πολύκερως: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] ὁ, ἡ, mit vielen Hörnern, [[φόνος]], Mord vieler Rinder, Soph. Ai. 55.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] ὁ, ἡ, mit vielen Hörnern, [[φόνος]], Mord vieler Rinder, Soph. Ai. 55.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω, <i>dat.</i> ῳ, <i>acc.</i> ων;<br />de beaucoup de cornes : [[πολύκερως]] [[φόνος]] SOPH massacre d'une foule de bêtes à cornes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κέρας]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκερως -ωτος &#91;[[πολύς]], [[κέρας]]] [[met veel horens]]:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκερως:''' 2, gen. ω или ωτος многорогий: π. [[φόνος]] Soph. истребление множества рогатого скота.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. [[φόνος]] ὁ [[φόνος]] πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55.
|lstext='''πολύκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. [[φόνος]] ὁ [[φόνος]] πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω, <i>dat.</i> ῳ, <i>acc.</i> ων;<br />de beaucoup de cornes : [[πολύκερως]] [[φόνος]] SOPH massacre d’une foule de bêtes à cornes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κέρας]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] κέρατα, [[πολύκερως]] [[φόνος]], [[σφαγέας]] πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.
|lsmtext='''πολύκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] κέρατα, [[πολύκερως]] [[φόνος]], [[σφαγέας]] πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκερως -ωτος [πολύς, κέρας] met veel horens:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκερως:''' 2, gen. ω или ωτος многорогий: π. [[φόνος]] Soph. истребление множества рогатого скота.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κερως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[many]]-[[horned]], π. [[φόνος]] the [[slaughter]] of [[much]] [[horned]] [[cattle]], Soph.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κερως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[many]]-[[horned]], π. [[φόνος]] the [[slaughter]] of [[much]] [[horned]] [[cattle]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 15:33, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκερως Medium diacritics: πολύκερως Low diacritics: πολύκερως Capitals: ΠΟΛΥΚΕΡΩΣ
Transliteration A: polýkerōs Transliteration B: polykerōs Transliteration C: polykeros Beta Code: polu/kerws

English (LSJ)

-ωτος, ὁ, ἡ, many-horned, π. φόνος the slaughter of many horned cattle, S. Aj. 55.

German (Pape)

[Seite 664] ὁ, ἡ, mit vielen Hörnern, φόνος, Mord vieler Rinder, Soph. Ai. 55.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω, dat. ῳ, acc. ων;
de beaucoup de cornes : πολύκερως φόνος SOPH massacre d'une foule de bêtes à cornes.
Étymologie: πολύς, κέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκερως -ωτος [πολύς, κέρας] met veel horens:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55.

Russian (Dvoretsky)

πολύκερως: 2, gen. ω или ωτος многорогий: π. φόνος Soph. истребление множества рогатого скота.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. φόνοςφόνος πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει πολλά κέρατα
2. φρ. «πολύκερως φόνος» — φόνος πολλών κερασφόρων ζώων («ἔνθ' ἐσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον κύκλῳ ῥαχίζων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κερως (< κέρας), πρβλ. μεγαλό-κερως].

Greek Monotonic

πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά κέρατα, πολύκερως φόνος, σφαγέας πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.

Middle Liddell

πολύ-κερως, ωτος, ὁ, ἡ,
many-horned, π. φόνος the slaughter of much horned cattle, Soph.