τονθορύζω: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (LSJ1 replacement) |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tonthoryzo | |Transliteration C=tonthoryzo | ||
|Beta Code=tonqoru/zw | |Beta Code=tonqoru/zw | ||
|Definition=or [[τονθορίζω]], | |Definition=or [[τονθορίζω]], [[speak]] [[inarticulately]], [[mumble]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''683 (troch.), ''Ra.''747, ''V.''614 (anap.), Luc.''Deor.Conc.''1, Aristaenet.2.6; [[gurgle]], ἐτονθόρυζε ταῦρος [[νεοσφαγής]] A.''Fr.''298:—in all these passages the best codd. have the form in <b class="b3">τονθορύζω; τονθορύξει</b> (prob. 2sg. fut.) occurs in Herod.7.77; both forms are cited by [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; [[τονθορίζω]] is found in codd. of Gal.2.689, Thom.Mag.p.352R., etc., but is never expressly mentioned by Gramm.; cf. [[ὑποτονθορύζω]].—Rarer collat. forms, [[τονθολυγέω]], [[gurgle]], Pherecr.108.4; distinguished from [[τανθαρύζω]] ([[quod vide|q.v.]]) by Ptol.Asc.p.410H., Ammon.''Diff.''p.79V.; [[τονθρύζω]], Herod.8.8, Opp.''C.''2.541, 3.169 (recognized as Att. along with [[τονθορύζω]] by Phryn.336, cf. ''PS''p.115 B.); cf. [[τονθρύς]], ἡ, [[muttering]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; [[τονθορυστής]], οῦ, ὁ, [[mutterer]], = [[γογγυστής]], Aq.''Pr.''16.28; [[τονθρυσμός]] and [[τονθορυσμός]], ὁ, Phryn.336. (Prob. onomatop.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] u. τονθορίζω, undeutlich reden, murmeln, murren; Ar. Ach. 653 Vesp. 614; der Schol. zur ersten Stelle sagt [[λάθρα]] φθεγγόμενοι, ὑπότρομοι, τὰ χείλη κινοῦντες; vgl. Opp. Cyn. 3, 169 u. Phryn. in B. A. 67. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] u. τονθορίζω, undeutlich reden, murmeln, murren; Ar. Ach. 653 Vesp. 614; der Schol. zur ersten Stelle sagt [[λάθρα]] φθεγγόμενοι, ὑπότρομοι, τὰ χείλη κινοῦντες; vgl. Opp. Cyn. 3, 169 u. Phryn. in B. A. 67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire entendre un bruit confus ; gronder, murmurer.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[θόρυβος]], [[θρυλέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τονθορύζω:''' [[бормотать]], [[ворчать]] Arph., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τονθορύζω''': ἢ -ίζω, [[γογγύζω]], [[ψιθυρίζω]], [[κρύφα]] καὶ κατ’ ἐμαυτὸν μετὰ γογγυσμοῦ τι [[λέγω]], κοινῶς «μουρμουρίζω», Ἀριστοφ. Ἀχ. 683, Βάτρ. 747, Σφ. 614, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησία 1, Ἀρισταίν. 2. 6· - ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις τὰ δοκιμώματα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι τὸν τύπον εἰς -ύζω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 358· ἀμφότεροι οἱ τύποι μνημονεύονται παρ’ Ἡσυχ.· ἕτεροι τῶν γραμμ. ἀμφισβητοῦσι περὶ τοῦ [[πότερος]] τῶν τύπων ὁ [[ὀρθός]]. - Σπανιώτεροι τύποι ἰσοδύναμοι [[εἶναι]]: τονθορυγέω ἢ -λυγέω, τονθορυγοῦντες (νῦν πομφολυγοῦντες) Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 4· τονθρύζω ἢ τονθρίζω, Ὀππ. Κυν. 2. 541., 3. 169, πρβλ. τονθρύς, ύος, ἡ, [[φωνή]], [[ψιθυρισμός]], Ἡσύχ.· τονθρυσμός, οῦ, ὁ, Φρυνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Πιθαν. ὀνοματοπ.). | |lstext='''τονθορύζω''': ἢ -ίζω, [[γογγύζω]], [[ψιθυρίζω]], [[κρύφα]] καὶ κατ’ ἐμαυτὸν μετὰ γογγυσμοῦ τι [[λέγω]], κοινῶς «μουρμουρίζω», Ἀριστοφ. Ἀχ. 683, Βάτρ. 747, Σφ. 614, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησία 1, Ἀρισταίν. 2. 6· - ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις τὰ δοκιμώματα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι τὸν τύπον εἰς -ύζω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 358· ἀμφότεροι οἱ τύποι μνημονεύονται παρ’ Ἡσυχ.