. 2, 799 zu ''bhel''- [[schwellen]] (s. [[φαλλός]]).<br />'''Page''' 2,1029 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:56, 20 May 2023
English (LSJ)
ἡ (ὁ Dsc.1.28),
A mullein, Verbascum sinuatum, Cratin.325 (lyr.), Eup.14.5 (anap.), Thphr.HP9.12.3, Dsc.4.103 (who distinguishes four kinds, incl. φλόμος ἀγρία sage of Jerusalem, Phlomis fruticosa); φλόμος ὁ στενόφυλλος, distinguished from φλόμος Ἰδαῖος (= ἑλένιον), Dsc.1.28; cf. πλόμος.
2 φλόμος Ἰονδαία = ὀξυλάπαθον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.2.114.
German (Pape)
[Seite 1293] ὁ, Wollkraut, Kerzenkraut, verbascum; Cratin. bei Phryn. p. 110; Theophr.; wird auch φλῶμος, φλόνος, πλόμος geschrieben, und hängt wahrscheinlich mit φλόξ, φλογμός zusammen, weil die dicken, fetten, rauhen Blätter statt der Dochte in den Lampen dienten, Diosc.; vgl. Poll. 6, 103. 10, 115.
Greek (Liddell-Scott)
φλόμος: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. verbascum, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 135, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1, 5· ὡσαύτως φλομίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 4. 104· καὶ πλόμος, ἴδε ἐν λέξ.· ἀλλὰ φλόνος (Διοσκ. 4. 104), φλῶμος (Ζωναρ.) φαίνονται ἁπλαῖ παραφθοραί. ― Ὑπῆρχον δὲ πολλὰ εἴδη γνωστὰ τοῖς παλαιοῖς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 3, Διοσκ. 1. 27., 4. 104, Γαλην., κλπ.· τὰ παχέα καὶ ἐριώδη φύλλα αὐτοῦ ἐχρησίμευον ὡς θρυαλλίδες λύχνων, ὅθεν εἶδός τι ἐκαλεῖτο φλομὶς λυχνῖτις ἢ θρυαλλίς, Διοσκ. 4. 104· ἡ ἀγρία φλόμος (Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτέρω) κατὰ τὸν Sibthorp νῦν ὀνομάζεται σφάκα ἢ γαδαροσφάκα καὶ φλόμος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α
κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών του γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών του γένους φλομίς και ιδίως του είδους Phlomis fruticosa, γνωστού επίσης ως γαϊδουροασφάκα
2. ναρκωτική ουσία που λαμβάνεται από τα φυτά αυτά
μσν.
«φλόμος Ἰουδαία» — το φυτό όξυλάπαθον (Ψ Διοσκ.)
αρχ.
«φλόμος Ἰδαῖος» — το φυτό ελένιο (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. διαφόρων φυτών, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια στην Ελληνική, όπως υποδεικνύει και η ποικιλία τών μορφών με τις οποίες απαντά. Η αναγωγή της λ. στην ΙΕ ρίζα bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. φαλλός, φλέω, φλύω) δεν θεωρείται πιθανή. Ο νεοελλ. τ. σφλόμος με προθετικό σ-, πρβλ. σκόνη: κόνις.
Frisk Etymology German
φλόμος: (Kratin. in lyr., Eup. in anap., Thphr., Dsk.),
{phlómos}
Forms: auch φλόνος (Ps.-Dsk.; Dissim. φμ > φν? Schwyzer 494 u. 830), πλόμος (Arist.)
Grammar: m.
Meaning: Königskerze, Verbascum sinuatum (vgl. Dawkins JHSt. 56, 2 u. 4)
Composita: mit ἱππόφλομος (ἱππο- vergrößernd) Tollkraut, Atropa belladonna (Plin.);
Derivative: φλομίς f. Phlomis samia (Dsk.), φλονῖτις f. = ὄνοσμα, ὀνῖτις (Dsk., Ps.-Dsk.), φλομώδης πόα H. als Erklärung von αἰθιοπίς, πλομίζω ‘mit πλ. vergiften’ (Arist.).
Etymology: Unerklärt; kann sehr wohl LW sein. Nach Persson Beitr. 2, 799 zu bhel- schwellen (s. φαλλός).
Page 2,1029