παρασημαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parasimainomai
|Transliteration C=parasimainomai
|Beta Code=parashmai/nomai
|Beta Code=parashmai/nomai
|Definition=Med., <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">set one's seal beside another's, counterseal</b>, τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>954b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b2">put one's seal on, seal up</b>, τὰ οἰκήματα <span class="bibl">D.42.2</span> (Pass., <b class="b3">τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων</b> ib. 26) ; <b class="b3">παρασημήνασθαι… τὰς διαθήκας</b>, of the witnesses, [[put their seals on]] the will of the deceased, <span class="bibl">Id.28.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[stamp on]], in Pass., θυμιατήριον ἵνα τὸ ἄλφα -σεσήμανται <span class="title">IG</span>22.1425.95 (iv B. C.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[note]] or [[mark in passing]] (cf. παράσημον 1), δόξας <span class="bibl">Arist. <span class="title">Top.</span>105b16</span> : generally, [[take note of]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>1397a2</span>, <span class="bibl">Plb.16.22.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[note]] or [[conclude from]] a thing, τι ἔκ τινος <span class="bibl">Id.3.90.14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">5</span> [[mark with musical notation]], <b class="b3">μέλη, τὰ μεγέθη τῶν διαστημάτων</b>, <span class="bibl">Aristox.<span class="title">Harm.</span>p.39</span> M.: abs., ib. <span class="bibl">p.40</span> M. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[mark falsely]], ἀργύριον παρασεσημασμένον <span class="bibl">Poll.3.86</span>; [<b class="b3">ὄνομα] π</b>., of an incorrect word, Thom. Mag.<span class="bibl">p.204</span> R.; v. [[παραποιέω]] <span class="bibl">1.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> later in Act., [[betray by one's expression]], of animals, Phld. <span class="title">D.</span>1.11.</span>
|Definition=Med.,<br><span class="bld">A</span> [[set one's seal beside another's]], [[counterseal]], τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''954b.<br><span class="bld">2</span> [[put one's seal on]], [[seal up]], τὰ οἰκήματα D.42.2 (Pass., <b class="b3">τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων</b> ib. 26); <b class="b3">παρασημήνασθαι… τὰς διαθήκας</b>, of the witnesses, [[put their seals on]] the will of the deceased, Id.28.5.<br><span class="bld">b</span> [[stamp on]], in Pass., θυμιατήριον ἵνα τὸ ἄλφα -σεσήμανται ''IG''22.1425.95 (iv B. C.).<br><span class="bld">3</span> [[note]] or [[mark in passing]] (cf. [[παράσημον]] 1), δόξας Arist. ''Top.''105b16: generally, [[take note of]], Id.''Rh.''1397a2, Plb.16.22.1.<br><span class="bld">4</span> [[note]] or [[conclude from]] a thing, τι ἔκ τινος Id.3.90.14.<br><span class="bld">5</span> [[mark with musical notation]], <b class="b3">μέλη, τὰ μεγέθη τῶν διαστημάτων</b>, Aristox.''Harm.''p.39 M.: abs., ib. p.40 M.<br><span class="bld">II</span> [[mark falsely]], ἀργύριον παρασεσημασμένον Poll.3.86; [ὄνομα] π., of an incorrect word, Thom. Mag.p.204 R.; v. [[παραποιέω]] 1.1.<br><span class="bld">III</span> later in Act., [[betray by one's expression]], of animals, Phld. ''D.''1.11.