επωδός: Difference between revisions
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπῳδός]]<br />Α και επίθ. ἐπῳδὸς, -όν)<br /><b>1.</b> μετρικό και ρυθμιστικό [[σύστημα]] ποιητικής σύνθεσης το οποίο άδεται [[μετά]] τη [[στροφή]] και την [[αντιστροφή]] (π.χ. στους <i>Επινίκους</i> του Πινδάρου και στα χορικά άσματα τών τραγωδιών)<br /><b>2.</b> (στην [[ορολογία]] της αρχαίας και ως αρσ.)<br />ὁ [[ἐπῳδός]], [[στίχος]] ή [[φράση]] που παρεμβάλλεται με συχνή [[περιοδικότητα]] σε ευρύτερη ποιητική [[σύνθεση]]<br /><b>3.</b> [[λόγος]], [[φράση]] που επαναλαμβάνεται [[συχνά]] ή στερεότυπα από κάποιον<br /><b>4.</b> ο [[δεύτερος]] [[στίχος]] σε [[δίστιχο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />σύντομη [[φράση]] η οποία κλείνει ρυθμικά συστήματα ποιητικών ή μουσικών συνθέσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιεί ή περιέχει μαγικές φράσεις για [[θεραπεία]] ασθενειών, [[κυρίως]] τραυμάτων («ἐπῳδοὶ μῡθοι» — ξόρκια, θεραπευτικές ευχές, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] να έχει [[συνοδεία]] μουσικών οργάνων («ἐπῳδοί φωναί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]] να γίνει [[τραγούδι]] («ποιητικὴν ἐπῳδὸν παρέχειν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται σύμφωνα με [[κάτι]] («μορφῆς ἐπῳδὸν ἢ τί;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπῳδός]]<br />α) [[μάγος]] («ἐπῳδὸς καὶ [[γόης]]», <b>Ευρ.</b>)<br />β) αυτός που μαγεύει, καταπραΰνει κάποιον ή [[κάτι]] («ἔθυσεν αὑτοῦ παῑδα ἐπῳδὸν Θρηικίων ἀημάτων» — θυσίασε την [[κόρη]] του για να κατασιγάσει τους βοριάδες, <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) [[βοηθός]], [[δάσκαλος]], [[καθοδηγητής]] («ἐπῳδὸς [[γίγνεσθαι]] τοῖς νέοις πρὸς ἀρετήν», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[γιατρός]], [[θεραπευτής]] («νοσῶν ἀνὴρ | |mltxt=η (AM [[ἐπῳδός]]<br />Α και επίθ. ἐπῳδὸς, -όν)<br /><b>1.</b> μετρικό και ρυθμιστικό [[σύστημα]] ποιητικής σύνθεσης το οποίο άδεται [[μετά]] τη [[στροφή]] και την [[αντιστροφή]] (π.χ. στους <i>Επινίκους</i> του Πινδάρου και στα χορικά άσματα τών τραγωδιών)<br /><b>2.</b> (στην [[ορολογία]] της αρχαίας και ως αρσ.)<br />ὁ [[ἐπῳδός]], [[στίχος]] ή [[φράση]] που παρεμβάλλεται με συχνή [[περιοδικότητα]] σε ευρύτερη ποιητική [[σύνθεση]]<br /><b>3.</b> [[λόγος]], [[φράση]] που επαναλαμβάνεται [[συχνά]] ή στερεότυπα από κάποιον<br /><b>4.</b> ο [[δεύτερος]] [[στίχος]] σε [[δίστιχο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />σύντομη [[φράση]] η οποία κλείνει ρυθμικά συστήματα ποιητικών ή μουσικών συνθέσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιεί ή περιέχει μαγικές φράσεις για [[θεραπεία]] ασθενειών, [[κυρίως]] τραυμάτων («ἐπῳδοὶ μῡθοι» — ξόρκια, θεραπευτικές ευχές, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] να έχει [[συνοδεία]] μουσικών οργάνων («ἐπῳδοί φωναί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]] να γίνει [[τραγούδι]] («ποιητικὴν ἐπῳδὸν παρέχειν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται σύμφωνα με [[κάτι]] («μορφῆς ἐπῳδὸν ἢ τί;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπῳδός]]<br />α) [[μάγος]] («ἐπῳδὸς καὶ [[γόης]]», <b>Ευρ.