ἰσομέτρητος: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isometritos
|Transliteration C=isometritos
|Beta Code=i)some/trhtos
|Beta Code=i)some/trhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of equal measure]] or [[weight]], εἰκών <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>235d</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>25</span>; τινι <span class="bibl">D.C.59.11</span>, cf. <span class="bibl">Max.Tyr.31.2</span>.</span>
|Definition=ἰσομέτρητον, [[of equal measure]] or [[weight]], εἰκών [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''235d, Plu.''Sol.''25; τινι D.C.59.11, cf. Max.Tyr.31.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1265.png Seite 1265]] gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, [[εἰκών]] Plat. Phaed. 235 d, [[ἀνδριάς]] Plut. Sol. 25, [[ἄγαλμα]] D. Cass. 59, 11, a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1265.png Seite 1265]] gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, [[εἰκών]] Plat. Phaed. 235 d, [[ἀνδριάς]] Plut. Sol. 25, [[ἄγαλμα]] D. Cass. 59, 11, a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d'une mesure <i>ou</i> d'une grandeur égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[μετρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσομέτρητος:''' [[равный по размерам]] (подлиннику), в натуральную величину ([[εἰκών]] Plat.; [[ἀνδριάς]] Arst., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσομέτρητος''': -ον, ἔχων ἴσον [[μέτρον]], [[ἀνάλογος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, [[πρός]] τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.
|lstext='''ἰσομέτρητος''': -ον, ἔχων ἴσον [[μέτρον]], [[ἀνάλογος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, [[πρός]] τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une mesure <i>ou</i> d’une grandeur égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[μετρέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσομέτρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίσο [[μέτρο]] ή [[βάρος]] ή [[αξία]] με άλλον, [[ίσος]] με άλλον, [[ανάλογος]] («χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσομετρήτως</i> (Α)<br />ανάλογα με την [[ανάγκη]], με το [[μέτρο]] της χρείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μετρῶ</i>), [[πρβλ]]. [[αερομέτρητος]], [[κακομέτρητος]]].
|mltxt=[[ἰσομέτρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίσο [[μέτρο]] ή [[βάρος]] ή [[αξία]] με άλλον, [[ίσος]] με άλλον, [[ανάλογος]] («χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσομετρήτως</i> (Α)<br />ανάλογα με την [[ανάγκη]], με το [[μέτρο]] της χρείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μετρῶ</i>), [[πρβλ]]. [[αερομέτρητος]], [[κακομέτρητος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσομέτρητος:''' [[равный по размерам]] (подлиннику), в натуральную величину ([[εἰκών]] Plat.; [[ἀνδριάς]] Arst., Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομέτρητος Medium diacritics: ἰσομέτρητος Low diacritics: ισομέτρητος Capitals: ΙΣΟΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: isométrētos Transliteration B: isometrētos Transliteration C: isometritos Beta Code: i)some/trhtos

English (LSJ)

ἰσομέτρητον, of equal measure or weight, εἰκών Pl.Phdr.235d, Plu.Sol.25; τινι D.C.59.11, cf. Max.Tyr.31.2.

German (Pape)

[Seite 1265] gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, εἰκών Plat. Phaed. 235 d, ἀνδριάς Plut. Sol. 25, ἄγαλμα D. Cass. 59, 11, a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une mesure ou d'une grandeur égale.
Étymologie: ἴσος, μετρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομέτρητος: равный по размерам (подлиннику), в натуральную величину (εἰκών Plat.; ἀνδριάς Arst., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομέτρητος: -ον, ἔχων ἴσον μέτρον, ἀνάλογος, Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, πρός τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.

Greek Monolingual

ἰσομέτρητος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσο μέτρο ή βάρος ή αξία με άλλον, ίσος με άλλον, ανάλογος («χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον», Πλάτ.)
επίρρ...
ἰσομετρήτως (Α)
ανάλογα με την ανάγκη, με το μέτρο της χρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μετρητος (< μετρῶ), πρβλ. αερομέτρητος, κακομέτρητος].