κονιόπους: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κονίπους]], -οδος, ὁ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> οἱ [[κονίποδες]]<br />α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα [[σκόνη]] («ἐκαλοῦν το δὲ [[κονίποδες]] ώς συμβαλεῖν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) σανδάλια με [[στενά]] πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο [[μέρος]] τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο [[μέρος]] ήταν εκτεθειμένο στη [[σκόνη]] («οἱ δὲ [[κονίποδες]], [[λεπτὸν]] [[ὑπόδημα]] πρεσβυτικόν<br />τὸ δὲ [[κάττυμα]] | |mltxt=[[κονίπους]], -οδος, ὁ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> οἱ [[κονίποδες]]<br />α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα [[σκόνη]] («ἐκαλοῦν το δὲ [[κονίποδες]] ώς συμβαλεῖν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) σανδάλια με [[στενά]] πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο [[μέρος]] τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο [[μέρος]] ήταν εκτεθειμένο στη [[σκόνη]] («οἱ δὲ [[κονίποδες]], [[λεπτὸν]] [[ὑπόδημα]] πρεσβυτικόν<br />τὸ δὲ [[κάττυμα]] κοῦφον, ὡς [[ἐγγὺς]] [[εἶναι]] τῆς κόνεως τὸν [[πόδα]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), [[πρβλ]]. [[ελεφαντόπους]], [[λεοντόπους]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 13 June 2022
English (LSJ)
v. κονίποδες.
German (Pape)
[Seite 1481] ποδος, ὁ, ἡ, auch κονίπους und κονιορτόπους, 1) Staubfuß, mit bestaubten Füßen, nach Plut. quaest. graec. 1 das Volk in Epidaurus, das auf dem Lande lebte, weil sie, wenn sie in der Stadt erschienen, bestaubte Füße hatten. – 2) eine Art leichter Schuhe mit schmalen Sohlen, welche nicht den ganzen Fuß bedeckten, so daß der Fuß bestaubt wird, VLL.; Ar. γέρων δὲ χωρεῖ χλανίδα καὶ κονίποδα ἔχων, Eccl. 848; Hesych. nennt sie μοιχικά, vielleicht weil die Ehebrecher sie der Leichtigkeit halber trugen, u. um nicht entdeckt zu werden.
Greek Monolingual
κονίπους, -οδος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες
α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῦν το δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῖν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.)
β) σανδάλια με στενά πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο μέρος τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος ήταν εκτεθειμένο στη σκόνη («οἱ δὲ κονίποδες, λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν
τὸ δὲ κάττυμα κοῦφον, ὡς ἐγγὺς εἶναι τῆς κόνεως τὸν πόδα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -πους (< πους), πρβλ. ελεφαντόπους, λεοντόπους].