καλάθι: Difference between revisions
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
m (Text replacement - " class 9/10" to "") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[καλάθι]])<br />[[σκεύος]] πλεγμένο από κλαδιά λυγαριάς ή ιτιάς ή από [[καλάμι]], το οποίο χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]] και τη [[μεταφορά]] διαφόρων προϊόντων ή αντικειμένων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μεταλργ.)</b> [[δοχείο]] από πλεκτά ελάσματα που χρησιμοποιείται για την [[ανέλκυση]] και τη [[μεταφορά]] μεταλλεύματος<br /><b>2.</b> αλιευτικό [[εργαλείο]], κν. [[κιούρτος]]<br /><b>3.</b> (στη [[σαγματοποιία]]) [[σύστημα]] από δύο κοφίνια ή κόφες που κρέμονται στα [[πλευρά]] του ζώου και χρησιμοποιούνται για τη [[μεταφορά]] φορτίων<br /><b>4.</b> <b>(αθλ.)</b> (στο μπάσκετ) α) [[στόχος]] του αγωνιστικού παιχνιδιού, ο [[οποίος]] αποτελείται από [[δίχτυ]] κωνικού σχήματος από άσπρο [[κορδόνι]], ανοιχτό στο [[πάνω]] και [[κάτω]] [[μέρος]] και στερεωμένο στην [[περιφέρεια]] μεταλλικής στεφάνης η οποία βρίσκεται σε ορισμένο ύψος από το [[έδαφος]]<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) η εύστοχη [[βολή]] της μπάλας [[μέσα]] στο [[δίχτυ]] της αντίπαλης ομάδας<br />5) <b>παροιμ.</b> α) «στο [[καλάθι]] δεν χωρεί, στο [[κοφίνι]] περισσεύει» — γι' αυτόν που δεν ικανοποιείται εύκολα, που [[είναι]] [[δύστροπος]]<br />β) «όπου ακούς [[πολλά]] κεράσια [[κράτα]] και μικρό [[καλάθι]]» — όταν ακούς μεγάλα [[λόγια]] ή σπουδαία κατορθώματα μην πιστεύεις ότι ανταποκρίνονται όλα στην [[πραγματικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καλάθι]] <span style="color: red;"><</span> <i>καλάθ</i>-<i>ιον</i> (υποκορ. του [[κάλαθος]]) [[χωρίς]] όμως να έχει [[σήμερα]] υποκορ. σημ. Η λ. ως όρος της καλαθοσφαιρίσεως (μπάσκετ) αποτελεί σημασιολογική [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>basket</i>]. | |mltxt=το (Μ [[καλάθι]])<br />[[σκεύος]] πλεγμένο από κλαδιά λυγαριάς ή ιτιάς ή από [[καλάμι]], το οποίο χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]] και τη [[μεταφορά]] διαφόρων προϊόντων ή αντικειμένων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μεταλργ.)</b> [[δοχείο]] από πλεκτά ελάσματα που χρησιμοποιείται για την [[ανέλκυση]] και τη [[μεταφορά]] μεταλλεύματος<br /><b>2.</b> αλιευτικό [[εργαλείο]], κν. [[κιούρτος]]<br /><b>3.</b> (στη [[σαγματοποιία]]) [[σύστημα]] από δύο κοφίνια ή κόφες που κρέμονται στα [[πλευρά]] του ζώου και χρησιμοποιούνται για τη [[μεταφορά]] φορτίων<br /><b>4.</b> <b>(αθλ.)</b> (στο μπάσκετ) α) [[στόχος]] του αγωνιστικού παιχνιδιού, ο [[οποίος]] αποτελείται από [[δίχτυ]] κωνικού σχήματος από άσπρο [[κορδόνι]], ανοιχτό στο [[πάνω]] και [[κάτω]] [[μέρος]] και στερεωμένο στην [[περιφέρεια]] μεταλλικής στεφάνης η οποία βρίσκεται σε ορισμένο ύψος από το [[έδαφος]]<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) η εύστοχη [[βολή]] της μπάλας [[μέσα]] στο [[δίχτυ]] της αντίπαλης ομάδας<br />5) <b>παροιμ.