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> παρασεσημασμένος;<br />[[marquer d'un signe à côté]], [[annoter]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σημαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασημαίνομαι''': μέσ., θέτω τὴν σφραγῖδά μου παρὰ τὴν σφραγῖδα ἑτέρου, [[ἐπισφραγίζω]], τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω Πλάτ. Νόμ. 954Β, πρβλ. Piers εἰς Μοῖριν σ. 313· ἐπιθέτω τὴν σφραγῖδά μου, [[σφραγίζω]], τὰ οἰκήματα Δημ. 1039. 11· (καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων ὁ αὐτ. 1046 ἐν τέλ.)· παρασημήνασθαι ... τὰς διαθήκας, ἐπὶ τῶν ἐκτελεστῶν διαθήκης, [[ἐπισφραγίζω]] τὴν διαθήκην τοῦ ἀποθανόντος, ὁ αὐτ. 837. 13. 2) σημειοῦμαι ἐν παρόδῳ (πρβλ. [[παράσημον]] 1) δόξας Ἀριστ. Τοπ. 1. 14, 6, Πολύβ. 16. 22. 1· - [[καθόλου]], σημειοῦμαι, [[κάμνω]] παρατήρησιν, σημειώνω εἰς τὸ περιθώριον, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 17. 3) παρατηρῶ ἢ [[συμπεραίνω]], τὶ ἔκ τινος Πολύβ. 3. 90, 14. ΙΙ. παραχαράττω, [[ἀργύριον]] παρασεσημασμένον, κεκιβδηλευμένον, Πολυδ. Γ΄, 86· [[ὄνομα]] παρασεσημασμένον, [[λέξις]] [[ἀδόκιμος]], Θωμ. Μάγιστρ. σελ. 541. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ πρὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, = [[σημαίνω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρασημαίνει· παραχαράττει. παραδηλοῖ».
|lstext='''παρασημαίνομαι''': μέσ., θέτω τὴν σφραγῖδά μου παρὰ τὴν σφραγῖδα ἑτέρου, [[ἐπισφραγίζω]], τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω Πλάτ. Νόμ. 954Β, πρβλ. Piers εἰς Μοῖριν σ. 313· ἐπιθέτω τὴν σφραγῖδά μου, [[σφραγίζω]], τὰ οἰκήματα Δημ. 1039. 11· (καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων ὁ αὐτ. 1046 ἐν τέλ.)· παρασημήνασθαι ... τὰς διαθήκας, ἐπὶ τῶν ἐκτελεστῶν διαθήκης, [[ἐπισφραγίζω]] τὴν διαθήκην τοῦ ἀποθανόντος, ὁ αὐτ. 837. 13. 2) σημειοῦμαι ἐν παρόδῳ (πρβλ. [[παράσημον]] 1) δόξας Ἀριστ. Τοπ. 1. 14, 6, Πολύβ. 16. 22. 1· - [[καθόλου]], σημειοῦμαι, [[κάμνω]] παρατήρησιν, σημειώνω εἰς τὸ περιθώριον, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 17. 3) παρατηρῶ ἢ [[συμπεραίνω]], τὶ ἔκ τινος Πολύβ. 3. 90, 14. ΙΙ. παραχαράττω, [[ἀργύριον]] παρασεσημασμένον, κεκιβδηλευμένον, Πολυδ. Γ΄, 86· [[ὄνομα]] παρασεσημασμένον, [[λέξις]] [[ἀδόκιμος]], Θωμ. Μάγιστρ. σελ. 541. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ πρὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, = [[σημαίνω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρασημαίνει· παραχαράττει. παραδηλοῖ».
}}
{{bailly
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> παρασεσημασμένος;<br />marquer d’un signe à côté, annoter.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σημαίνω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Mid.:<br /><b class="num">1.</b> to set one's [[seal]] [[beside]], to counterseal, [[seal]] up, Dem.:—perf. [[part]]. παρασεσημασμένος in [[pass]]. [[sense]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> to [[note]] in [[passing]], to [[notice]] [[besides]], Arist.
|mdlsjtxt=Mid.:<br /><b class="num">1.</b> to set one's [[seal]] [[beside]], to counterseal, [[seal]] up, Dem.:—perf. [[part]]. παρασεσημασμένος in [[pass]]. [[sense]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> to [[note]] in [[passing]], to [[notice]] [[besides]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 13:14, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασημαίνομαι Medium diacritics: παρασημαίνομαι Low diacritics: παρασημαίνομαι Capitals: ΠΑΡΑΣΗΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: parasēmaínomai Transliteration B: parasēmainomai Transliteration C: parasimainomai Beta Code: parashmai/nomai