</b>)<br />β) αυτός που μαγεύει, καταπραΰνει κάποιον ή [[κάτι]] («ἔθυσεν αὑτοῦ παῑδα ἐπῳδὸν Θρηικίων ἀημάτων» — θυσίασε την [[κόρη]] του για να κατασιγάσει τους βοριάδες, <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) [[βοηθός]], [[δάσκαλος]], [[καθοδηγητής]] («ἐπῳδὸς [[γίγνεσθαι]] τοῖς νέοις πρὸς ἀρετήν», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[γιατρός]], [[θεραπευτής]] («νοσῶν ἀνὴρ νοσοῦν | ||
τι ἐπῳδὸς ἐστι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> (αρσ. πληθ. ή ουδ. πληθ.) <i>οἱ ἐπῳδοί</i> ή <i>τὰ ἐπῳδά</i><br />δίστιχα με βραχύτερο τον δεύτερο στίχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αείδω]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>Fείδ</i>-<i>ω</i> «[[ψάλλω]]»)<br /><b>βλ.</b> και [[επωδή]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 27 March 2021
Greek Monolingual
η (AM ἐπῳδός
Α και επίθ. ἐπῳδὸς, -όν)
1. μετρικό και ρυθμιστικό σύστημα ποιητικής σύνθεσης το οποίο άδεται μετά τη στροφή και την αντιστροφή (π.χ. στους Επινίκους του Πινδάρου και στα χορικά άσματα τών τραγωδιών)
2. (στην ορολογία της αρχαίας και ως αρσ.)
ὁ ἐπῳδός, στίχος ή φράση που παρεμβάλλεται με συχνή περιοδικότητα σε ευρύτερη ποιητική σύνθεση
3. λόγος, φράση που επαναλαμβάνεται συχνά ή στερεότυπα από κάποιον
4. ο δεύτερος στίχος σε δίστιχο
μσν.- νεοελλ.
σύντομη φράση η οποία κλείνει ρυθμικά συστήματα ποιητικών ή μουσικών συνθέσεων
αρχ.
ως επίθ.
1. αυτός που χρησιμοποιεί ή περιέχει μαγικές φράσεις για θεραπεία ασθενειών, κυρίως τραυμάτων («ἐπῳδοὶ μῡθοι» — ξόρκια, θεραπευτικές ευχές, Πλάτ.)
2. κατάλληλος να έχει συνοδεία μουσικών οργάνων («ἐπῳδοί φωναί», Πλούτ.)
3. κατάλληλος να γίνει τραγούδι («ποιητικὴν ἐπῳδὸν παρέχειν», Σέξτ. Εμπ.)
4. αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται σύμφωνα με κάτι («μορφῆς ἐπῳδὸν ἢ τί;», Ευρ.)
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπῳδός
α) μάγος («ἐπῳδὸς καὶ γόης», Ευρ.)
β) αυτός που μαγεύει, καταπραΰνει κάποιον ή κάτι («ἔθυσεν αὑτοῦ παῑδα ἐπῳδὸν Θρηικίων ἀημάτων» — θυσίασε την κόρη του για να κατασιγάσει τους βοριάδες, Αισχύλ.)
γ) βοηθός, δάσκαλος, καθοδηγητής («ἐπῳδὸς γίγνεσθαι τοῖς νέοις πρὸς ἀρετήν», Πλάτ.)
δ) γιατρός, θεραπευτής («νοσῶν ἀνὴρ νοσοῦν
τι ἐπῳδὸς ἐστι», Πλούτ.)
6. (αρσ. πληθ. ή ουδ. πληθ.) οἱ ἐπῳδοί ή τὰ ἐπῳδά
δίστιχα με βραχύτερο τον δεύτερο στίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ῳδός (< αείδω < α-Fείδ-ω «ψάλλω»)
βλ. και επωδή].