ψωλός: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
mNo edit summary |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psolos | |Transliteration C=psolos | ||
|Beta Code=ywlo/s | |Beta Code=ywlo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[with the prepuce drawn back]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''507 (anap.) (ubi v. Sch.), ''Eq.''964, ''Pl.''267, Diph.39. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1405.png Seite 1405]] ὁ, Einer, dessen Ruthe sich aufgerichtet und die Eichel entblößt hat, zum Beischlafe bereit, dah. geil, wollüstig, Ar. Plut. 267 Equ. 959. – Auch ein Beschnittener, an der Vorhaut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1405.png Seite 1405]] ὁ, Einer, dessen Ruthe sich aufgerichtet und die Eichel entblößt hat, zum Beischlafe bereit, dah. geil, wollüstig, Ar. Plut. 267 Equ. 959. – Auch ein Beschnittener, an der Vorhaut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[circoncis]], [[décalotté]] (Ar. Av. 507, Eq. 964).<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ψήχω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψωλός -όν [~ ψωλή] van de penis, met zichtbare eikel besneden:; οἶμαι... καὶ ψωλὸν αὐτον εἶναι ik meen dat hij zelfs besneden is Aristoph. Plut. 267; stijf; subst.: ψωλοὶ πεδίονδε lullo’s naar het strijdveld! Aristoph. Av. 507. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψωλός:''' ὁ [[подвергшийся обрезанию]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψωλός''': ὁ, περιτετμημένος, ἔχων τὴν βάλανον τοῦ αἰδοίου γυμνήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 507, ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Ἱππ. 964. | |lstext='''ψωλός''': ὁ, περιτετμημένος, ἔχων τὴν βάλανον τοῦ αἰδοίου γυμνήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 507, ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Ἱππ. 964. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός του οποίου το [[πέος]] [[είναι]] σε [[στύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i>- του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με [[επίθημα]] -<i>λός</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός του οποίου το [[πέος]] [[είναι]] σε [[στύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i>- του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με [[επίθημα]] -<i>λός</i> ([[πρβλ]]. [[τραυλός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψωλός:''' ὁ, αυτός που έχει κάνει [[περιτομή]], [[λάγνος]], αυτός που έχει τη βάλανο του αιδοίου γυμνή, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ψωλός:''' ὁ, αυτός που έχει κάνει [[περιτομή]], [[λάγνος]], αυτός που έχει τη βάλανο του αιδοίου γυμνή, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[ψωλός]], οῦ, ὁ,<br />one circumcised, [[lewd]], Ar. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=(=αὐτός πού [[ἔχει]] γυμνή τή βάλανο τοῦ αἰδοίου, [[ἀσελγής]]). Ἀπό ρίζα ψω- τοῦ [[ψάω]] ψήω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[circumcised]]=== | ||
Armenian: թլփատ; Catalan: circumcís; Croatian: obrezani; Czech: obřezaný; Dutch: [[besneden]]; Esperanto: cirkumcidita; Faroese: umskorin; Finnish: ympärileikattu; French: [[circoncis]]; Galician: circunciso; German: [[beschnitten]]; Greek: [[με περιτομή]], [[περιτετμημένος]], [[περιτμημένος]], [[περίτμητος]], [[που έχει κάνει περιτομή]], [[που έχει υποστεί περιτομή]]; Ancient Greek: [[ἐμπερίτομος]], [[λειπόδερμος]], [[λιπόδερμος]], [[ψωλός]]; Ido: cirkoncizita; Italian: [[circonciso]]; Latin: [[verpus]], [[circumcisus]]; Lithuanian: apipjaustytas; Maori: kokoti; Norwegian Bokmål: omskåret, omskåren; Plautdietsch: beschnäden; Polish: obrzezany; Portuguese: [[circuncidado]], [[circunciso]]; Romanian: circumcis, obrezuit; Russian: [[обрезанный]]; Spanish: [[circuncidado]], [[circunciso]]; Tagalog: tulî; Turkish: sünnetli | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 25 January 2024
English (LSJ)
ὁ, with the prepuce drawn back, Ar.Av.507 (anap.) (ubi v. Sch.), Eq.964, Pl.267, Diph.39.
German (Pape)
[Seite 1405] ὁ, Einer, dessen Ruthe sich aufgerichtet und die Eichel entblößt hat, zum Beischlafe bereit, dah. geil, wollüstig, Ar. Plut. 267 Equ. 959. – Auch ein Beschnittener, an der Vorhaut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
circoncis, décalotté (Ar. Av. 507, Eq. 964).
Étymologie: apparenté à ψήχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψωλός -όν [~ ψωλή] van de penis, met zichtbare eikel besneden:; οἶμαι... καὶ ψωλὸν αὐτον εἶναι ik meen dat hij zelfs besneden is Aristoph. Plut. 267; stijf; subst.: ψωλοὶ πεδίονδε lullo’s naar het strijdveld! Aristoph. Av. 507.
Russian (Dvoretsky)
ψωλός: ὁ подвергшийся обрезанию Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ψωλός: ὁ, περιτετμημένος, ἔχων τὴν βάλανον τοῦ αἰδοίου γυμνήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 507, (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Ἱππ. 964.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός του οποίου το πέος είναι σε στύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω», με επίθημα -λός (πρβλ. τραυλός)].
Greek Monotonic
ψωλός: ὁ, αυτός που έχει κάνει περιτομή, λάγνος, αυτός που έχει τη βάλανο του αιδοίου γυμνή, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ψωλός, οῦ, ὁ,
one circumcised, lewd, Ar.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔχει γυμνή τή βάλανο τοῦ αἰδοίου, ἀσελγής). Ἀπό ρίζα ψω- τοῦ ψάω ψήω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
circumcised
Armenian: թլփատ; Catalan: circumcís; Croatian: obrezani; Czech: obřezaný; Dutch: besneden; Esperanto: cirkumcidita; Faroese: umskorin; Finnish: ympärileikattu; French: circoncis; Galician: circunciso; German: beschnitten; Greek: με περιτομή, περιτετμημένος, περιτμημένος, περίτμητος, που έχει κάνει περιτομή, που έχει υποστεί περιτομή; Ancient Greek: ἐμπερίτομος, λειπόδερμος, λιπόδερμος, ψωλός; Ido: cirkoncizita; Italian: circonciso; Latin: verpus, circumcisus; Lithuanian: apipjaustytas; Maori: kokoti; Norwegian Bokmål: omskåret, omskåren; Plautdietsch: beschnäden; Polish: obrzezany; Portuguese: circuncidado, circunciso; Romanian: circumcis, obrezuit; Russian: обрезанный; Spanish: circuncidado, circunciso; Tagalog: tulî; Turkish: sünnetli