</b> α) «στο [[καλάθι]] δεν χωρεί, στο [[κοφίνι]] περισσεύει» — γι' αυτόν που δεν ικανοποιείται εύκολα, που [[είναι]] [[δύστροπος]]<br />β) «όπου ακούς [[πολλά]] κεράσια [[κράτα]] και μικρό [[καλάθι]]» — όταν ακούς μεγάλα [[λόγια]] ή σπουδαία κατορθώματα μην πιστεύεις ότι ανταποκρίνονται όλα στην [[πραγματικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καλάθι]] <span style="color: red;"><</span> <i>καλάθ</i>-<i>ιον</i> (υποκορ. του [[κάλαθος]]) [[χωρίς]] όμως να έχει [[σήμερα]] υποκορ. σημ. Η λ. ως όρος της καλαθοσφαιρίσεως (μπάσκετ) αποτελεί σημασιολογική [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>basket</i>]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[basket]]=== | |||
Afrikaans: mandjie; Albanian: shportë; Anal: vopum; Arabic: سَلَّة; Egyptian Arabic: سبت; Hijazi Arabic: سلة, سبت, طشت, زنبيل; Armenian: զամբյուղ, կողով; Assamese: পাচি, টুকুৰী, খৰাহী, খাং, খদা, খাচা; Asturian: cestu, cesta; Atong: kok; Azerbaijani: səbət, zənbil; Belarusian: кошык; Bengali: টুকরি; Bulgarian: кош, кошница; Burmese: တောင်း, ခြင်း; Catalan: cistell, cistella; Cebuano: bukag; Central Sierra Miwok: ča·majy-; Chamicuro: kajsawa; Chechen: тускар; Cherokee: ᏔᎷᏣ; Chinese Cantonese: 籃; Mandarin: 籃子, 篮子; Crimean Tatar: sepet; Czech: koš, košík; Dalmatian: caniastro, quanest; Danish: kurv; Dhivehi: ތުކުނި; Dutch: [[mand]], [[korf]]; Esperanto: korbo; Estonian: korv; Faroese: kurv; Finnish: kori; French: [[panier]]; Friulian: gei, geùt, ceste, cos; Galician: cesta, cesto; Georgian: კალათა; German: [[Korb]]; Alemannic German: Zeine; Gothic: 𐍄𐌰𐌹𐌽𐌾𐍉, 𐍃𐍀𐍅𐍂𐌴𐌹𐌳𐌰, 𐍃𐌽𐍉𐍂𐌾𐍉; Greek: [[καλάθι]], [[κάνιστρο]]; Ancient Greek: [[δάρπη]], [[θῖβις]], [[κίστη]], [[κόφινος]], [[κάλαθος]], [[ὑριχός]]; Greenlandic: koori; Gujarati: ટોપલી; Haitian Creole: pànye, panyen; Hausa: kwàndō; Hebrew: סַל; Hindi: टोकरी; Hungarian: kosár; Hunsrik: Korreb; Icelandic: karfa; Ido: korbo; Igbo: ṅkata; Indonesian: bakul; Interlingua: corbe, paniero; Irish: ciseán, cis; Italian: [[cestino]], [[cesto]], [[canestro]], [[cesta]], [[paniere]]; Japanese: 篭, 籠, バスケット, ざる; Kabuverdianu: balai, balói; Kannada: ಬುಟ್ಟಿ; Kazakh: себет; Khmer: ល្អី, កញ្ជើ; Kitembo: chitonga; Korean: 바구니, 고리짝, 고리; Kurdish Central Kurdish: سەبەتە; Northern Kurdish: zembîl, selik, sevî, sepet; Kyrgyz: себет, корзина чабыра; Lao: ກະຕ່າ; Latgalian: peitine, skaline, vezeļs; Latin: [[corbis]]; Latvian: grozs; Laz: ცანცა; Lingala: ekolo; Lithuanian: krepšys, pintinė; Luganda: ekisero, ekibbo; Luxembourgish: Kuerf; Macedonian: кошница, корпа, кош; Malay: bakul; Malayalam: കുട്ട; Maltese: kannestru; Maori: roroi, rawhi, rourou, kete, kōnae, pūtāiki, kāwhiu, tāiki, taukoro; Maricopa: kwnho; Mbyá Guaraní: ajaka; Middle English: basket, coffyn; Mongolian Cyrillic: