ἀνορούω: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anoroyo | |Transliteration C=anoroyo | ||
|Beta Code=a)norou/w | |Beta Code=a)norou/w | ||
|Definition=poet. Verb, used by Hom. only in aor. 1 ( | |Definition=poet. Verb, used by Hom. only in aor. 1 (X.''Eq.''3.7,8.5 has pres. inf. and part.):—[[start up]], [[leap up]], abs., Il.9.193, Od.3.149, Sapph.''Supp.''20a.''ΙΙ'', etc.; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Od.22.23; ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀ. Il.10.162, etc.; ἐς δίφρον δ' ἀ. 11.273; so <b class="b3">Ἠέλιος δ' ἀνόρουσε.. οὐρανὸν ἐς.</b>. Helios [[went swiftly up]] the sky, Od. 3.1; τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυεπὴς ἀ. Il.1.248; [[ἀνορούσαις]] (Aeol. part.) Pi. ''O.''7.37. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [part. aor. eol. ἀνορούσαις Pi.<i>O</i>.7.37]<br /><b class="num">1</b> c. idea de separación [[levantarse]], [[ponerse en pie]] ἐκ ... θρόνων <i>Od</i>.22.23, ἐξ ὕπνοιο <i>Il</i>.10.162, τοῖσι δὲ Νέστωρ ... ἀνόρουσε <i>Il</i>.1.248<br /><b class="num">•</b>abs. <i>Il</i>.9.193, <i>Od</i>.3.149, Sapph.44.11, Pi.l.c., A.R.2.299, Opp.<i>H</i>.3.106.<br /><b class="num">2</b> c. idea de dirección [[lanzarse]] ἐς δίφρον <i>Il</i>.11.273, ἐπ' αὐτῷ Nonn.<i>D</i>.19.72<br /><b class="num">•</b>fig. ἐς τιμὰς Emp.B 30.2, cf. Arist.<i>Metaph</i>.1100<sup>b</sup>15<br /><b class="num">•</b>[[subir]] οὐρανὸν ἐς <i>Od</i>.3.1, Οὔλυμπόνδε A.R.2.299. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et ao. épq.</i> ἀνόρουσα;<br />[[se lever vivement]], [[s'élancer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀρούω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[auffahren]], [[schnell]] [[aufstehen]]</i>, Hom. oft, aber nur im aor. ἀνόρουσα, z.B. ἐξ ὕπνου [[μάλα]] [[κραιπνῶς]] <i>Il</i>. 10.162; ἐκ θρόνων <i>Od</i>. 22.23; ἐς [[δίφρον]], auf den [[Wagen]], <i>Il</i>. 11.273; [[ἠέλιος]] ἀνόρουσεν ἐς οὐρανόν, fuhr den [[Himmel]] [[hinauf]], <i>Od</i>. 3.1. Pind. πατέρος κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισα [[Ἀθηναία]] <i>Ol</i>. 7.37; ἐπί τι Xen. <i>Eq</i>. 3.7, 8.5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνορούω:''' [[быстро подниматься]], [[устремляться]], [[вскакивать]] (ἐκ θρόνων, ἐξ ὕπνοιο, ἐς οὐρανόν Hom.; πατέρος κορυφὰν κατ᾽ ἄκραν Pind.; ἐπ᾽ ὄχθους Xen.; εἰς τιμάς Emped. ap. Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνορούω''': ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο [[μάλα]] κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· [[οὕτως]], Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος [[ταχέως]] ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ [[Νέστωρ]] ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68. | |lstext='''ἀνορούω''': ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο [[μάλα]] κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· [[οὕτως]], Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος [[ταχέως]] ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ [[Νέστωρ]] ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 20: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἀνορούω]] | |sltr=[[ἀνορούω]] [[leap]] up, [[start]] up πατέρος [[Ἀθαναία]] κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.37) [ἀνόρουσε [[varia lectio|v.l.]] ἐσόρουσε (O. 8.40) ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ ([[αὐτόθ]]' ἀνόρουσε coni. Snell) (Pae. 20.15) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 29: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνορούω:''' Επικ. αόρ. | |lsmtext='''ἀνορούω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀνόρουσα</i>, ανεγείρομαι, [[αναπηδώ]], σε Όμηρ.· λέγεται για τον ήλιο, <i>ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς</i>, πήγε [[αμέσως]] [[ψηλά]] στον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀνορούσαις</i> (Δωρ. μτχ. αορ. αʹ), σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[start]] up, [[leap]] up, Hom.; of the sun, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς went [[swiftly]] up the sky, Od.; ἀνορούσαις (doric [[part]]. aor1) Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:46, 3 March 2024
English (LSJ)
poet. Verb, used by Hom. only in aor. 1 (X.Eq.3.7,8.5 has pres. inf. and part.):—start up, leap up, abs., Il.9.193, Od.3.149, Sapph.Supp.20a.ΙΙ, etc.; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Od.22.23; ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀ. Il.10.162, etc.; ἐς δίφρον δ' ἀ. 11.273; so Ἠέλιος δ' ἀνόρουσε.. οὐρανὸν ἐς.. Helios went swiftly up the sky, Od. 3.1; τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυεπὴς ἀ. Il.1.248; ἀνορούσαις (Aeol. part.) Pi. O.7.37.
