φυτουργός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fytourgos | |Transliteration C=fytourgos | ||
|Beta Code=futourgo/s | |Beta Code=futourgo/s | ||
|Definition= | |Definition=φυτουργόν,<br><span class="bld">A</span> [[tending plants]] or [[trees]], φ. δένδρων [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''16: as [[substantive]], [[planter]], [[gardener]], φ. ἱεροὶ Ἀπόλλωνος ''SIG''22 (Epist.Darei), cf. ''APl.''4.255, Plu.2.2b.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[begetting]], [[generating]], πατὴρ φ. A.''Supp.''592 (lyr.); τοῦ φ. πατρός [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1482; <b class="b3">ὁ φ.</b> (without [[πατήρ]]) E.''Tr.''481; φυτουργὸς Θέτιδος Id.''IA''949; in later Prose, πατέρα καὶ φ. Jul.''Or.''2.83a.<br><span class="bld">2</span> [[creator]], [[author]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 597d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1320.png Seite 1320]] Gewächse bearbeitend, pflegend, bes. Gartengewächse u. Bäume, der Gärtner, auch Winzer, Ep. ad. 235 (Plan. 255). – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1320.png Seite 1320]] Gewächse bearbeitend, pflegend, bes. Gartengewächse u. Bäume, der Gärtner, auch Winzer, Ep. ad. 235 (Plan. 255). – Übertr., der erste natürliche Urheber, Plat. Rep. X, 597 d; – der Erzeuger, Aesch. Suppl. 587, Soph. O. R. 1482, Eur. I. A. 949 Troad. 481. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> [[qui travaille à la culture des plantes]], [[jardinier]];<br /><b>2</b> [[qui plante]] ; <i>fig.</i> qui engendre, créateur ; <i>abs.</i> ὁ [[φυτουργός]] père ; <i>en gén.</i> [[auteur]], [[créateur d'une chose]].<br />'''Étymologie:''' [[φυτόν]], [[ἔργον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῠτουργός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[растениевод]], [[садовник]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> (тж. φ. [[πατήρ]] Aesch.) родитель, отец Trag.;<br /><b class="num">3</b> [[создатель]], [[творец]] (τινος Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῠτουργός''': -όν, ([[ἔργον]]) ὁ καλλιεργῶν φυτά· ὡς οὐσιαστ., [[κηπουρός]], [[ἀμπελουργός]], Ἀνθ. Πλαν. 255, Πλούτ. 2. 2Β. ΙΙ. μεταφορ., πατὴρ φ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 592· τοῦ φ. πατρὸς Σοφ. Ο. Τ. 1482· [[οὕτως]], ὁ [[φυτουργός]] ([[ἄνευ]] τοῦ [[πατήρ]]), Εὐρ. Τρῳ. 481· φυτουργὸς Θέτιδος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 949. 2) ὁ δημιουργός, ὁ πρωτουργὸς πράγματός τινος, Πλάτ. Πολ. 597D. ― Πρβλ. [[φυτοεργός]]. | |lstext='''φῠτουργός''': -όν, ([[ἔργον]]) ὁ καλλιεργῶν φυτά· ὡς οὐσιαστ., [[κηπουρός]], [[ἀμπελουργός]], Ἀνθ. Πλαν. 255, Πλούτ. 2. 2Β. ΙΙ. μεταφορ., πατὴρ φ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 592· τοῦ φ. πατρὸς Σοφ. Ο. Τ. 1482· [[οὕτως]], ὁ [[φυτουργός]] ([[ἄνευ]] τοῦ [[πατήρ]]), Εὐρ. Τρῳ. 481· φυτουργὸς Θέτιδος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 949. 2) ὁ δημιουργός, ὁ πρωτουργὸς πράγματός τινος, Πλάτ. Πολ. 597D. ― Πρβλ. [[φυτοεργός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, ΜΑ, και [[φυτοεργός]], -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, [[ιδίως]] δένδρα κήπου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρωτουργός]], [[δημιουργός]] («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φυτουργός]]<br />[[κηπουρός]] και [[κυρίως]] [[αμπελουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (με ή [[χωρίς]] τη λ. [[πατήρ]]) γεννήτορας, [[πατέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), | |mltxt=-όν, ΜΑ, και [[φυτοεργός]], -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, [[ιδίως]] δένδρα κήπου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρωτουργός]], [[δημιουργός]] («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φυτουργός]]<br />[[κηπουρός]] και [[κυρίως]] [[αμπελουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (με ή [[χωρίς]] τη λ. [[πατήρ]]) γεννήτορας, [[πατέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[λιθουργός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῠτουργός:''' -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δουλεύει στα φυτά· ως ουσ., [[κηπουρός]], [[αμπελουργός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[δημιουργός]], σε Σοφ., Ευρ.