сагс, араг; Mòcheno: khorb; Navajo: tsʼaaʼ; Neapolitan: panaro; Nepali: टोकरी; Norman: pangni; Norwegian: kurv; Occitan: panier; Ojibwe: makak; Old Church Slavonic Cyrillic: кошь; Ottoman Turkish: سپت, زنبیل; Pashto: څکی, سوغځۍ, شکرۍ, ټوکرۍ, پتاړ, پتورۍ, پچۍ, کاړۍ, کجاوه, کهاره, کواره, کوارچه, ګرينډۍ, ګوراچه; Persian: سبد, زنبیل; Plautdietsch: Korf; Polish: kosz, koszyk; Portuguese: [[cesto]], [[cesta]]; Quechua: isanka; Romanian: coș; Russian: [[корзина]], [[лукошко]], [[кошница]], [[корзинка]]; Rusyn: кош; Sanskrit: पिटक; Serbo-Croatian Cyrillic: корпа, кош, кошара; Roman: korpa, koš, košara; Sindhi: کارو; Slovak: kôš, košík; Slovene: košara, koš; Sorbian Lower Sorbian: kóš; Sotho: basekete, sesiu, sethoto, seroto; Southern Ohlone: simirin, Tipol; Spanish: [[cesta]], [[cesto]]; Swahili: kikapu; Swedish: korg; Tagalog: basket, buslo, takuyan, bakol, tiklis, kaing, pangnan; Tahitian: 'ete; Tajik: сабад; Talysh Asalemi: سبد, سوه; Taos: t'ə̀odmúluną, pùot'ę́ną; Telugu: బుట్ట, తట్ట; Thai: ตะกร้า; Tibetan: སློ་མ, སིལ་ར, སླེལ་པོ; Tok Pisin: basket; Turkish: sepet; Turkmen: sebet; Ukrainian: кошик, кіш, корзина; Urdu: ٹوکری; Uyghur: سېۋەت; Uzbek: savat, korzinka; Vietnamese: giỏ, rổ; Volapük: bäset, bäsetil; Welsh: basged; West Frisian: koer; Wolof: pañe; Xhosa: ibhaskithi; Yiddish: קאָרב, קויש; Yoruba: agbọ̀n, apẹ̀rẹ̀; Zulu: imbenge, ubhasikidi | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:54, 2 April 2024
Greek Monolingual
το (Μ καλάθι)
σκεύος πλεγμένο από κλαδιά λυγαριάς ή ιτιάς ή από καλάμι, το οποίο χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση και τη μεταφορά διαφόρων προϊόντων ή αντικειμένων
νεοελλ.
1. (μεταλργ.) δοχείο από πλεκτά ελάσματα που χρησιμοποιείται για την ανέλκυση και τη μεταφορά μεταλλεύματος
2. αλιευτικό εργαλείο, κν. κιούρτος
3. (στη σαγματοποιία) σύστημα από δύο κοφίνια ή κόφες που κρέμονται στα πλευρά του ζώου και χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά φορτίων
4. (αθλ.) (στο μπάσκετ) α) στόχος του αγωνιστικού παιχνιδιού, ο οποίος αποτελείται από δίχτυ κωνικού σχήματος από άσπρο κορδόνι, ανοιχτό στο πάνω και κάτω μέρος και στερεωμένο στην περιφέρεια μεταλλικής στεφάνης η οποία βρίσκεται σε ορισμένο ύψος από το έδαφος
β) (κατ' επέκτ.) η εύστοχη βολή της μπάλας μέσα στο δίχτυ της αντίπαλης ομάδας
5) παροιμ. α) «στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει» — γι' αυτόν που δεν ικανοποιείται εύκολα, που είναι δύστροπος
β) «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι» — όταν ακούς μεγάλα λόγια ή σπουδαία κατορθώματα μην πιστεύεις ότι ανταποκρίνονται όλα στην πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλάθι < καλάθ-ιον (υποκορ. του κάλαθος) χωρίς όμως να έχει σήμερα υποκορ. σημ. Η λ. ως όρος της καλαθοσφαιρίσεως (μπάσκετ) αποτελεί σημασιολογική απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. basket].
