εὐπηγής: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efpigis
|Transliteration C=efpigis
|Beta Code=eu)phgh/s
|Beta Code=eu)phgh/s
|Definition=ές, = sq., once in Hom., <b class="b3">ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wellbuilt]], [[stout]], <span class="bibl">Od.21.334</span>; μῆτραι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.47</span>; δικλίδες <span class="bibl">A.R.3.236</span>: Dor. perh. εὐπᾱγής, v. [[εὐπάξ]].</span>
|Definition=εὐπηγές, = [[εὔπηκτος]], once in Hom., ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής [[wellbuilt]], [[stout]], ''Od.'' 21.334 ; μῆτραι Hp. ''Mul.'' 1.47 ; δικλίδες ARh. 3.236 ; Dor. perhaps εὐπαγής, v. εὐπάξ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />bien ajusté ; bien bâti, solide, fort.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήγνυμι]].
}}
{{pape
|ptext=ές, = [[εὔπηκτος]], [[ξεῖνος]] [[μέγας]] ἠδ' [[εὐπηγής]], <i>groß und von kräftigem, gedrungenem [[Körperbau]], Od</i>. 21.334; δικλίδες Ap.Rh. 3.236; [[δίφρος]] 3.1235; auch Hippocr., μῆτραι.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπηγής:''' Hom. = [[εὐπαγής]] 2.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπηγής''': -ές, = [[εὐπαγής]], [[εὔπηκτος]], [[ἅπαξ]] παρ᾿ Ὁμήρ., [[ξεῖνος]] [[μέγας]] ἠδ᾿ [[εὐπηγής]], [[συμπαγής]], [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[εὐπηγής]]· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».
|lstext='''εὐπηγής''': -ές, = [[εὐπαγής]], [[εὔπηκτος]], [[ἅπαξ]] παρ᾿ Ὁμήρ., [[ξεῖνος]] [[μέγας]] ἠδ᾿ [[εὐπηγής]], [[συμπαγής]], [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[εὐπηγής]]· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />bien ajusté ; bien bâti, solide, fort.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=and ἐύπηκτος ([[πήγνῦμι]]): [[well]] or [[firmly]] joined, [[well]] built, Od. 21.334 †, Β , Od. 23.41.
|auten=and ἐύπηκτος ([[πήγνῦμι]]): [[well]] or [[firmly]] joined, [[well]] built, Od. 21.334 †, Β, Od. 23.41.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπηγής]], -ές και δωρ. τ. [[εὐπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[εύσωμος]], [[ρωμαλέος]], [[καλοθρεμμένος]], [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[μήτρα]]) [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>3.</b> [[στερεός]], καλά κατασκευασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[πήζω]], [[στερεώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>περι</i>-<i>πηγής</i>].
|mltxt=[[εὐπηγής]], -ές και δωρ. τ. [[εὐπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[εύσωμος]], [[ρωμαλέος]], [[καλοθρεμμένος]], [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[μήτρα]]) [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>3.</b> [[στερεός]], καλά κατασκευασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[πήζω]], [[στερεώνω]]»), [[πρβλ]]. [[περιπηγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπηγής:''' -ές, = [[εὐπαγής]], καλοχτισμένος, [[συμπαγής]], [[δυνατός]], [[ισχυρός]], γερός, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εὐπηγής:''' -ές, = [[εὐπαγής]], καλοχτισμένος, [[συμπαγής]], [[δυνατός]], [[ισχυρός]], γερός, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπηγής:''' Hom. = [[εὐπαγής]] 2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-πηγής, ές = [[εὐπαγής]],]<br />well-built, [[stout]], Od.
|mdlsjtxt=εὐ-πηγής, ές = [[εὐπαγής]],]<br />well-built, [[stout]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπηγής Medium diacritics: εὐπηγής Low diacritics: ευπηγής Capitals: ΕΥΠΗΓΗΣ
Transliteration A: eupēgḗs Transliteration B: eupēgēs Transliteration C: efpigis Beta Code: eu)phgh/s

English (LSJ)

εὐπηγές, = εὔπηκτος, once in Hom., ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής wellbuilt, stout, Od. 21.334 ; μῆτραι Hp. Mul. 1.47 ; δικλίδες ARh. 3.236 ; Dor. perhaps εὐπαγής, v. εὐπάξ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien ajusté ; bien bâti, solide, fort.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.

German (Pape)

ές, = εὔπηκτος, ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής, groß und von kräftigem, gedrungenem Körperbau, Od. 21.334; δικλίδες Ap.Rh. 3.236; δίφρος 3.1235; auch Hippocr., μῆτραι.

Russian (Dvoretsky)

εὐπηγής: Hom. = εὐπαγής 2.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, εὔπηκτος, ἅπαξ παρ᾿ Ὁμήρ., ξεῖνος μέγας ἠδ᾿ εὐπηγής, συμπαγής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «εὐπηγής· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».

English (Autenrieth)

and ἐύπηκτος (πήγνῦμι): well or firmly joined, well built, Od. 21.334 †, Β, Od. 23.41.

Greek Monolingual

εὐπηγής, -ές και δωρ. τ. εὐπαγής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός
2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός
3. στερεός, καλά κατασκευασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περιπηγής].

Greek Monotonic

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, καλοχτισμένος, συμπαγής, δυνατός, ισχυρός, γερός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

εὐ-πηγής, ές = εὐπαγής,]
well-built, stout, Od.