· ἕτεροι τῶν γραμμ. ἀμφισβητοῦσι περὶ τοῦ [[πότερος]] τῶν τύπων ὁ [[ὀρθός]]. - Σπανιώτεροι τύποι ἰσοδύναμοι [[εἶναι]]: τονθορυγέω ἢ -λυγέω, τονθορυγοῦντες (νῦν πομφολυγοῦντες) Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 4· τονθρύζω ἢ τονθρίζω, Ὀππ. Κυν. 2. 541., 3. 169, πρβλ. τονθρύς, ύος, ἡ, [[φωνή]], [[ψιθυρισμός]], Ἡσύχ.· τονθρυσμός, οῦ, ὁ, Φρυνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Πιθαν. ὀνοματοπ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τονθορύζω:''' εν [[χρήσει]] μόνο στον ενεστ., μιλάω [[χωρίς]] να εκφράζομαι με [[ευκρίνεια]], [[ψιθυρίζω]], [[μουρμουρίζω]], σε Αριστοφ. (ηχομιμ. [[λέξη]]). | |lsmtext='''τονθορύζω:''' εν [[χρήσει]] μόνο στον ενεστ., μιλάω [[χωρίς]] να εκφράζομαι με [[ευκρίνεια]], [[ψιθυρίζω]], [[μουρμουρίζω]], σε Αριστοφ. (ηχομιμ. [[λέξη]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''τονθορύζω''': {tonthorúzō}<br />'''Forms''': Aor. -ύσαι, Fut. -ύξω, auch -ίζω und [[τονθρύζω]],<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[murmeln]], [[undeutlich reden]], [[röcheln]] (A. ''Fr''. 298 = 630 M., Ar., Herod., Luk., Opp. u.a.).<br />'''Composita''' : vereinzelt m. ὑπο-, δια-,<br />'''Derivative''': Davon τονθ(ο)ρυσμός m. [[das Murmeln]] (Phryn.), [[τονθρυστής]] = [[γογγυστής]] (Aq.); Rückbildung [[τονθρύς]]· [[φωνή]] H.<br />'''Etymology''' : Expressive Reduplikationsbildung mit Dissimilation zu [[θόρυβος]], [[θρυλέω]], [[θρέομαι]] (s.dd.); Suffix wie [[γογγύζω]], [[γρύζω]], [[ὀλολύζω]] u.a. (Schwyzer 716). — Daneben [[τονθολυγέω]] [[gurgeln]], [[glucksen]] (Pherekr.); vgl. [[οἰνοφλυγέω]], -φλυξ, [[πομφόλυξ]], -ύξαι. — Zu τοιθορύσσειν s. [[τανθαρύζω]].<br />'''Page''' 2,909 | |ftr='''τονθορύζω''': {tonthorúzō}<br />'''Forms''': Aor. -ύσαι, Fut. -ύξω, auch -ίζω und [[τονθρύζω]],<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[murmeln]], [[undeutlich reden]], [[röcheln]] (A. ''Fr''. 298 = 630 M., Ar., Herod., Luk., Opp. u.a.).<br />'''Composita''': vereinzelt m. ὑπο-, δια-,<br />'''Derivative''': Davon τονθ(ο)ρυσμός m. [[das Murmeln]] (Phryn.), [[τονθρυστής]] = [[γογγυστής]] (Aq.); Rückbildung [[τονθρύς]]· [[φωνή]] H.<br />'''Etymology''': Expressive Reduplikationsbildung mit Dissimilation zu [[θόρυβος]], [[θρυλέω]], [[θρέομαι]] (s.dd.); Suffix wie [[γογγύζω]], [[γρύζω]], [[ὀλολύζω]] u.a. (Schwyzer 716). — Daneben [[τονθολυγέω]] [[gurgeln]], [[glucksen]] (Pherekr.); vgl. [[οἰνοφλυγέω]], -φλυξ, [[πομφόλυξ]], -ύξαι. — Zu τοιθορύσσειν s. [[τανθαρύζω]].<br />'''Page''' 2,909 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ψιθυρίζω]], [[μουρμουρίζω]]). Σχετίζεται μέ τό [[θόρυβος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:11, 25 August 2023
English (LSJ)
or τονθορίζω, speak inarticulately, mumble, Ar.Ach.683 (troch.), Ra.747, V.614 (anap.), Luc.Deor.Conc.1, Aristaenet.2.6; gurgle, ἐτονθόρυζε ταῦρος νεοσφαγής A.Fr.298:—in all these passages the best codd. have the form in τονθορύζω; τονθορύξει (prob. 2sg. fut.) occurs in Herod.7.77; both forms are cited by Hsch.; τονθορίζω is found in codd. of Gal.2.689, Thom.Mag.p.352R., etc., but is never expressly mentioned by Gramm.; cf. ὑποτονθορύζω.—Rarer collat. forms, τονθολυγέω, gurgle, Pherecr.108.4; distinguished from τανθαρύζω (q.v.) by Ptol.Asc.p.410H., Ammon.Diff.p.79V.; τονθρύζω, Herod.8.8, Opp.C.2.541, 3.169 (recognized as Att. along with τονθορύζω by Phryn.336, cf. PSp.115 B.); cf. τονθρύς, ἡ, muttering, Hsch.; τονθορυστής, οῦ, ὁ, mutterer, = γογγυστής, Aq.Pr.16.28; τονθρυσμός and τονθορυσμός, ὁ, Phryn.336. (Prob. onomatop.)