English (LSJ)

Med.,
A set one's seal beside another's, counterseal, τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω Pl.Lg.954b.
2 put one's seal on, seal up, τὰ οἰκήματα D.42.2 (Pass., τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων ib. 26); παρασημήνασθαι… τὰς διαθήκας, of the witnesses, put their seals on the will of the deceased, Id.28.5.
b stamp on, in Pass., θυμιατήριον ἵνα τὸ ἄλφα -σεσήμανται IG22.1425.95 (iv B. C.).
3 note or mark in passing (cf. παράσημον 1), δόξας Arist. Top.105b16: generally, take note of, Id.Rh.1397a2, Plb.16.22.1.
4 note or conclude from a thing, τι ἔκ τινος Id.3.90.14.
5 mark with musical notation, μέλη, τὰ μεγέθη τῶν διαστημάτων, Aristox.Harm.p.39 M.: abs., ib. p.40 M.
II mark falsely, ἀργύριον παρασεσημασμένον Poll.3.86; [ὄνομα] π., of an incorrect word, Thom. Mag.p.204 R.; v. παραποιέω 1.1.
III later in Act., betray by one's expression, of animals, Phld. D.1.11.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. παρασεσημασμένος;
marquer d'un signe à côté, annoter.
Étymologie: παρά, σημαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

παρασημαίνομαι: μέσ., θέτω τὴν σφραγῖδά μου παρὰ τὴν σφραγῖδα ἑτέρου, ἐπισφραγίζω, τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω Πλάτ. Νόμ. 954Β, πρβλ. Piers εἰς Μοῖριν σ. 313· ἐπιθέτω τὴν σφραγῖδά μου, σφραγίζω, τὰ οἰκήματα Δημ. 1039. 11· (καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων ὁ αὐτ. 1046 ἐν τέλ.)· παρασημήνασθαι ... τὰς διαθήκας, ἐπὶ τῶν ἐκτελεστῶν διαθήκης, ἐπισφραγίζω τὴν διαθήκην τοῦ ἀποθανόντος, ὁ αὐτ. 837. 13. 2) σημειοῦμαι ἐν παρόδῳ (πρβλ. παράσημον 1) δόξας Ἀριστ. Τοπ. 1. 14, 6, Πολύβ. 16. 22. 1· - καθόλου, σημειοῦμαι, κάμνω παρατήρησιν, σημειώνω εἰς τὸ περιθώριον, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 17. 3) παρατηρῶ ἢ συμπεραίνω, τὶ ἔκ τινος Πολύβ. 3. 90, 14. ΙΙ. παραχαράττω, ἀργύριον παρασεσημασμένον, κεκιβδηλευμένον, Πολυδ. Γ΄, 86· ὄνομα παρασεσημασμένον, λέξις ἀδόκιμος, Θωμ. Μάγιστρ. σελ. 541. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ πρὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, = σημαίνω. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρασημαίνει· παραχαράττει. παραδηλοῖ».

Greek Monotonic

παρασημαίνομαι:1. Μέσ., βάζω τη σφραγίδα μου δίπλα σε άλλη, θέτω νέα σφραγίδα, σφραγίζω, σε Δημ.· μτχ. παρακ. παρασεσημασμένος, με Παθ. σημασία, στον ίδ.
2. σημειώνω στο περιθώριο, κάνω παρατηρήσεις στα πλάγια, σε Αριστ.

Middle Liddell

Mid.:
1. to set one's seal beside, to counterseal, seal up, Dem.:—perf. part. παρασεσημασμένος in pass. sense, Dem.
2. to note in passing, to notice besides, Arist.