Spanish (DGE)
• Morfología: [part. aor. eol. ἀνορούσαις Pi.O.7.37]
1 c. idea de separación levantarse, ponerse en pie ἐκ ... θρόνων Od.22.23, ἐξ ὕπνοιο Il.10.162, τοῖσι δὲ Νέστωρ ... ἀνόρουσε Il.1.248
•abs. Il.9.193, Od.3.149, Sapph.44.11, Pi.l.c., A.R.2.299, Opp.H.3.106.
2 c. idea de dirección lanzarse ἐς δίφρον Il.11.273, ἐπ' αὐτῷ Nonn.D.19.72
•fig. ἐς τιμὰς Emp.B 30.2, cf. Arist.Metaph.1100b15
•subir οὐρανὸν ἐς Od.3.1, Οὔλυμπόνδε A.R.2.299.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. épq. ἀνόρουσα;
se lever vivement, s'élancer.
Étymologie: ἀνά, ὀρούω.
German (Pape)
auffahren, schnell aufstehen, Hom. oft, aber nur im aor. ἀνόρουσα, z.B. ἐξ ὕπνου μάλα κραιπνῶς Il. 10.162; ἐκ θρόνων Od. 22.23; ἐς δίφρον, auf den Wagen, Il. 11.273; ἠέλιος ἀνόρουσεν ἐς οὐρανόν, fuhr den Himmel hinauf, Od. 3.1. Pind. πατέρος κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισα Ἀθηναία Ol. 7.37; ἐπί τι Xen. Eq. 3.7, 8.5.
Russian (Dvoretsky)
ἀνορούω: быстро подниматься, устремляться, вскакивать (ἐκ θρόνων, ἐξ ὕπνοιο, ἐς οὐρανόν Hom.; πατέρος κορυφὰν κατ᾽ ἄκραν Pind.; ἐπ᾽ ὄχθους Xen.; εἰς τιμάς Emped. ap. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορούω: ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· οὕτως, Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος ταχέως ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68.
English (Autenrieth)
only aor. ἀνόρουσεν, -σαν, part. -σᾶς: spring up; ἐκ θρόνων, ὕπνου, ἐς δίφρον, Il. 16.130; ἠέλιος, ‘climbed swiftly up the sky,’ Od. 3.1.
English (Slater)
ἀνορούω leap up, start up πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.37) [ἀνόρουσε v.l. ἐσόρουσε (O. 8.40) ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ (αὐτόθ' ἀνόρουσε coni. Snell) (Pae. 20.15)
Greek Monolingual
ἀνορούω (Α)
1. αναπηδώ, πετιέμαι επάνω
2. ανεβαίνω γρήγορα ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ορούω «ορμώ προς τα εμπρός»].
Greek Monotonic
ἀνορούω: Επικ. αόρ. αʹ ἀνόρουσα, ανεγείρομαι, αναπηδώ, σε Όμηρ.· λέγεται για τον ήλιο, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς, πήγε αμέσως ψηλά στον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· ἀνορούσαις (Δωρ. μτχ. αορ. αʹ), σε Πίνδ.
Middle Liddell
to start up, leap up, Hom.; of the sun, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς went swiftly up the sky, Od.; ἀνορούσαις (doric part. aor1) Pind.