· [[πρωτεργάτης]] ενός πράγματος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''φῠτουργός:''' -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δουλεύει στα φυτά· ως ουσ., [[κηπουρός]], [[αμπελουργός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[δημιουργός]], σε Σοφ., Ευρ.· [[πρωτεργάτης]] ενός πράγματος, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῠτ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br /><b class="num">I.</b> [[working]] at plants; as | |mdlsjtxt=φῠτ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br /><b class="num">I.</b> [[working]] at plants; as [[substantive]] a [[gardener]], vinedresser, Anth.<br /><b class="num">II.</b> metaph. [[begetting]], Soph., Eur.: the [[author]] of a [[thing]], Plat. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[begetting children]], [[of a parent]] | |woodrun=[[begetting children]], [[of a parent]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:52, 12 November 2024
English (LSJ)
φυτουργόν,
A tending plants or trees, φ. δένδρων Secund.Sent.16: as substantive, planter, gardener, φ. ἱεροὶ Ἀπόλλωνος SIG22 (Epist.Darei), cf. APl.4.255, Plu.2.2b.
II metaph., begetting, generating, πατὴρ φ. A.Supp.592 (lyr.); τοῦ φ. πατρός S.OT1482; ὁ φ. (without πατήρ) E.Tr.481; φυτουργὸς Θέτιδος Id.IA949; in later Prose, πατέρα καὶ φ. Jul.Or.2.83a.
2 creator, author, Pl.R. 597d.
German (Pape)
[Seite 1320] Gewächse bearbeitend, pflegend, bes. Gartengewächse u. Bäume, der Gärtner, auch Winzer, Ep. ad. 235 (Plan. 255). – Übertr., der erste natürliche Urheber, Plat. Rep. X, 597 d; – der Erzeuger, Aesch. Suppl. 587, Soph. O. R. 1482, Eur. I. A. 949 Troad. 481.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui travaille à la culture des plantes, jardinier;
2 qui plante ; fig. qui engendre, créateur ; abs. ὁ φυτουργός père ; en gén. auteur, créateur d'une chose.
Étymologie: φυτόν, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
φῠτουργός: ὁ
1 растениевод, садовник Plut.;
2 (тж. φ. πατήρ Aesch.) родитель, отец Trag.;
3 создатель, творец (τινος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
φῠτουργός: -όν, (ἔργον) ὁ καλλιεργῶν φυτά· ὡς οὐσιαστ., κηπουρός, ἀμπελουργός, Ἀνθ. Πλαν. 255, Πλούτ. 2. 2Β. ΙΙ. μεταφορ., πατὴρ φ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 592· τοῦ φ. πατρὸς Σοφ. Ο. Τ. 1482· οὕτως, ὁ φυτουργός (ἄνευ τοῦ πατήρ), Εὐρ. Τρῳ. 481· φυτουργὸς Θέτιδος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 949. 2) ὁ δημιουργός, ὁ πρωτουργὸς πράγματός τινος, Πλάτ. Πολ. 597D. ― Πρβλ. φυτοεργός.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ, και φυτοεργός, -όν, Α
1. αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, ιδίως δένδρα κήπου
2. μτφ. πρωτουργός, δημιουργός («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτουργός
κηπουρός και κυρίως αμπελουργός
αρχ.
μτφ. (με ή χωρίς τη λ. πατήρ) γεννήτορας, πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιθουργός].
Greek Monotonic
φῠτουργός: -όν (*ἔργω)·
I. αυτός που δουλεύει στα φυτά· ως ουσ., κηπουρός, αμπελουργός, σε Ανθ.
II. μεταφ., δημιουργός, σε Σοφ., Ευρ.· πρωτεργάτης ενός πράγματος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
φῠτ-ουργός, όν [*ἔργω
I. working at plants; as substantive a gardener, vinedresser, Anth.
II. metaph. begetting, Soph., Eur.: the author of a thing, Plat.