German (Pape)
[Seite 1127] u. τονθορίζω, undeutlich reden, murmeln, murren; Ar. Ach. 653 Vesp. 614; der Schol. zur ersten Stelle sagt λάθρα φθεγγόμενοι, ὑπότρομοι, τὰ χείλη κινοῦντες; vgl. Opp. Cyn. 3, 169 u. Phryn. in B. A. 67.
French (Bailly abrégé)
faire entendre un bruit confus ; gronder, murmurer.
Étymologie: DELG apparenté à θόρυβος, θρυλέω.
Russian (Dvoretsky)
τονθορύζω: бормотать, ворчать Arph., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τονθορύζω: ἢ -ίζω, γογγύζω, ψιθυρίζω, κρύφα καὶ κατ’ ἐμαυτὸν μετὰ γογγυσμοῦ τι λέγω, κοινῶς «μουρμουρίζω», Ἀριστοφ. Ἀχ. 683, Βάτρ. 747, Σφ. 614, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησία 1, Ἀρισταίν. 2. 6· - ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις τὰ δοκιμώματα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι τὸν τύπον εἰς -ύζω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 358· ἀμφότεροι οἱ τύποι μνημονεύονται παρ’ Ἡσυχ.· ἕτεροι τῶν γραμμ. ἀμφισβητοῦσι περὶ τοῦ πότερος τῶν τύπων ὁ ὀρθός. - Σπανιώτεροι τύποι ἰσοδύναμοι εἶναι: τονθορυγέω ἢ -λυγέω, τονθορυγοῦντες (νῦν πομφολυγοῦντες) Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 4· τονθρύζω ἢ τονθρίζω, Ὀππ. Κυν. 2. 541., 3. 169, πρβλ. τονθρύς, ύος, ἡ, φωνή, ψιθυρισμός, Ἡσύχ.· τονθρυσμός, οῦ, ὁ, Φρυνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Πιθαν. ὀνοματοπ.).
Greek Monotonic
τονθορύζω: εν χρήσει μόνο στον ενεστ., μιλάω χωρίς να εκφράζομαι με ευκρίνεια, ψιθυρίζω, μουρμουρίζω, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).
Middle Liddell
τονθορύζω, only in pres.]
to speak inarticulately, mutter, babble, Ar. [Formed from the sound.]
Frisk Etymology German
τονθορύζω: {tonthorúzō}
Forms: Aor. -ύσαι, Fut. -ύξω, auch -ίζω und τονθρύζω,
Grammar: v.
Meaning: murmeln, undeutlich reden, röcheln (A. Fr. 298 = 630 M., Ar., Herod., Luk., Opp. u.a.).
Composita: vereinzelt m. ὑπο-, δια-,
Derivative: Davon τονθ(ο)ρυσμός m. das Murmeln (Phryn.), τονθρυστής = γογγυστής (Aq.); Rückbildung τονθρύς· φωνή H.
Etymology: Expressive Reduplikationsbildung mit Dissimilation zu θόρυβος, θρυλέω, θρέομαι (s.dd.); Suffix wie γογγύζω, γρύζω, ὀλολύζω u.a. (Schwyzer 716). — Daneben τονθολυγέω gurgeln, glucksen (Pherekr.); vgl. οἰνοφλυγέω, -φλυξ, πομφόλυξ, -ύξαι. — Zu τοιθορύσσειν s. τανθαρύζω.
Page 2,909
Mantoulidis Etymological
(=ψιθυρίζω, μουρμουρίζω). Σχετίζεται μέ τό θόρυβος.