Translations
basket
Afrikaans: mandjie; Albanian: shportë; Anal: vopum; Arabic: سَلَّة; Egyptian Arabic: سبت; Hijazi Arabic: سلة, سبت, طشت, زنبيل; Armenian: զամբյուղ, կողով; Assamese: পাচি, টুকুৰী, খৰাহী, খাং, খদা, খাচা; Asturian: cestu, cesta; Atong: kok; Azerbaijani: səbət, zənbil; Belarusian: кошык; Bengali: টুকরি; Bulgarian: кош, кошница; Burmese: တောင်း, ခြင်း; Catalan: cistell, cistella; Cebuano: bukag; Central Sierra Miwok: ča·majy-; Chamicuro: kajsawa; Chechen: тускар; Cherokee: ᏔᎷᏣ; Chinese Cantonese: 籃; Mandarin: 籃子, 篮子; Crimean Tatar: sepet; Czech: koš, košík; Dalmatian: caniastro, quanest; Danish: kurv; Dhivehi: ތުކުނި; Dutch: mand, korf; Esperanto: korbo; Estonian: korv; Faroese: kurv; Finnish: kori; French: panier; Friulian: gei, geùt, ceste, cos; Galician: cesta, cesto; Georgian: კალათა; German: Korb; Alemannic German: Zeine; Gothic: 𐍄𐌰𐌹𐌽𐌾𐍉, 𐍃𐍀𐍅𐍂𐌴𐌹𐌳𐌰, 𐍃𐌽𐍉𐍂𐌾𐍉; Greek: καλάθι, κάνιστρο; Ancient Greek: δάρπη, θῖβις, κίστη, κόφινος, κάλαθος, ὑριχός; Greenlandic: koori; Gujarati: ટોપલી; Haitian Creole: pànye, panyen; Hausa: kwàndō; Hebrew: סַל; Hindi: टोकरी; Hungarian: kosár; Hunsrik: Korreb; Icelandic: karfa; Ido: korbo; Igbo: ṅkata; Indonesian: bakul; Interlingua: corbe, paniero; Irish: ciseán, cis; Italian: cestino, cesto, canestro, cesta, paniere; Japanese: 篭, 籠, バスケット, ざる; Kabuverdianu: balai, balói; Kannada: ಬುಟ್ಟಿ; Kazakh: себет; Khmer: ល្អី, កញ្ជើ; Kitembo: chitonga; Korean: 바구니, 고리짝, 고리; Kurdish Central Kurdish: سەبەتە; Northern Kurdish: zembîl, selik, sevî, sepet; Kyrgyz: себет, корзина чабыра; Lao: ກະຕ່າ; Latgalian: peitine, skaline, vezeļs; Latin: corbis; Latvian: grozs; Laz: ცანცა; Lingala: ekolo; Lithuanian: krepšys, pintinė; Luganda: ekisero, ekibbo; Luxembourgish: Kuerf; Macedonian: кошница, корпа, кош; Malay: bakul; Malayalam: കുട്ട; Maltese: kannestru; Maori: roroi, rawhi, rourou, kete, kōnae, pūtāiki, kāwhiu, tāiki, taukoro; Maricopa: kwnho; Mbyá Guaraní: ajaka; Middle English: basket, coffyn; Mongolian Cyrillic: сагс, араг; Mòcheno: khorb; Navajo: tsʼaaʼ; Neapolitan: panaro; Nepali: टोकरी; Norman: pangni; Norwegian: kurv; Occitan: panier; Ojibwe: makak; Old Church Slavonic Cyrillic: кошь; Ottoman Turkish: سپت, زنبیل; Pashto: څکی, سوغځۍ, شکرۍ, ټوکرۍ, پتاړ, پتورۍ, پچۍ, کاړۍ, کجاوه, کهاره, کواره, کوارچه, ګرينډۍ, ګوراچه; Persian: سبد, زنبیل; Plautdietsch: Korf; Polish: kosz, koszyk; Portuguese: cesto, cesta; Quechua: isanka; Romanian: coș; Russian: корзина, лукошко, кошница, корзинка; Rusyn: кош; Sanskrit: पिटक; Serbo-Croatian Cyrillic: корпа, кош, кошара; Roman: korpa, koš, košara; Sindhi: کارو; Slovak: kôš, košík; Slovene: košara, koš; Sorbian Lower Sorbian: kóš; Sotho: basekete, sesiu, sethoto, seroto; Southern Ohlone: simirin, Tipol; Spanish: cesta, cesto; Swahili: kikapu; Swedish: korg; Tagalog: basket, buslo, takuyan, bakol, tiklis, kaing, pangnan; Tahitian: 'ete; Tajik: сабад; Talysh Asalemi: سبد, سوه; Taos: t'ə̀odmúluną, pùot'ę́ną; Telugu: బుట్ట, తట్ట; Thai: ตะกร้า; Tibetan: སློ་མ, སིལ་ར, སླེལ་པོ; Tok Pisin: basket; Turkish: sepet; Turkmen: sebet; Ukrainian: кошик, кіш, корзина; Urdu: ٹوکری; Uyghur: سېۋەت; Uzbek: savat, korzinka; Vietnamese: giỏ, rổ; Volapük: bäset, bäsetil; Welsh: basged; West Frisian: koer; Wolof: pañe; Xhosa: ibhaskithi; Yiddish: קאָרב, קויש; Yoruba: agbọ̀n, apẹ̀rẹ̀; Zulu: imbenge, ubhasikidi